Το λάθος - Αντώνης Σαμαράκης (απόσπασμα)

Την ώρα που ο ανακριτής είχε προσφερθεί να τον βοηθήσει, αυτός, σκυμμένος στα «Εσπερινά Νέα», έκανε πως ασχολείται περαιτέρω με το σταυρόλεξο, έχοντας αλλού το νου του. Ναι, το παιχνίδι το είχε οριστικά χαμένο. Από τη στιγμή που γυρίσανε στο 717, από τη στιγμή που περάσανε το κατώφλι και είδε κι άκουσε το κλειδί να κάνει δυο στροφές – δυο ήχους στεγνούς, αμείλικτους, σα δυο πιστολιές, – από το δευτερόλεπτο εκείνο, το παν μέσα του, η σκέψη του, η καρδιά του, τα σπλάχνα του, οι μικροοργανισμοί στο σώμα του, η διαίσθησή του, το παν είχε περιπέσει σε μια κατασκότεινη και από παντού κατάκλειστη νύχτα. Τώρα πια δεν είχε ελπίδα! Είχε παίξει όλα του τα χαρτιά. Όχι, δεν είχε παίξει κανένα χαρτί, είχε απομείνει έτσι ασάλευτος μπροστά σε τούτη τη μοναδική ευκαιρία που ήτανε η βόλτα στην πόλη, απαθής είχε σταθεί, ανίκανος ν’ αντιδράσει και να δράσει. Σα να του είχε δοθεί ολόκληρη μια γυναίκα που του ήτανε πάρα πολύ επιθυμητή, και να είχε μείνει πλάι στο γυμνωμένο, το έτοιμο σώμα, να είχε απομείνει ανίκανος.
Στο τζάμι, το δεξί, είδε το πρόσωπό του να διαγράφεται μουντό, αχνό, σα να ήτανε χαραγμένο στο γυαλί. Ένιωσε να τον μπουκώνει ένα κύμα αηδία, έφτυσε με δύναμη στο τζάμι το πρόσωπό του. Έβγαλε αμέσως το μαντίλι του να σκουπίσει το φτύσιμο.
― Τι συμβαίνει; ρώτησε ο ανακριτής.
― Κουνούπι! Αντί να το χτυπήσω με το χέρι, είχα την ιδέα να το φτύσω. Αλλά μου ξέφυγε.
― Νομίζω δε μας ενδιαφέρει αν έχει κουνούπια το δωμάτιο. Δεν πρόκειται να κοιμηθούμε. Στις 5 ή και λίγο νωρίτερα, θάρθει ο μάνατζερ με τ’ αμάξι.
― Σωστά. Δεν είναι για ύπνο η νύχτα.
Έσκυψε και πάλι στο σταυρόλεξο. Δήθεν. Πώς την άφησε την ευκαιρία να του γλιστρήσει μέσ’ από τα δάχτυλα! Ο φόβος ήτανε η αιτία, ο φόβος που τρύπωσε ξαφνικά στην καρδιά του και τη δάγκωνε, τη ροκάνιζε συνέχεια, ο φόβος πως όλα αυτά είναι σκηνοθεσία, με μοναδικό σκοπό να τον κάνουνε να πέσει στην παγίδα. Να θελήσει να δραπετεύσει και τότε να φανερώσει ο ίδιος πως είναι ένοχος. Η Ειδική Υπηρεσία δεν είχε στοιχεία εις βάρος του. Για τούτο και του στήνανε μηχανή. Αν δεν έδειχνε ψύχραιμος, θα πήγαινε από μόνος του να ενοχοποιηθεί. Αν παρασυρθεί και κάνει ένα πήδημα να ξεφύγει, αυτό ακριβώς θάναι το μαχαίρι που θα καρφώσει με το χέρι του στην καρδιά του. Α, όχι! Εδώ, σ’ αυτό το πήδημα είναι που ποντάρει η Ειδική Υπηρεσία! Και δεν πρέπει να παίξει το χαρτί της. Τη στιγμή που θάτρεχε να ξεφύγει, ο άνθρωπος της Ειδικής Υπηρεσίας δε θα στεκότανε να τον καμαρώνει. Θα του έριχνε, σημαδεύοντας στα πόδια για να τον πιάσει ζωντανό. Η απόπειρά του να δραπετεύσει θα ήτανε καθαρή ομολογία. Ναι, είχε και πιθανότητα να πετύχει το κόλπο. Αλλά τι πιθανότητα; Και μπορούσε να ρισκάρει την ελαχιστότατη αυτή πιθανότητα, έχοντας μπροστά του τις πάρα πολλές πιθανότητες να ξαναπέσει δεύτερη φορά στα χέρια τους, τραυματισμένος, είτε να τον ανακαλύψουν αργότερα, όταν ολόκληρος ο μηχανισμός της Ειδικής Υπηρεσίας θα είχε κινητοποιηθεί; Κι αν ακόμα ξέφευγε, θα πρόφταινε νάρθει σ’ επαφή με τους δικούς του, να τον κρύψουνε, να του βγάλουνε πλαστή ταυτότητα και διαβατήριο, να τον περάσουν από τα σύνορα; Όλα αυτά πολύ αμφίβολα. Ύστερα αν ο άλλος του «Καφέ Σπορ» δεν είχε πράγματι συλληφθεί, αν είχε ξεφύγει, κι ο προϊστάμενος έπαιζε θέατρο, μπλόφαρε λέγοντας πως τον είχανε συλλάβει; Και να τον είχανε συλλάβει τον άλλον, πώς μπορούσε να είναι βέβαιος πως ο άλλος είχε ομολογήσει; Αν δεν είχε ομολογήσει, αν τους είχε ρίξει στάχτη στα μάτια, κι αν έπεφτε στο κενό η κατ’ αντιπαράσταση εξέταση που θα τους κάνανε; Ήτανε και η πιθανότητα να μην είχε σκηνοθετήσει τίποτα η Ειδική Υπηρεσία και να ήτανε όλα φυσικά και τυχαία, κι όμως προσπαθώντας να ξεφύγει, να πάει και να πέσει μόνος του στην παγίδα. Να τους δείξει ο ίδιος πως είναι ένοχος.
Όσο τρέχανε με τ’ αυτοκίνητο, και κατά τη διάρκεια της βόλτας, ήτανε μια παλίρροια μέσα του. Πότε κυριαρχούσε η κατεύθυνση να δραπετεύσει, πότε ο φόβος και τα ερωτηματικά, αν η απόπειρά του είχε αποτυχία και ξανάπεφτε στα χέρια της Ειδικής Υπηρεσίας…
Τώρα όμως ήτανε πολύ αργά να σκεφτεί τι να κάνει. Στο δωμάτιο 717 του «Μέγα Εθνικόν», ώρα περασμένα μεσάνυχτα, με την πόρτα διπλοκλειδωμένη και τον άνθρωπο της Ειδικής Υπηρεσίας άγρυπνο και το περίστροφό του έτοιμο να πει το δικό του λόγο, ήτανε ή δεν ήτανε πολύ αργά; Είχε κλείσει, οριστικά, το θέμα. Το μόνο που περίμενε, ήτανε νάρθει γύρω στις 5 ο μάνατζερ με τ’ αμάξι, να φύγουνε για το φέρρυ-μποτ, και να τον παραδώσουνε ύστερα στο Κεντρικό. Εκεί, τι ήτανε να γνωρίσει; Ένα σκοτεινό αδιέξοδο τον παραμόνευε στην πρωτεύουσα, ένα αδιέξοδο τελειωτικό και δίχως ελπίδα.