Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ - Ουίλιαμ Φώκνερ (απόσπασμα)


… -γεννήθηκε εκεί όπου οι λίγοι άλλοι άνθρωποι που γνώριζε ζούσαν σε καλύβες από κορμούς ξεχειλισμένες παιδιά σαν κι αυτή που ’χε γεννηθεί κι ο ίδιος –άντρες και μεγάλα αγόρια που κυνηγούσαν ή ξάπλωναν μπρος στη φωτιά στο πάτωμα ενώ οι γυναίκες και τα μεγαλύτερα κορίτσια περνούσαν και ξαναπερνούσαν από πάνω τους για να φτάσουν στη φωτιά να μαγειρέψουν, όπου οι μόνοι έγχρωμοι ήταν ινδιάνοι κι αυτούς τους κοίταζες αφ’ υψηλού μονάχα μέσα απ’ το στόχαστρο της καραμπίνας σου, όπου δεν είχες ποτέ ακούσει να μιλάνε για, δεν είχες ποτέ φανταστεί, κάποιο τόπο, κάποια γη χωρισμένη παστρικά και που ν’ αποτελεί ιδιοκτησία ανθρώπων που δεν έκαναν άλλο απ’ το να τη διασχίζουν πάνω σ’ ωραία άλογα ή να κάθονται φορώντας ωραία ρούχα στις βεράντες μεγάλων σπιτιών ενώ άλλοι άνθρωποι δουλεύανε γι’ αυτούς˚ ούτε που φανταζόταν τότε ότι υπήρχε τέτοιος τρόπος να ζει ή να θέλει να ζει κανένας, ή πως υπήρχαν για να τα επιθυμήσει όλα τα πράγματα που υπήρχαν, ή πως όσοι είχαν πράγματα όχι μόνο μπορούσαν να περιφρονούν όσους δεν τα ’χαν, αλλά και να ενισχύονται στην περιφρόνησή τους όχι μόνο απ’ όσους είχαν κι εκείνοι πράγματα μα κι από κείνους ακριβώς που αποτελούσαν τ' αντικείμενα της περιφρόνησης που δεν είχαν πράγματα κι ήξεραν ότι ποτέ δε θα ’χαν. Γιατί εκεί που ζούσε αυτός η γη ανήκε στον καθένα και σε όλους κι έτσι ο άνθρωπος που θα ’μπαινε στη φασαρία και στον κόπο να περιφράξει ένα κομμάτι της και να πει «Αυτό είναι δικό μου» ήταν τρελός˚ κι όσο για πράγματα, κανείς δεν είχε περισσότερα από σένα γιατί καθένας είχε όσα είχε τη δύναμη και την ενέργεια να πάρει και να διατηρήσει, και μόνο εκείνος ο τρελός θα ’μπαινε στη φασαρία να πάρει ή να θελήσει έστω περισσότερα απ’ όσα μπορούσε να φάει ή ν’ ανταλλάξει με μπαρούτι κι ουίσκυ. Έτσι δεν ήξερε καν πως υπήρχε μια χώρα όλη χωρισμένη και κανονισμένη και παστρικιά μ’ ένα κόσμο που ζούσε εκεί όλος χωρισμένος και κανονισμένος και παστρικός σύμφωνα με το χρώμα που τύχαινε να ’χει το πετσί τους ή το τι τύχαινε να τους ανήκει, κι όπου ορισμένοι λίγοι όχι μόνο είχαν εξουσία ζωής και θανάτου κι ανταλλαγής και πώλησης πάνω σε άλλους, μα είχαν ζωντανούς ανθρώπους που τους παρείχαν τις ατελείωτες επαναλαμβανόμενες προσωπικές υπηρεσίες, όπως το να τους σερβίρουν και το ουίσκυ απ’ το κανάτι και να τους βάζουν το ποτήρι στο χέρι ή να τους βγάζουν τις μπότες για να πλαγιάσουν, που όλοι οι άνθρωποι έπρεπε να τα κάνουν από μόνοι τους απ’ την αρχή του καιρού και θα ’πρεπε να τα κάνουν από μόνοι τους ώσπου να πεθάνουν και που σε κανέναν άνθρωπο ποτέ δεν άρεσε ούτε πρόκειται ν’ αρέσει να κάνει, μα που κανένας άνθρωπος που γνώριζε εκείνος δεν είχε ποτέ σκεφτεί ν’ αποφύγει όπως δεν είχε σκεφτεί ν’ αποφύγει τον κόπο του να μασάει και να καταπίνει και ν’ ανασαίνει. Όταν ήταν παιδάκι δεν πρόσεχε τις αόριστες και συγκεχυμένες αφηγήσεις για τα μεγαλεία του Τάιντγουώτερ που ’φταναν ακόμα και μέχρι τα βουνά του γιατί τότε δεν μπορούσε να καταλάβει τι εννοούσαν οι άνθρωποι που μιλούσαν γι’ αυτά, κι όταν έγινε πιο μεγάλο αγόρι δεν τις πρόσεχε γιατί δεν υπήρχε τίποτα γύρω του για να συγκρίνει μ’ αυτό και να μετρήσει τις αφηγήσεις και να δώσει έτσι ζωή και νόημα στις λέξεις, και καμιά περίπτωση να καταλάβει ποτέ τι σήμαιναν γιατί ήταν πολύ απασχολημένος κάνοντας τα όσα κάνουν τ’ αγόρια˚ κι όταν έγινε έφηβος κι η περιέργεια ξέθαψε εκείνη τις ιστορίες που αυτός δεν ήξερε πως είχε ακούσει και σκεφτεί, ενδιαφέρθηκε και θα ’θελε κάποτε να δει τους τόπους, αλλά χωρίς φθόνο ή στενοχώρια, γιατί πίστευε απλά πως μερικοί γεννιούνται πλούσιοι (τυχεροί, ίσως να ’λεγε) κι άλλοι όχι, και πως (έτσι είπε του Παππού) οι ίδιοι οι άνθρωποι δε μπορούν να διαλέξουν και πολύ λιγότερο να στενοχωριούνται γιατί ούτε μια φορά δεν του ’χε περάσει απ’ το μυαλό η ιδέα πως κάποιος θα ’παιρνε ένα τέτοιο τυχαίο γεγονός σαν εξουσιοδότηση ή άδεια να περιφρονεί τους άλλους, τους όποιους άλλους. Έτσι σχεδόν δεν είχε ακούσει για ένα τέτοιο κόσμο μέχρι που έπεσε σ’ αυτόν.