τις γέμισα με κατσαρολικά, κουζινομάχαιρα και ράφια,
ντουλάπια και μεταξωτά, αμέτρητα αγαθά.
Μαγείρευα για τα σκουλήκια και τα ξωτικά.
Γκρίνιαζα, έβαζα τα πάντα πάλι σε σειρά.
Μια τέτοια γυναίκα την παρεξηγούν.
Έχω υπάρξει ον του είδους της
Το είδος της [Προς το Μπέντλαμ και εν μέρει προς τα πίσω, 1960] (απόσπασμα)
Δεν ήξερα ότι είχα οποιοδήποτε δημιουργικό βάθος. Ήμουν θύμα του Αμερικανικού Ονείρου. Προσπαθούσα όσο πιο αναθεματισμένα μπορούσα να κάνω μια συμβατική ζωή γιατί έτσι είχα ανατραφεί. Όμως δεν μπορείς να χτίζεις μικρούς λευκούς φράχτες για να κρατήσεις έξω τους εφιάλτες.
Η Άνν Σέξτον (1928-1974) ξεκίνησε να γράφει στα τριάντα της. Μέχρι τότε το μόνο που ήξερε ήταν να μαγειρεύει και ν’ αλλάζει πάνες στα μωρά της. Η επιφάνεια ράγισε στα 28 της: υπέστη νευρικό κλονισμό κι αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Ένα βράδυ είδε στη βοστωνέζικη εκπαιδευτική τηλεόραση μια εκπομπή για τα σονέτα – θα μπορούσα να το κάνω κι εγώ αυτό, σκέφτηκε. Ο γιατρός της τής είπε πως τα ποιήματά της μπορεί να σημαίνουν κάτι για κάποιον άλλο κάποια μέρα. Κι αυτό της έδωσε ένα μικρό σκοπό και μια αναβολή νέας αυτοκτονίας. Στην ψυχιατρική κλινική ανακάλυψε πως υπήρχαν κι άλλοι άνθρωποι σαν εκείνη κι ένιωσε πιο αληθινή και «υγιής». Είπε μέσα της: αυτοί είναι οι άνθρωποί μου. Φράση που είπε για δεύτερη φορά όταν ανακάλυψε πως ανήκει, πλέον, στους ποιητές
Μερικές γυναίκες παντρεύονται σπίτια.
Το σπίτι είναι ένα άλλο είδος δέρματος. Έχει καρδιά,
στόμα, συκώτι και συσπάσεις των εντέρων.
Οι τοίχοι είναι σταθεροί και ροζ.
Όλη τη μέρα είναι στο πόδι
να καθαρίζει με προσήλωση.
Ο άντρας με τη βία εισβάλλει και σαν τον Ιωνά
η μάνα του από σάρκα τον ρουφάει.
Μια γυναίκα είναι η δική της μάνα.
Νοικοκυρά [Όλοι οι ακριβοί μου, 1962] (απόσπασμα)
Η Σέξτον άρχισε το βαθύ σκάψιμο στις επώδυνες εμπειρίες της (από τις σαδομαζοχιστικές παιδικές μνήμες και τον τρόμο των ενοχών τους μέχρι τον πανικό της μητρότητας). Συχνά κατανοούσε μέσα σ’ ένα ποίημα κάτι που δεν είχε αφομοιώσει στη ζωή της. Κάτι που μπορεί στην πραγματικότητα να το απέκρυπτε απ’ τον ίδιο της τον εαυτό αλλά ταυτόχρονα το αποκάλυπτε στους αναγνώστες. Με το ένα χέρι ανέσυρα σκατά και με το άλλο χέρι τα σκέπαζα με άμμο. Μερικές φορές ένιωθα σαν ρεπόρτερ που κάνει έρευνα για τον εαυτό του. Ναι, χρειαζόταν θάρρος, αλλά ως συγγραφέας πρέπει να παίρνεις το ρίσκο να γελοιοποιηθείς…
Οι δημόσιες αναγνώσεις της έμειναν αξέχαστες. Καθόταν στο κέντρο του αμφιθεάτρου, έβγαζε τα παπούτσια της, άναβε ένα τσιγάρο και ξεκινούσε, ενώ το κοινό μαγνητιζόταν από την εκθαμβωτική της εμφάνιση, την δραματική της ανάγνωση, τους επιδραστικούς της στίχους. Μεταμορφώνεσαι σε ερμηνευτή, οι αναγνώσεις σου παίρνουν πολλά, είναι μια αναβίωση των εμπειριών σου. Είμαι μια ηθοποιός στο δικό μου αυτοβιογραφικό θεατρικό έργο. Κάποτε έγραψε στον Σολ Μπέλοου, συγκλονισμένη κάποτε από μια φράση του στον Χέντερσον του «Σάπιζα κι ήμουν ακόμα παιδί» κι εκείνος της απάντησε με φράση από τον Χέρτσογκ του: «Μην κλαις, βλάκα, ζήσε η πέθανε, αλλά μη δηλητηριάζεις τα πάντα». Η φράση έγινε οδηγός της.
Στα έξι μου
ζούσα σ’ ένα νεκροταφείο γεμάτο κούκλες,
αποφεύγοντας τον εαυτό μου,
το σώμα μου, αυτό τον ύποπτο
στο αλλόκοτο σπίτι του.[…]
Θα μιλήσω για τους βραδινούς εξευτελισμούς όταν με ξέντυνε η Μητέρα,
για τη ζωή της μέρας, κλειδωμένη στο δωμάτιό μου-
όντας η ανεπιθύμητη, το λάθος
που χρησιμοποίησε η Μητέρα για να αποτρέψει τον Πατέρα
απ’ το διαζύγιο. […]
Στεκόμουν εκεί ήσυχα,
κρύβοντας το μικρό μου μεγαλείο.
Δεν αναρωτιόμουν για την πύλη της ντουλάπας.
Δεν αναρωτιόμουν για το τελετουργικό του ύπνου
όταν, στα ψυχρά πλακάκια του μπάνιου,
με ξάπλωναν καθημερινά
για να μ’ εξετάσουν για ψεγάδια.
Εκείνες τις εποχές… [Ζήσε ή πέθανε, 1966] (απόσπασμα)
Δεν υπήρχαν ποτέ χαρούμενες μνήμες; Ναι, τότε που μαζί με την Σίλβια Πλαθ και τον (ποιητή και εραστή της) Τζορτζ Στάρμπακ παρακολουθούσαν τα μαθήματα του Ρόμπερτ Λόουελ (που της δίδαξε όχι πώς να γράφει αλλά τι να αφαιρεί) και μετά το μάθημα ανέβαιναν κι οι τρεις στο μπροστινό κάθισμα της παλιάς της Φορντ και πήγαινα στο ξενοδοχείο Ritz, παρκάροντας παράνομα στην Ζώνη Φόρτωσης, λέγοντας, «κι εμείς να φορτώσουμε ήρθαμε». Με την Πλαθ μοιραζόταν πολλές κουβέντες περί θανάτου και αυτοκτονίας, το θέμα τις τραβούσε «σαν έντομα σε ηλεκτρικό γλόμπο». Εκείνη της διηγούνταν την ιστορία της πρώτης της απόπειρας «με γλυκές και τρυφερές λεπτομέρειες», που ταυτίζονταν με τις περιγραφές του Γυάλινου Κώδωνα. Λες και ο θάνατος μας καθιστούσε λίγο πιο υπαρκτούς εκείνη τη στιγμή. Όπως άλλωστε αναφέρει η Σέξτον, οι δυο ποιήτριες αλληλοεπηρεάστηκαν: η Πλαθ εν ζωή από εκείνη, εκείνη από την Πλαθ μετά την αυτοκτονία της και το Άριελ.
Το να μ’ αγαπάς όταν δε φορώ παπούτσια
σημαίνει ότι αγαπάς τα μακριά ηλιοκαμένα μου πόδια,
τα γλυκά μου, καλά και χρήσιμα σαν κουτάλια.
Και τις πατούσες μου, αυτά τα δυο παιδιά
που τ’ άφησαν να βγουν να παίξουνε γυμνά. [...]
Τα κύματα είναι ναρκωτικό, φωνάζουν
υπάρχω, υπάρχω, υπάρχω,
όλη τη νύχτα. Ξυπόλητη
παίζω ταμπούρλο πάνω κάτω στην πλάτη σου.
Το πρωί τρέχω από πόρτα σε πόρτα
του ξυλόσπιτου παίζοντας κυνηγητό.
Τώρα με αρπάζεις από τους αστραγάλους.
Τώρα ανεβαίνεις προς τα πόδια
και έρχεσαι να με καρφώσεις στο σημείο της πείνας μου.
Ξυπόλητη [Ερωτικά ποιήματα, 1969] (απόσπασμα)
Είμαι στα δύο κομμένη
αλλά θα με νικήσω.
Θα ξεθάψω την περηφάνια μου.
Θα πάρω το ψαλίδι
και θα κόψω τη ζητιάνα.
Θα πάρω το λοστό
και θα ξεσφηνώσω τα σπασμένα
κομμάτια του Θεού από μέσα μου.
Σαν ένα παζλ
θα τον συναρμολογήσω πάλι
με την υπομονή ενός σκακιστή.
Εμφύλιος πόλεμος [Η φριχτή κωπηλασία προς τον Θεό] (1975)
Η νεαρή νοικοκυρά, η προβληματική μητέρα με την υποτυπώδη μόρφωση ήταν πάντα διχασμένη σ’ έναν εσωτερικό πόλεμο ανάμεσα στους αντίθετους ρόλους του γονέα (που πάντα της προκαλούσε πανικό) και του παιδιού (που ήθελε να παραμείνει – ρόλο που ενίσχυε με τον άντρα της, ζητώντας του να της πει πριν κοιμηθεί πως ήταν «καλό κορίτσι»). Οριακά καθορισμένη από μια οικογένεια εχθρική (η μητέρα της, με αυτοκτονικές δοκιμές κι εκείνη, ήταν ιδιαίτερα επικριτική στα ποιήματά της – κάτι που σταμάτησε την πένα της μικρής Σέξτον για 15 χρόνια), μια δεύτερη συζυγική οικογένεια που επίσης δεν την αποδέχτηκε ποτέ, τον δεύτερο ψυχίατρό της (έναν ακόμα που «τίμησε» την ιδιότητά του συνάπτοντας σχέσεις μαζί της, εξωσυζυγικές φυσικά), κι έναν πανιδιαίτερο ψυχισμό – όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στην εκτενή εισαγωγή της η μεταφράστρια, η ανάγκη της για αποδοχή και αγάπη έμοιαζε με χοάνη που δεν γέμιζε ποτέ.
Αλλά προφανώς υπήρχε κάτι πέρα και πάνω απ’ όλα αυτά, που οδηγούσε σε τόσες αυτοκτονικές τάσεις και απόπειρες, στις δεκάδες ψυχιατρικές νοσηλείες, κρίσεις πανικού, τα βαρβιτουρικά και το ξυράφι που υπήρχαν μόνιμα στη τσάντα της. Αν οποιοδήποτε ποίημα είναι υπεράνω οποιασδήποτε ανάλυσης, παρουσίασης, υπερθεματισμού ή κριτικής (προσωπική άποψη, γι’ αυτό και σε τούτο το Πανδοχείο δεν σχολιάζουμε ποτέ Ποίηση), τα δικά της ποιήματα από τις 8 εν ζωή ποιητικές της συλλογές επαληθεύουν την αγαπημένη της καφκική φράση: Κάθε βιβλίο πρέπει να λειτουργεί σαν τσεκούρι στην παγωμένη θάλασσα μέσα μας. Στις 4-10-1974 μετά από μια επιτυχημένη δημόσια ανάγνωση κι ένα πανεπιστημιακό μάθημα γύρισε σπίτι, έβαλε τα κοσμήματά της, πήρε ένα ποτήρι βότκα, πήγε στο γκαράζ, μπήκε στο αυτοκίνητο κι έβαλε μουσική. Δεν άφησε κανένα σημείωμα.
Όταν δουλεύω ένα ποίημα αναζητώ την αλήθεια. Μπορεί να είναι η ποιητική αλήθεια, που δεν είναι απαραίτητα αυτοβιογραφική ούτε αντικειμενική. // Ένα ποίημα πρέπει να κάνει τους ανθρώπους να δρουν.
Εκδ. Printa [Ποίηση για πάντα], 2010, εισαγ. – μτφ. Δήμητρα Σταυρίδου, 375 σελ., με 20σέλιδη εισαγωγή και 11σέλιδες σημειώσεις της μεταφράστριας στα ποιήματα και τη συνομιλία, καθώς και ενδεικτική βιβλιογραφία. Η μτφ. βασίστηκε στην έκδοση Anne Sexton, The Complete Poems (1999).
Τώρα, όλοι εμείς οι καταραμένοι που εκπέσαμε μετά
με τα διαβολικά μας στόματα και τα ανήσυχά μας μάτια
πρόωρα πεθαίνουμε
όμως δεν πάμε σε παράδεισο ή κόλαση
μα μας τοποθετούν στο «Άστρο του Αρουραίου» […]
Μας τοποθετούν εκεί πλάι στους τρεις ληστές
γιατί και οι ταπεινότεροι από εμάς
αξίζουμε να χαμογελάμε στην αιωνιότητα
σαν μια φέτα καρπούζι.
Οι αρουραίοι δε ζουν σε κάποιο αστέρι του κακού [Τα σημειωματάρια του θανάτου, 1974] (απόσπασμα)