Τρώγω λίγο για δείπνο μπρος στο παραθύρι
καθισμένος, με φως απ’ το δρόμο. Σκοτάδι
στο δωμάτιο·από ’κεί κοιτάς τον ουρανό έξω.
Άμα βγεις, δρόμοι σε βγάζουν ήσυχοι πέρα,
μετά από λίγο, στην απλωσιά τη γενναία τής
εξοχής. Τρώγω και κοιτάω τον ουρανό –ποιος
ξέρει πόσες γυναίκες την ώρα αυτή τρώνε; –
το κορμί μου, γαλήνιο, προσμένει· η εργασία
το ξεκάνει το σώμα, όπως και τις γυναίκες.
Μετά το δείπνο θα ρθούν τ’ αστέρια ν’ αγγίξουν
στον μεγάλο τον λόγγο το χώμα. Τ’ αστέρια
είν’ εκεί, ζωντανά – περισσότερο, πάντως,
μετράω εγώ τα κεράσια που μόνος μου τρώγω.
Βλέπω τον ουρανό, και ξέρω ότι στις στέγες
εκεί ανάμεσα, τις πορφυρές, φέγγει κάποιο
φως, κι από κάτω ψίθυροι κόβουνε βόλτες.
Μια γερή ρουφηξιά και το σώμα μου γεύεται
τη ζωή των φυτών και των νερών, κουρασμένο
απ’ όλα. Μια σταλιά σιωπή φτάνει, τα πάντα
μεμιάς να σταματήσουν, στον τόπο τον ένα,
τον σωστό, όπως είναι κι εμένα το σώμα
μεινεσμένο εκεί.
Τα πάντα λήγουν μπροστά σε
ό,τι νιώθω, και το δέχομαι ήρεμα: με τους
τριγμούς της σιωπής. Μες στο σκοτάδι μπορώ να
ξέρω τα πάντα, σαν όπως ξέρω πως το αίμα
κυλάει μέσα στις φλέβες μου. Οι λόγγοι έξω, πέρα,
είν’ μεγάλα νερά, μέσ’ από χόρτα που πάνε
σ’ ένα δείπνο ολωνών των πραγμάτων. Φυτά και
λίθοι ζουν εκεί ασάλευτοι. Ακούω τις τροφές να
ταΐζουν με ό,τι ζει στο λόγγο τις αρτηρίες μου.
Δε με μέλλει το βράδυ και η νύχτα. Η κορνίζα
του ουρανού μού μιλά σιωπηλά μ’ όλους τους ήχους,
κι ένα αστέρι μικρό σπαρταρά στο κενό της,
μακριά από φαγιά, από σπίτια. Δεν μπορεί μόνο·
έχει ανάγκη πολλές συντροφιές. Στο σκοτάδι
εδώ, μόνο του το σώμα μου είναι γαλήνιο,
τόσο που –κι αν θες, κι αν δε θες– νιώθει αφέντης.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής