Τώρα ποὺ ἡ νύχτα πύκνωσε καὶ γέρνει τὸ φεγγάρι
ποὺ ἕνα ἀγόρι ξαγρυπνάει γιὰ τὸ χατήρι σου,
ποὺ τὸ σκοτάδι ἡ γῆς φορεῖ κι ὁ οὐρανὸς τὴ χάρη,
ἔβγα φεγγαροπρόσωπη στὸ παραθύρι σου.
Ἔβγα καὶ γλυκοπότισε λουλούδια μαραμένα,
κι ἂν ἔχεις στάλα πονεσιὰ μὲς τὴν καρδούλα σου,
λυπήσου με, καὶ δόστηνα σὲ χείλη διψασμένα,
ν᾿ ἀναστηθῶ σὰ λούλουδο μὲ τὴ δροσούλα σου.
Ἡ θάλασσα τὴ γῆς φιλάει καὶ τὶς ἰτιὲς τ᾿ ἀγέρι,
κι ἐγὼ μονάχα δὲ φιλῶ τὰ δυὸ χειλάκια σου,
μὲ χίλια ἀστέρια ὁ οὐρανός, κι ἐγὼ χωρὶς ἀστέρι,
σκοτάδι ἡ γῆς, κι ἐγὼ χωρὶς τὰ δυὸ ματάκια σου!
Κατέβα καὶ περπάτησε, νεράιδα μὲς τὰ σκότη,
καὶ μίλησέ μου νὰ θαρρῶ πὼς ἀναστήθηκα,
πές μου τὰ λόγια τὰ γλυκὰ ποὺ πρωτολέει ἡ νιότη,
κι ἂς ἀποθάνω ἀκούγοντας πὼς ἀγαπήθηκα.