Οι ίντριγκες, οι πιέσεις και τα στοιχήματα, οι καταγγελίες για μεροληψία και μαγειρέματα. Ο λογοτεχνικός θεσμός που κλείνει εφέτος 81 χρόνια αποτύπωσε τις αισθητικές και κοινωνικές εξελίξεις της νεότερης Ελλάδας
Από αριστερά: Ο Βασίλης Βασιλικός αρνήθηκε, για πολιτικούς λόγους, το Α' Βραβείο διηγήματος το 1981. Την ίδια χρονιά ο ποιητής και μελετητής Νάσος Βαγενάς δεν αποδέχθηκε το Β’ Βραβείο κριτικής-δοκιμίου κρίνοντας ανεπαρκή την κριτική επιτροπή. Η Μάρω Δούκα δεν αποδέχθηκε το Β’ Βραβείο μυθιστορήματος για την «Πλωτή πόλη» το 1984. Τον Νικηφόρο Βρεττάκο τίμησαν οι κριτές με το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1940, το 1956 και το 1982. Τελευταίος που τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας το 2009 ήταν ο ποιητής Νάνος Βαλαωρίτης.Και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος αρνήθηκε εφέτος το ίδιο βραβείο. «Είμαι εναντίον της κάθε τιμητικής διάκρισης απ’ όπου και αν προέρχεται. Δεν υπάρχει πιο χυδαία φιλοδοξία από το να θέλουμε να ξεχωρίζουμε» έγραφε από το 1979
Η απονομή του Μεγάλου Βραβείου Λογοτεχνίας στον δηλωμένο αρνητή των βραβείων Ντίνο Χριστιανόπουλο κυριάρχησε στις συζητήσεις για τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας του 2011. Οφειλε να τον βολιδοσκοπήσει η επιτροπή προτού αποφασίσει; διερωτώνται ορισμένοι. Μην πάει χαμένο το βραβείο και το χρηματικό έπαθλο των 5.700 ευρώ...
«Θεωρήσαμε ανάρμοστο να μπούμε σε οποιαδήποτε διαδικασία συνδιαλλαγής» απάντησε όταν του θέσαμε το ερώτημα ο πρόεδρος της κριτικής επιτροπής Νίκος Δαββέτας. «Δεν απασχόλησε την κριτική επιτροπή αν ο βραβευθείς θα δεχόταν ή όχι το βραβείο αλλά αν η Πολιτεία όφειλε να τον τιμήσει - και η επιτροπή έκρινε ότι όφειλε. Στη διακριτική του ευχέρεια ήταν να το αποδεχθεί ή όχι και η αντίδρασή του είναι καλοδεχούμενη». Ψύχραιμη απόφαση μιας κριτικής επιτροπής η οποία έχει συγκεντρώσει την αποδοχή του λογοτεχνικού κόσμου, όπως και ο προοδευτικός νόμος του 2010 για τα Κρατικά Βραβεία, ο οποίος ενσωματώνει πάγια αιτήματα για εκσυγχρονισμό, διαφάνεια και αξιοπιστία.
Η συγκυρία ενδείκνυται για να προχωρήσουμε από την επικοινωνιακά αβανταδόρικη παραφιλολογία των βραβείων στη νηφάλια αποτίμηση της θέσης τους στη λογοτεχνική μας ιστορία. Οι ίντριγκες και οι πιέσεις, τα στοιχήματα, οι λογοτεχνικοί και εκδοτικοί διαγκωνισμοί δεν θα σταματήσουν. Παρά τις πύρινες καταγγελίες στο παρελθόν για μεροληψία και μαγειρέματα, πνεύμα συντεχνίας και πολιτικές σκοπιμότητες, συντηρητισμό και έλλειμμα κριτικής ευαισθησίας, ο θεσμός αποδεικνύεται ανθεκτικός και διατηρεί την αίγλη του: όσοι αρνήθηκαν τα βραβεία αριθμούνται ακριβώς στα δάχτυλα του ενός χεριού και στη διάρκεια της ιστορίας του πολλοί από τους σαρκαστικότερους επικριτές του κατέληξαν να τον υπηρετούν ως μέλη κριτικών επιτροπών.
Τρεις παράγοντες που δίνουν κύρος
Ο θεσμός γεννιέται - κατά σύμπτωση - την ίδια χρονιά με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Ξεχασμένη από το αρμόδιο υπουργείο Πολιτισμού αλλά και από πολλούς μελετητές είναι η πρώτη, προπολεμική, περίοδος των βραβείων, τα οποία θεσπίζονται το 1931 με νόμο που υπογράφει ο τότε υπουργός Παιδείας Γεώργιος Παπανδρέου. Οκτώ χρόνια μεσολαβούν ως την πρώτη απονομή το 1939. Για «περιπέτεια των λογοτεχνικών βραβείων» γράφει ο Πέτρος Χάρης στη «Νέα Εστία». Η πρώτη από πολλές... Επειτα ήρθαν ο πόλεμος και ο Εμφύλιος. Τα σχέδια της Πολιτείας για ενίσχυση των ελληνικών γραμμάτων μπήκαν στο συρτάρι. Τα βραβεία επανέρχονται το 1956 με υπουργική απόφαση του υπουργού Παιδείας Πέτρου Λεβαντή. Γεώργιος Ζώρας, Λίνος Πολίτης, Κ. Θ. Δημαράς, Βάσος Βαρίκας, Αλκης Θρύλος, Ανδρέας Καραντώνης, θρύλοι της νεοελληνικής κριτικής, απαρτίζουν την πρώτη επιτροπή. Δίνουν το Α' βραβείο ποίησης στον Νικηφόρο Βρεττάκο, αλλά δεν απονέμουν Α' Βραβείο για το μυθιστόρημα. Το Β΄Βραβείο δίνεται στον πρωτοεμφανιζόμενο Νίκο Κάσδαγλη για τα Δόντια της μυλόπετρας.
Το 1971, μεσούσης της δικτατορίας, ιδρύεται το υπουργείο Πολιτισμού και τα λογοτεχνικά βραβεία αλλάζουν στέγη. Τα τεκμήρια για την πορεία των βραβείων στον χρόνο είναι φτωχά. Στο υπουργείο Παιδείας και στα Γενικά Αρχεία του Κράτους δεν βρίσκονται αρχεία. Ενας μεταλλικός φοριαμός στη Διεύθυνση Γραμμάτων του υπουργείου Πολιτισμού περιέχει έγγραφα που αφορούν τα βραβεία μετά το 1971, ένα αρχείο ελλιπές, από το οποίο απουσιάζουν για πολλά έτη στοιχεία βασικά: συνθέσεις των επιτροπών, τελικές εισηγήσεις και κυρίως πρακτικά των συνεδριάσεών τους.
Το 1981 ο ποιητής και μελετητής Νάσος Βαγενάς δεν αποδέχθηκε το Β΄ Βραβείο δοκιμίου «διότι η επιτροπή δεν ήταν στο ύψος των κριτικών περιστάσεων». Κύρος σε μία βράβευση δίνουν τρεις παράγοντες, μας εξηγεί: «Η λογοτεχνική αξία του βραβευόμενου βιβλίου, η κριτική ικανότητα των βραβευόντων και η σοβαρότητα της εργασίας των μελών της κριτικής επιτροπής». Αδιαμφισβήτητοι μάρτυρες για την τρίτη παράμετρο είναι τα πρακτικά των συνεδριάσεων των επιτροπών.
Πρακτικά λιτά αλλά αποκαλυπτικά
Ανεπαρκή, λιτά και αποσπασματικά, τα διαθέσιμα πρακτικά της τελευταίας εικοσαετίας είναι παρ' όλα αυτά αποκαλυπτικά. Μαρτυρούν ποιοι κριτές συμμετέχουν και ποιοι απουσιάζουν, ποιοι εργάζονται συστηματικά, πώς τεκμηριώνουν τις προτάσεις τους. Για λόγους «αναφανδόν συναισθηματικούς» δίνει την ψήφο του σε τελική ψηφοφορία για το μυθιστόρημα καθ' όλα έγκριτος συγγραφέας και κριτικός. Λίγα χρόνια νωρίτερα καταξιωμένος πεζογράφος αρνείται να αιτιολογήσει τις επιλογές του γράφοντας σε επιστολή του ότι δεν χρειάζεται να δώσει εξετάσεις σε εκείνον που του ανέθεσε το έργο του κριτή. Νεοελληνιστές παραδίδουν κατάλογο των επιλογών τους συνοδευόμενο από μικρές πραγματείες για το είδος που κρίνουν. Επιμελείς κριτικοί παρουσιάζουν την εκδοτική παραγωγή τού υπό κρίσιν έτους με μεγάλη οξυδέρκεια συντάσσοντας μια σελίδα λογοτεχνικής ιστορίας.
Στη διάρκειά της η ιστορία των Κρατικών Βραβείων αποτυπώνει όχι μόνο τις αισθητικές εξελίξεις στη νεότερη Ελλάδα αλλά και τις κοινωνικές αλλαγές και τις πολιτικές περιπέτειες. Το υλικό στον Τύπο είναι άφθονο, σε αρκετές περιπτώσεις όμως η πρόσληψή τους γίνεται μέσα από ιδεολογικό πρίσμα. Για την αμερόληπτη αποτίμησή τους είναι απαραίτητο να ανασυνθέσουμε την ιστορία τους από τις πρωτογενείς πηγές, αρκεί να βρεθούν τα αρχεία... όσα δεν έχουν χαθεί ή δεν κατέληξαν στα σκουπίδια σε κάποια μετακόμιση ή δεν έχουν καταστραφεί, όπως εικάζεται, σε πρόσφατη πλημμύρα της αποθήκης του υπουργείου Πολιτισμού.
Από τις σελίδες της παλαιάς ιστορίας
Ενα πρασινόφαιο τετράδιο που στην ετικέτα του αναγράφει «Πρακτικά συσκέψεων επιτροπής βραβεύσεως λογοτεχνικών έργων» ανακάλυψε ο Παναγιώτης Νικητέας, συνταξιούχος υπάλληλος του υπουργείου Πολιτισμού, σε παλαιοβιβλιοπωλείο στο Μοναστηράκι. Το περιεχόμενό του μεταγράφει και σχολιάζει σε δημοσίευμά του στο «Μεσσηνιακό ημερολόγιο» (2011): πρόκειται για τα πρακτικά των συνεδριάσεων της επιτροπής από το 1938 ως το 1940 και φέρουν την υπογραφή των μελών της (Ξενόπουλου, Πρεβελάκη, Καμπάνη, Μαλακάση κ.ά.) και του προέδρου της Κωστή Μπαστιά. Το βραβείο ποίησης το 1939 παίρνει ο Αγγελος Σικελιανός, για το συνολικό ποιητικό έργο του. Το βραβείο πεζογραφίας μοιράζονται ο νεοεμφανιζόμενος Μενέλαος Λουντέμης για τα διηγήματα Τα πλοία δεν άραξαν, ο Κοσμάς Πολίτης για την καταξιωμένη στον χρόνο Eroica και η λησμονημένη σήμερα λογία του Μεσοπολέμου Ειρήνη η Αθηναία για τα πεζά της Σιωπηλά.
Με επιστολή στέλνει στην επιτροπή το 1940 τις διαφωνίες του για τις τελικές αποφάσεις ο Μάρκος Αυγέρης. Επρεπε, γράφει, να βραβευθεί στην ποίηση και η εξαιρετική Μελισσάνθη, μαζί με τη Μυρτιώτισσα και τον Τέλλο Αγρα. Ο κριτικός, ο οποίος ήταν μέλος της κριτικής επιτροπής, δεν μπόρεσε να παρασταθεί στην τελειωτική συνεδρίασή της διότι ο κλητήρας του υπουργείου δεν βρήκε το σπίτι του για να τον ειδοποιήσει!
Κουζέλη Λαμπρινή