Το χαμένο κέντρο - Ζήσιμος Λορεντζάτος

Όταν ο Σεφέρης δοκίμαζε, μια φορά, να μεταφράσει στα ελληνικά ορισμένα κομμάτια από τα Κουαρτέτα του Τ. S. Eliot (αρχίζοντας από τον τίτλο) διατυπωμένα, στο σπουδαιό­τερο μέρος τους, κατά την παράδοση της αφηρημένης ευρω­παϊκής φιλοσοφικής σκέψης ή του δυτικού σχολαστικισμού –από τα οποία κακά προστάτεψε, κατά κάποιο τρόπο, τη δική μας πνευματική παράδοση, υστέρα από την άλωση της Κωνσταντινούπολης, η παράλληλη περίοδο, όταν εμείς ζού­σαμε άβρετοι για τους σοφούς της Ευρώπης κάτω από το Ισλάμ– τα σχετικά προβλήματα που έκαναν το Σεφέρη να παραιτηθεί από το εγχείρημα ήταν, καθώς ομολογεί ταπεινά, “τέτοια που με ανάγκαζαν να ασκήσω μια υπερβολική βία στη γλώσσα μας, όπως τουλάχιστο την ξέρω και την αισθάνομαι εγώ.Εδώ με σταμάτησε το φάσμα του Σολωμού” (Θ. Σ. Έλιοτ, Η Έρημη Χώρα και αλλά ποιήματα, Εισαγωγή, σχό­λια, μετάφραση Γιώργου Σεφέρη, Αθήνα, 1949,σελ. 13).
Την αναφέρω την περικοπή για όσους νομίζουν πάντα πως ήταν δυστύχημα που εμείς απουσιάζαμε από την Ανα­γέννηση στην Ευρώπη ή πως δεν αποχτήσαμε, στο ομόλογο χρονικό διάστημα, φιλοσοφική γλώσσα, και για τούτο υστε­ρούμε πνευματικά και χρειάζεται, από τότε, διαρκώς να τρέχομε το κατόπι για να φτάσαμε τους Ευρωπαίους. Σα να με­τριόταν το πνεύμα με τα φιλοσοφικά λεξιλόγια ή με τη δει­νότητα στην αφηρημένη σκέψη και στη λογική (που τροφο­δότησε κυρίως τη λεγόμενη θετική επιστήμη και τις τεχνολο­γικές εφαρμογές της σε παγκόσμια κλίμακα). Και δεν κατα­λαβαίναμε πως η κρίση της Ευρώπης σήμερα ή ολόκληρου του πολιτισμού είναι, πρώτα από όλα, πνευματική ή μεταφυ­σική – το σπουδαιότερο πρόβλημα για το σημερινό κόσμο είναι να αποκαταστήσει τη χαμένη μεταφυσική επαφή του– και πως αν χρειάζεται, για τους δυτικούς, να πηδήξουν ή να περάσουν πάνω από τους τέσσερις ή πέντε τελευταίους αιώνες που μεσολάβησαν, από την Αναγέννηση και εδώθε, για να φτάσουν σε κάποιο πυρήνα μιας διασπασμένης παράδοσης πνευματικής, εμείς αντίθετα δεν έχομε παρά μόνο λίγο δρόμο να κάνομε ή σχεδόν καθόλου, για να βρούμε, κληρονομιά μας απείραχτη, την ολοζώντανη πνευματική παράδοση της Ανα­τολής.
Και δεν καταλαβαίναμε ακόμα, πως μέσα στην πνευμα­τική παράδοση μας ασκούμε “υπερβολική βία” θέλοντας να μπάσομε και καλά όσα δεν μπαίνουν, και πως ο οργανισμός της παράδοσης, όπως ένας φυσικός οργανισμός, παρουσιάζει την τάση να διώχνει από μέσα του κάθε σώμα ξένο.
[…]
Ο απολογισμός αυτός θα πρέπει ακόμα να ξέρομε πως δε χρειάζεται να σημαίνει καθόλου απομόνωση ή κλείσιμο από τον ξένο. Κανένας δεν υποστήριξε ποτέ σοβαρά την απο­μόνωση, απραγματοποίητη, άλλωστε, στον καιρό μας, όμως, και τα μικρά παιδιά το καταλαβαίνουν πως, αν και γνωρίστηκε ο ελληνισμός με τόπους μακρινούς ή διασταυρώθηκε στη μεγάλη πορεία του, με λαούς ή τρόπους –άστεα και νόον— και από τις τέσσερις γωνιές της γης, μολοτούτο πα­ράδοση για μας τους Έλληνες, χθες και σήμερον, δεν μπορεί να είναι ποτέ η συνισταμένη των συναντήσεων μας με τον έξω κόσμο. Μηδέ οι συναντήσεις αυτές μπορεί ποτέ να αποτελούν την ιδιότυπη πνευματική σφραγίδα μας, όπως φαντάζονται ίσως αρκετοί. Αλίμονο αν ήταν έτσι.
Η παράδοση θα πρέπει, το δίχως άλλο, να είναι κάτι πολύ βαθύτερο από αυτά τα εξωτερικά ή τα γεωγραφικά πε­ριστατικά. Και όχι μόνο αυτό. Άλλα και κάτι άλλο ακόμα. Όταν βεβαιωθούμε ή συλλάβαμε το βάθος αυτό – την παρά­δοση μας– τότε μόνο θα μπορέσομε να καταλάβομε και εκείνα που μας ενώνουν αληθινά με τους άλλους ανθρώπους ,κάτω από την πρόσκαιρη ένωση μαζί τους ή από τις σύγχρονες διηπειρωτικές επαφές της επιδερμίδας.
[…]
Θα έπρεπε στο σημείο τούτο να παρατηρήσομε πως η πρώτη πλάνη, που λέγαμε πως αρχίζει από την Αναγέννηση και εδώθε, μάς έχει διαποτίσει όλους, όσους τουλάχιστο ξέρομε γράμματα στην Ελλάδα, τόσο πολύ (και τον ίδιο το Σεφέ­ρη) –χωρίς να το καταλαβαίνομε– ώστε καμιά φορά να είναι σήμερα δύσκολο να ξέρομε πότε μιλάμε εμείς, όπως φανε­ρώνει το ακόλουθο απόσπασμα από το “Ημερολόγιο ενός ποιήματος” (Μάιος-Δεκέμβριος1946): «Η αττική τραγω­δία, υψηλότατη ποιητική εικόνα αυτού του κλειστού κόσμου που ολοένα πάει να πέσει μέσα στη μαύρη άβυσσο· που ολο­ένα αγωνίζεται να ζήσει και ν’ ανασάνει στη στενή χρυσή λου­ρίδα, εν τω μεταξύ, χωρίς ελπίδα να σωθεί από τον καταποντισμό. Αυτό κάνει την ανθρωπιά της».
Έχω φόβο μήπως η διανοητική γενεαλογία της “ανθρω­πιάς” αυτής δε βρίσκεται καθόλου στην αττική τραγωδία, αλλά στον ανθρωποκεντρισμό –το δικό της – που η Αναγέννηση τον πρόβαλε απάνω στην Ελλάδα, όταν άρχισε να την “απο­καλύπτει” στον κόσμο και να την «ερμηνεύει» για όλους τους άλλους, από την πρώτη ακόμα χαραυγή του λεγόμενου ανθρωπισμού (humanismus) μέχρι τη σημερινή διαβόητη «ανθρωπιά» (la dignité humaine)1 των δυτικών συγγραφέων ή των libres penseurs.Αύτη η «στενή χρυσή λουρίδα» του Σεφέρη δεν παραλλάζει σχεδόν καθόλου από το “die liebliche Grenze” –“Innerhalb der lieblichen Grenzen der schönen”– του Goethe. Θέλω να πω: ως επίγνωση και ερμη­νεία της πνευματικής ή της μεταφυσικής παράδοσης ολόκλη­ρου του αρχαίου κόσμου. Ο ίδιος ανθρωπιστικός απόλογος εξακολουθεί αδιάσπαστος από τον Πετράρχη ή τον Budé, για την Ευρώπη, μέχρι τον Wegner Jaeger.
Καθώς είπαμε, μοιάζει μερικές φορές σα να μην μπορούμε να ξέρομε αν όσα λέμε σήμερα εμείς οι Έλληνες ξεφεύγουν ή όχι από τη μεγάλη σκιά που ρίχνει απάνω μας ευθύς από την αρχή –1821– αυτή η διαποτιστική παραμόρφωση, αυτή η docta adulteratio, της Αναγέννησης.
Μέχρι τότε εμείς δεν είχαμε κανένα πρόβλημα σχετικό με τη διανομή της πανάρχαιας κληρονομιάς μας, είχαμε πε­ράσει “με καιρό και με κόπο” (Σολωμός), με αιώνες πολλούς συντήρηση και αξιοθαύμαστη σοφία ή σύνεση, από την ελλη­νική στη χριστιανική μορφή της παράδοσης μας, και οι ανοι­χτοί μας λογαριασμοί με τα μάρμαρα ή με τα αρχαία αγάλ­ματα είχαν κλείσει, ουσιαστικά, προτού κλείσει ο Ιουστινια­νός τις σχολές στην Αθήνα (529) και φύγουν οι τελευταίοι νεοπλατωνικοί στην Περσία. Η μια παράδοση είχε παραχω­ρήσει τη θέση της στην άλλην, είχε ζήσει κανονικά το θάνατο και πεθάνει τη ζωή της άλλης, καθώς λεει ο Ηράκλειτος, ζώντες τον εκείνων θάνατον, τον δε εκείνων βίον τεθνεώτες (fr. 62). Oι Έλληνες δεν είχαμε έλλειψη από παράδοση –δεν πρέπει, να ξεχνάμε πως εμείς δε γνωρίσαμε μήτε Ιερή Εξέ­ταση, μήτε Αναγέννηση, μήτε Μεταρρύθμιση – μηδέ η πα­ράδοσή μας πέρασε ποτέ από κρίση απέναντι στον εχθρό ή αμφιβολίες, όπως των Ευρωπαίων. Εμείς δε χρειαζόταν να δείχνομε προγονική νοσταλγία ή να κοιλοπονάμε διάφορες σκέ­ψεις γύρω από τα αρχαία αγάλματα, δεν αμφιβάλλαμε ποτέ για τη ζωντανή παράδοσή μας, αλλά απλούστατα ξέραμε πως είχαν και οι αρχαίοι, έναν καιρό, την πνευματική ή την μεταφυσική παράδοσή τους –τα όσια και τα ιερά τους– όπως τα δικά μας εμείς. «Τ’ αγάλματα είναι γερά [= Ιερά] πράγ­ματα» (Μακρυγιάννης, Β, 63). Εκείνο που προοριζόταν να ζήσει, από την ελληνική μορφή της παράδοσης, διαφυλάχτηκε ακέριο μέσα στη χριστιανική μορφή της παράδοσης, όπου και ζει μέχρι σήμερα – εν έτερα μορφή – γιατί αυτό που λέμε Ελλάδα ή ό,τι βιώσιμο πνευματικά περισώθηκε από την παράδοση της ελληνικής αρχαιότητας, δεν έζησε ποτέ – όπως πολλοί νομίζουν – και δε ζει, βέβαια, στο Schleiermacher, στο Shelley ή στην «Ωδή σε μια ελληνική υδρία» (“Οde on a Grecian Urn”), άλλα στο άδυτο της χριστιανικής πνευμα­τικότητας, όπως τη μετάδωσαν στους ορθόδοξους προγόνους μας οι Πατέρες της Ανατολής ή όσοι διατήρησαν απαρασάλευτη, μέσα από τόσους αμείλιχτους αιώνες, την ίδια ακριβώς μεταφυσική ή ιερή γεωγραφία, χτίζοντας συχνά τους ναούς των, ακόμα και με τα ίδια λιθάρια, ή στα ίδια μέρη όπου χτίστηκαν, μια φορά, οι σωπασμένοι ναοί (απέσβετο και λάλον ύδωρ) των αρχαίων Ελλήνων. Μοναχά ύστερα ή λίγο πριν από το 21 ––η Ευρώπη μας έβαλε να ψάχναμε κατά τη μεριά αυτή˙ τα δικά μας ζητήματα εμείς τα είχαμε λυμένα από δυο χιλιάδες σχεδόν χρόνια πριν– παρουσιάστηκαν και στην Ελ­λάδα κρούσματα παθολογικής νοσταλγίας για την αρχαία δό­ξα, προβλήματα ερειπίων, αντιθέσεις ή διάλογοι (στον τόπο αυτόν), με κύρια πρόσωπα “τ’ αρχαία μνημεία και τη σύγ­χρονη θλίψη” (Σεφέρης), ή και απόπειρες νεκρανάστασης θεα­ματικής. Και, πρώτη φορά, μόνο τώρα υστέρα από το 21, οι νέοι Έλληνες πάμε να κάνομε στην παράδοση μας μια και­νούρια, νόθη ή δίγνωμη –και πνευματικά αλλήθωρη– ιστο­ρική τοποθέτηση.
Φαίνεται, αλήθεια, σάμπως καμιά δύναμη να μην μπορεί να σβήσει την παραφθαρμένη εικόνα ή το τερατούργημα της Ελλάδας, το αποτυπωμένο μια για πάντα, υστέρα από την πρώτη διδάξασα, την Αλεξάντρεια, μέσα στους παραμορφω­τικούς καθρέφτες που μεταχειρίστηκε, για τη φτωχή πατρίδα μας – όσο αυθαίρετα άλλο τόσο και αυτάρεσκα – ο ανθρωπι­σμός της Αναγέννησης.

Ζήσιμος Λορεντζάτος, «Το χαμένο κέντρο (Για τον Σεφέρη)», Αθήνα 1961, στο Μελέτες, εκδ. Δόμος, T.1, Αθήνα 1994