Τὸ παλιό μας τὸ τραγούδι,
ποῦ τ᾿ ἀκούγαμε μαζί,
τώρα ποὺ χαθῆκαν ὅλα,
ποιὸς θὰ τό ῾λεγε νὰ ζεῖ!
Ἀπὸ τότε ποὺ ἡ καρδιά μου
σ᾿ ἔχασε παντοτινά,
δὲ τὸ πίστευα ποτέ μου,
γιὰ νὰ τ᾿ ἄκουγα ξανά...
Κι ὅμως νὰ ποὺ τ᾿ ἄλλο βράδυ
-μόλις νύχτωνε θαρρῶ-
μ᾿ ἕν᾿ ἀλλόκοτο φεγγάρι,
μακρινὸ καὶ καθαρό,
καθὼς γύριζα στὴ τύχη,
μόνος μέσ᾿ στὴ γειτονιά,
τὸ ξανάκουσα καὶ πάλι
καὶ στὴν ἴδια τη γωνιά!
Καὶ τὸ γνώρισα καὶ πάλι
τὸ τραγούδι π᾿ ἀγαπῶ
κι ἂς μὴν ἔμοιαζε καθόλου
στὸ παλιό του τὸ σκοπό.
Γιατὶ τώρα δὲ σκορποῦσε
τὸν καημό του τὸ βαθύ,
μὰ βογγοῦσε καὶ θρηνοῦσε,
μιὰ φωνὴ πού ῾χε χαθεῖ...
Πῶς μοῦ φάνηκε δὲ ξέρω,
καθὼς τ᾿ ἄκουγα ξανά,
μὰ ὅλα γύρω καὶ βαθιά μου,
γίναν ἔτσι σκοτεινά,
ποῦ δυνάμωσα τὸ βῆμα,
μεσ᾿ στὸ βράδυ τὸ πικρό,
μὲ χαμηλωμένα μάτια,
σὰ ν᾿ ἀπάντησα νεκρό...