Ο μόνος που μας θυμάται συχνά είν’ ο θάνατος. Ακούει τη μυστική μας επίκλησι, στο αργό ατελείωτο μέτρημα των ραθύμων στιγμών της βαρυθυμίας μας, την άφωνη εκ βαθέων ευχή μας, απάνω στον ταραγμένο ύπνο μας, κι έρχεται, παρηγορητής και γοργοεπήκοος, κομίζοντας τα υπέρτατα δώρα του τα γλυκόπιοτα δυνατά βάλσαμά του, που μας χαρίζουν ό,τι δεν μπορούν να μας χαρίσουν η βερονάλη και η χλωράλη ούτε κανένα ναρκωτικό ή παυσώδυνο... την τελειωτική, την υπέρτατη κάλμα... τη γλυκειά δροσοπαροχή λύτρωσι... Πόσες φορές δεν τον ονειρεύονται στον ύπνο του και στον ξύπνο, τα πολυβασανισμένα νευρόσπαστα των ψυχώσεων, στα τραγικά φωτεινά τους διαλείμματα, πόσες φορές δεν ονειρεύονται να τους χαμογελά, σα μια θαμπή ελπίδα γλυκοχαραυγής, ανάμεσα από την αχλύ και τον ζόφο, που τους σκεπάζει τα ταραγμένα τους λογικά...
Και ξέρουν πως το γλυκό τους όνειρο, η ελπίδα κι η γλυκαπαντοχή των βασανισμένων, αργά ή γρήγορα, θα στέρξη μια φορά. Είνε κι αυτό μια παρηγοριά, η μοναχή εδώ μέσα παρηγοριά μας... Όλοι κι αν μας ξεχάσουν, αυτός θα θυμηθή...
...................
Ο θάνατος, μεταξύ των ψυχοπαθών γενικώς είνε κάτι το συνηθισμένο! ― Σε 650 αρρώστους εναλλασσομένους κατά διετίαν και κατά μέσον όρον κατά το ήμισυ ―αρρώστους που υπόκεινται σε βίαιες κρίσεις, σε κεραυνοβόλους παροξυσμούς, σε θανάσιμες εγκεφαλικές συμφορήσεις― είνε φυσικό να υποκύπτουν στον αιφνίδιο αποδεκατισμό ή στην αργή φθορά της αρρώστειας, τουλάχιστον 100-150 το χρόνο. Τότε το μακρυνό, παρά την Αγίαν Βαρβάραν, νεκροταφείον του Δρομοκαϊτείου, που το χώμα του έχει σκεπάσει απ’ τους δικούς μας το Βιζυηνό, το Μητσάκη, και τόσους άλλους ακόμη, κι οπού είνε τόσο μικρό, ώστε κάθε δυο-τρία χρόνια να βγαίνουν οι παλαιότεροι σταυροί για να μπαίνουν οι νέοι, δέχεται τους επιταφίους ψαλμούς τού εκάστοτε παπά και του ψάλτη, και την πένθιμη και μικρή συνοδεία των νοσοκόμων. Τότε, το μικρό εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων ―που διακοσμείται τώρα με εικόνες και τοιχογραφικά ζωγραφήματα από την ζωγράφο κ. Κοντοπούλου και δι’ εξόδων της φιλοτέχνου κ. Καλλιόπης Γιαννίρη, που διαθέτει γι’ αυτό όλες τις εισπράξεις από τα καναρίνια που συντηρεί και διατρέφει εδώ, γίνεται θέατρο συνταρακτικής παραστάσεως, που και η σπαραξικάρδιος ανθρωποπάθεια του Αισχύλου ωχριά σχεδόν ενώπιον του απλού αλλά μεστού ελέους και τρόμου θεάματος... Εδώ οι κηδείες είνε σαν κρυφές και αγνοημένες από τον άλλο κόσμο. Τις ακολουθούν λίγοι ή ένα-δύο στενοί συγγενείς, και κάποτε και κανείς, όταν ο θάνατος είν’ αιφνίδιος ή βαρέθηκαν να ’ρθουν από την Αθήνα οι γνωστοί τού... αδόξου νεκρού... Εδώ, ο θάνατος φανερώνεται σε όλο το φρικτό μεγαλείο του ―σαν καγχασμός μαζύ και σαν θρήνος... Εδώ ακούμε την συνταρακτική ευφράδειαν των νεκρωσίμων ψαλμών, σαν πουλιά που τραγουδάνε στο πεύκο, και στην ψυχή μας την τέφρινη, την ελπίδα μιας ανεύρετης χαράς... «Ο πηλός μεμελάνωται· το σκεύος ερράγη· άρτι λύεται η πονηρά του βίου πανήγυρις...» Και η αυλαία πέφτει στην πρασινάδα και στην τέφρα μαζύ... Τι μένει;... Ούτε χαραμάδα.
Η ζωή μου εις το Δρομοκαΐτειον και άλλα αυτοβιογραφικά. Εκδόσεις Καστανιώτη, 2007