Η παράδοξη αυτοβιογραφία μου [4] - Ρώμος Φιλύρας

Είχαν μαζευτή τέλος πάντων, στην εποχή της νειότης μου, από την Κόρινθον ώς το Ντερβένι, προ πάντων στο Κιάτο και στο Ξυλόκαστρο, όλοι οι αυτοκρατορικοί, βασιλικοί, μαρκησιακοί, πριγκηπικοί, δουκικοί, κομητικοί και μπέικοι και πασαλίδικοι, Τουρκικής κι Αλβανικής και Μαυριτανικής καταγωγής, κι αριστοκρατικοί ή αρχοντικοί γόνοι, σε αυτά τα δυο μικρά μέρη, φερτοί κι απ’ τη Βοστίτσα, το Καμάρι, τ’ Αρφαρά, την Πάτρα, τον Πύργο, τη Μεσσηνία, την Τρίπολι, τη Σπάρτη, τη Μάνη!!! κ.λ.π.
Κι ο δυνατότερης, κρυμμένης καταγωγής κι αυθεντικώτερης, ήμουν εγώ, που δεν ανέβηκ’ ακόμα σε θρόνο, διάδοχος με τα μεγαλύτερα σύγχρονα δικαιώματα σε τόσα έθνη απ’ τις δυναστείες τους, «ινκόγνιτος» αφημένος να ωριμάση σε αστική οικογένεια, να εκπαιδευθή ελληνόπρεπα κι όχι μαλθακά να βασανιστή, να υποφέρη, αντίθετα προς τους πριγκηπάκηδες τους μαμμόθρεφτους...
Τώρα ξεπέσαν τα τυπικά μεγαλεία κι οι θρόνοι, και το μεγαλείο της εργασίας και της αξίας κυβερνά δικαιότερα τον κόσμο, το γνήσιο μεγαλείο του αίματος ριχτό μέσ’ στην πάλη, όπου δε μπορεί παρά να διακριθή, αφού αίμα δυνατό είν’ αυτό, επομένως πνεύμα, ικανότης, μεγαλείο ψυχής που λάμπει κι αστράφτει όπου και να βρεθή, γιατί ο κόσμος κι η ζωή κι η βιοπάλη είν’ ίδια, όπου κι αν βρίσκεται κανείς, στα παλάτια ή στα καλύβια...
Στις «βεγκέρες» μ’ έπαιρναν συχνά οι γονείς μου μαζύ, όταν δεν ήμουν κουρασμένος ή δεν είχα να διαβάσω. Αλλά πολλές φορές, ενώ συζητούσαν οι άλλοι στη αυλή ενός σπιτιού, μετά το δείπνο, εμένα, που δεν ήμουν πολύ συζητητικός μ’ έπαιρνε ο ύπνος. Τότε ο μακαρίτης ο νονός μου, ο Λούκουλλος εκείνος Βασίλειος Παμπούκης, απ’ την Ακράτα, γυιός ελληνιστού, μου φώναζε, διακόπτων το υπνηλό νύσταγμά μου. Φταίω γω Γιαγκάση, που ’σαι υπναράς. Μ’ έλεγε «Γιαγκάση», ίσως για τα πείσματά μου τα νευρικά, για τις ιδιοτροπίες μου, επεκτείνων την κατάληξιν του «Γιάγκος», αντί Γιάννης.
Κι όμως ήμουν καλός. Το ζάλισμα απ’ την υπεραιμία μου, μου ’φερνε την πλήξι και τη μελαγχολία. Γι’ αυτό, όταν δε μπορούσα να κοιμηθώ, μου δίναν ναρκωτικά και τότε συνέβαιναν κι οι βέβαια ενεργητικές ή μυστικές, αλλά πάντως και περίεργες ερωτικές συντηχιές κατά την ώρα του υπνοναρκωμού, του αποκαρώματος, που επί τόσα χρόνια αγνοούσα εξ ολοκλήρου. Αν είχα το κέφι ν’ αναμνησθώ τι συνέβαινε, έπρεπε να μείνω σε έκστασι ολόκληρες ώρες, από ηδυπάθεια παθολογική: Αλλά με φτάνει που βρίσκω τις εποχές, από την ηλικία των «ναρκωτικών παιδιών μου», όπως τα λέω, όταν τα ρωτάω: Τα ναρκωτικά εξηκολούθησαν σποραδικά στη ζωή μου συχνά ώς το 1921, αραιότερα από τότε ώς τώρα...
Ό,τι με φλόγιζε περισσότερο στην παιδική, την εφηβική μου ηλικία και τώρα και πάντα, ήταν η προσήλωσι στη ρυθμική και στην έμμετρη δημιουργική εργασία: Το να γράφω ποιήματα, το να ριμάρω στίχους, ήταν, είνε και θα είνε ο μοναδικός στη ζωή μου προορισμός, η μόνη μου κατεύθυνσις και φιλοδοξία. Όταν ήμουν πιο μικρός, σε στιγμές ανόητες σκέψεως, έλεγα: 
― Αν δεν γίνω εντός τριών ετών μεγάλος ποιητής, θ’ αυτοκτονήσω!
Πολλοί καλοθεληταί ή κοτσομπόληδες, μοχθηροί ή αντίζηλοι, όπως θέλετε, περιγελούσαν τότε αυτή μου την κουταμάρα, αποδίδοντες εις ερωτικά ή άλλα ελατήρια τον αφορισμό μου: Πατούσαν και πατούν στην πήττα, γιατί ποτέ δεν βρέθηκα ή πιστεύω να βρεθώ στη ζωή μου σε τόσο θολή ψυχολογική κατάστασι, ώστε να αισθανθώ την ανάγκη ν’ αφαιρέσω μόνος μου τη ζωή μου, εκτός αν βρεθώ πιεσμένος από δεινότατα περιστατικά και πάλι το αγαθό της ζωής θα ’χη αιώνιο για μένα το θέλγητρό του...
Φιλίες παιδικές του σχολείου και του παιχνιδιού, της αμπάριζας και της εκδρομής, είχα πολλές.
Έξη τάξεις τελείωσα στο λεγόμενο πλήρες Δημοτικό κι έμεινα δυο χρόνια στην έκτη, γιατί απερρίφθην στις εξετάσεις που ’δωσα για το σχολαρχείο, καθυστερήσας, όπως πάντα, στα Μαθηματικά, που δεν τα μελετούσα από φυσικήν αντιπάθεια, γιατί από μικρός δεν είχα καθόλου κλίσι σ’ αυτά. Δεν ήμουν ποτέ άνθρωπος των αριθμών και του υπολογισμού, ούτε τότε, ούτε και τώρα, ούτε ποτέ! Και όμως είνε ένα τόσο θετικό και δημιουργικό μάθημα, που μετανοώ τώρα γιατί δεν επεδόθην σ’ αυτό όταν ήταν ακόμη καιρός.
Ο πατέρας μου, σχολάρχης, Ελληνιστής και τεχνολόγος, χαιρόταν βέβαια που επεδιδόμην περισσότερο στα Ελληνικά, αλλά εθλιβόταν συγχρόνως που παραμελούσα ένα μάθημα τόσο πρακτικό, που θα συντελούσε και στο μέλλον στην επαγγελματικήν ανάδειξίν μου. Τότε εκτάκτως άρχισα ιδιαίτερα μαθήματα στα Γαλλικά. Επήρα μια χρηστομάθεια κι άρχισα να διαβάζω, οδηγούμενος απ’ τον αλησμόνητον εκείνον ευπατρίδη, τον ευγενή Χαράλαμπο Κανελλόπουλο, κτηματία του Κιάτου, μορφωμένον κύριο, άνθρωπο των γραμμάτων που έγραφε και στίχους, πατέρα του ήδη πρεσβευτού της Ελλάδος στο Βερολίνο, πρώην Υπάτου Αρμοστού στην Κωνσταντινούπολη και Υπουργού της Κυβερνήσεως του αειμνήστου Αρχηγού μου, Σωτηρίου Κροκιδά, του εξόχου πατριώτη, καθώς και της δεσποινίδος Ξιβερίας Κανελλοπούλου, της γνωστής και εκλεκτής ερασιτέχνιδος του θεάτρου.
Ο δημοδιδάσκαλος θείος μου, ο Δημήτρης, με τα ποιήματα που μου ’βαζε κι απήγγελλα στις εξετάσεις, όπως τον «Κανάρη» του Αχιλλέως Παράσχου, που να πούμε την αλήθεια δεν είνε κι απ’ τα χειρότερα του μακαρίτη φαμφαρονικού στιχοπλόκου, ο κυρ Χαράλαμπος Κανελλόπουλος, με την ποιητικότητά του και τα άρθρα του στην εφημερίδα «Εμπρός», την τόσο ακμάζουσα τότε ―ήταν πολύ φίλος και του μακαρίτου Καλαποθάκη― κι ο Βασίλης Μεντζελίδης ή Παπαβασιλείου, ο πρώην εισαγγελεύς τώρα, τότε ως φοιτητής, ποιητής μανιώδης, που μόλις είχεν εκδώσει την πρώτη και μοναδική του ποιητική συλλογή που επεγράφετο «Από τον κόσμον των ονείρων», μου έδωσαν, να πούμε, τα πρώτα κεντρίσματα, τα πρώτα μαθήματα στιχουργικής ανατροφής. Ας όψωνται, δεν το λέω με την καρδιά μου κι όμως θαν το ευχόμουνα, να ήμουν ολιγώτερο σπουδαίος ως ποιητής και περισσότερο πρακτικός. Και όμως ήταν φυσικό μου φαίνεται να γίνω του εμμέτρου λόγου μύστης. Για να ομολογήσω όμως την αλήθεια: Το μόνο ιδανικό της ζωής μου ήταν ανέκαθεν και είνε και θα είνε η ποίησις, η ποιητική δημιουργία, το ποίημα. Το έμμετρο έργο!... Πιστεύω πως δεν αξίζει τίποτ’ άλλο στον κόσμο περισσότερο από το ποίημα, πως όλα τα άλλα είνε πρόσκαιρα, εκτός απ’ την τέχνη, το έργο της τέχνης, ποίημα, εικόνα, μουσική, γλυπτικό έργο, αρχιτεκτόνημα, διακοσμητική, κέντημα κ.λ.π. Κι όμως, ο άνθρωπος, ενόσω ζη, όσο αριστοκρατικώτερη ψυχή αν είνε, τόσο υποφέρει οικονομικώς και ψυχικώς στην εποχή του, όσο φίνος είνε, τόσο πονάει ευκολώτερα για την αποτυχία στη ζωή του... Ζήτημα ιδιοσυγκρασίας όμως εις όλα τα πράγματα κι οι συνέπειές των...
Στου Μεντζελίδη λοιπόν το βιβλίο, το πρώτο στιχούργημα της συλλογής του άρχιζε ως εξής: 


Ο βορριάς έξω, ο κόσμος, μανίζει:
κι ό,τι εδώ κάτω αστήριχτο βρει
στης αβύσσου το βράχο το γκρεμίζει
αλλοί! σ’ όποιον στον κόσμο θαρρευτή.

Η ζωή μου εις το Δρομοκαΐτειον και άλλα αυτοβιογραφικά. Εκδόσεις Καστανιώτη, 2007