Υπάρχουν άνθρωποι για τους οποίους είναι δύσκολο να πεις κάτι που θα τους χαρακτήριζε με την μία και απολύτως· είναι οι άνθρωποι που συνήθως τους αποκαλούμε «συνηθισμένους», «πλειοψηφία», και οι οποίοι, πράγματι, συνιστούν την πλειοψηφία κάθε κοινωνίας.
Στα μυθιστορήματά τους και τις νουβέλες τους οι συγγραφείς προσπαθούν ως επί το πλείστον να πάρουν χαρακτηριστικούς τύπους της κοινωνίας και να τους παρουσιάσουν παραστατικά και καλλιτεχνικά, χαρακτήρες που συναντώνται εξαιρετικά σπάνια στην πραγματική ζωή και οι οποίοι είναι παρά ταύτα πιο πραγματικοί από την πραγματικότητα. [...]
Στα μυθιστορήματά τους και τις νουβέλες τους οι συγγραφείς προσπαθούν ως επί το πλείστον να πάρουν χαρακτηριστικούς τύπους της κοινωνίας και να τους παρουσιάσουν παραστατικά και καλλιτεχνικά, χαρακτήρες που συναντώνται εξαιρετικά σπάνια στην πραγματική ζωή και οι οποίοι είναι παρά ταύτα πιο πραγματικοί από την πραγματικότητα. [...]
[...] Κι’ ωστόσο, μολοντούτο, έχουμε απέναντί μας το εξής ερώτημα: τί να κάνει ο μυθιστοριογράφος με τους κανονικούς ανθρώπους, τους εντελώς «συνηθισμένους», και πώς να τους παρουσιάσεις στον αναγνώστη ώστε να είναι κάπως ενδιαφέροντες; Να τους παραλείψει εντελώς σε μιά ιστορίας είναι αδύνατον, διότι οι συνηθισμένοι άνθρωποι είναι σταθερά και κατά κύριο λόγο ο αναπόφευκτος συνδετικός κρίκος στα γεγονότα της ζωής· το να τους παραλείπαμε, θα σήμαινε ότι αποδυναμώνουμε την αληθοφάνεια. [...] Κατά την γνώμη μας, ο συγγραφέας οφείλει να αναζητά τις ενδιαφέρουσες και διδαχτικές εκδοχές ακόμη και μεταξύ των κοινότοπων.
Όταν για παράδειγμα, η καθαυτή ουσία των συνηθισμένων ανθρώπων συνίσταται ακριβώς στην αδιάλειπτη και απαράλλαχτη κανονικότητά τους, ή, ακόμη καλύτερα, όταν, παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες των προσώπων αυτών να βγούνε πάση θυσία από τον τροχό της κανονικότητας και της ρουτίνας, καταλήγουν τελικά να παραμένουν απαράλλαχτα και παντοτινά μιά ρουτίνα, τότε κάτι τέτοια πρόσωπα αποκτούν μέχρι κι’ ενός είδους ιδιαιτερότητα ως η κοινοτοπία που δεν θέλει με τίποτα να παραμείνει αυτό που είναι και θέλει πάση θυσία να γίνει πρωτοτυπία και αυτονομία μή διαθέτοντας τις παραμικρές δυνατότητες για αυτονομία.
Σ’ αυτή την κατηγορία των «συνηθισμένων» και «κανονικών» ανθρώπων συγκαταλέγονται κι’ ορισμένα πρόσωπα της αφήγησής μας [...]
Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει τίποτα πιο απογοητευτικό από το να είσαι, για παράδειγμα, πλούσιος, καλής οικογενείας, συμπαθητικής εμφάνισης, όχι κακής μόρφωσης, όχι χαζός, επιπλέον καλός, και την ίδια στιγμή να μην διαθέτεις κανένα ταλέντο, καμιά ιδιομορφία, καμιά παραξενιά, καμιά προσωπική άποψη, να είσαι ρητά και κατηγορηματικά «όπως όλοι».
Πλούτος υπάρχει, αλλά δεν είσαι και Ρότσιλντ· η οικογένεια είναι έντιμη αλλά δεν διακρίθηκε ποτέ για τίποτα· η μόρφωση δεν είναι κι’ άσχημη, αλλά δεν ξέρεις πώς να την χρησιμοποιήσεις· μυαλό υπάρχει, αλλά χωρίς δικές του ιδέες· καρδιά υπάρχει αλλά χωρίς μεγαλοψυχία, κ.λπ., κ.λπ., από όλες τις απόψεις.
Πλούτος υπάρχει, αλλά δεν είσαι και Ρότσιλντ· η οικογένεια είναι έντιμη αλλά δεν διακρίθηκε ποτέ για τίποτα· η μόρφωση δεν είναι κι’ άσχημη, αλλά δεν ξέρεις πώς να την χρησιμοποιήσεις· μυαλό υπάρχει, αλλά χωρίς δικές του ιδέες· καρδιά υπάρχει αλλά χωρίς μεγαλοψυχία, κ.λπ., κ.λπ., από όλες τις απόψεις.
Αυτοί οι άνθρωποι είναι στον κόσμο η συντριπτική πλειοψηφία κι’ ακόμη περισσότεροι από όσο νομίζουμε· χωρίζονται, όπως και όλοι οι άνθρωποι, σε δύο βασικές συνομοταξίες: κάποιοι είναι περιορισμένων δυνατοτήτων, κι’ άλλοι «πολύ εξυπνότεροι».
Οι πρώτοι είναι ευτυχισμένοι. Για έναν περιορισμένων δυνατοτήτων, ένα «συνηθισμένο» άνθρωπο δεν υπάρχει, επί παραδείγματι, τίποτα πιο εύκολο από το να φανταστεί τον εαυτό του ασυνήθιστο και πρωτότυπο και να ηδονιστεί μ’ αυτό χωρίς ταλαντεύσεις. Αρκούσε σε ορισμένες δεσποινίδες να κόψουν τα μαλλιά τους, να φορέσουν μπλε γυαλιά και να αυτοαποκληθούν μηδενίστριες, για να πειστούν αυτοστιγμεί ότι φορώντας τα γυαλιά απέκτησαν πάραυτα και δικές τους «πεποιθήσεις». Αρκούσε σε κάποιον άλλο να νιώσει μιά σταλίτσα ένα κάποιο πανανθρώπινο και γλυκό συναίσθημα, για να πειστεί πάραυτα ότι κανείς πια δεν αισθάνεται όπως αυτός, ότι στην γενικής εξέλιξη του κόσμου είναι ένας πρωτοπόρος. Αρκούσε σε άλλον να πάρει κατά λέξη κάποια ιδέα ή να διαβάσει μιά σελιδούλα ενός κατασκευάσματος χωρίς αρχή και τέλος, για να πιστέψει αμέσως ότι αυτές είναι «δικές του προσωπικές ιδέες» και γεννήθηκαν μέσα στο δικό του το μυαλό.
Η θρασύτητα της αφέλειας, αν μπορούμε να εκφραστούμε έτσι, γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις μέχρι και εντυπωσιακή· όλα αυτά είναι απίστευτα αλλά τα συναντάμε διαρκώς. Αυτή η θρασύτητα της αφέλειας, αυτή η μή αμφισβήτηση του βλάκα του εαυτού του και του ταλέντου του, έχει καταδειχτεί εξαιρετικά από τον Γκόγκολ στον εκπληκτικό χαρακτήρα του υπολοχαγού Πιραγκόφ [ήρωας της «Λεωφόρου Νιέφκι» του Γκόγκολ] [...]
Ο ήρωας της ιστορίας μας Γκαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς ανήκε σε άλλη κατηγορία· αυτός ανήκε στην κατηγορία των ανθρώπων «πολύ πιο έξυπνοι», αν κι’ όλος, από τα πόδια ως το κεφάλι, ήταν μολυσμένος από την επιθυμία της πρωτοτυπίας. Αυτή η κατηγορία όμως, όπως αναφέραμε πιο πάνω, είναι πολύ πιο άτυχη από την πρώτη.
Το θέμα είναι ότι ο έξυπνος «συνηθισμένος» άνθρωπος, ακόμη κι’ αν φαντάζεται που και που (και μπορεί και για όλη του τη ζωή) τον εαυτό του άνθρωπο ιδιοφυή και πολύ πρωτότυπο, διατηρεί στην καρδιά του το σκουλήκι της αμφιβολίας, που καμιά φορά οδηγεί τον έξυπνο άνθρωπο σε απόλυτη απόγνωση· κι’ αν υποτάσσεται σ’ αυτό, το κάνει δηλητηριασμένος από την καταπιεσμένη μέσα του ματαιοδοξία.
Βεβαίως, όπως και νά ’χει, πήραμε τα δύο άκρα: στην συντριπτική πλειοψηφία αυτής της κατηγορίας των έξυπνων ανθρώπων το πράγμα δεν εξελίσσεται τόσο τραγικά, όχι· απλώς, κάπου εκεί, προς την δύση των χρόνων φθείρεται το συκώτι, κατά το μάλλον και το ήττον, κι’ αυτό είναι όλο. Μολοντούτο, οι άνθρωποι αυτοί, προτού συμφιλιωθούν και υποταχθούν, καμιά φορά αταχτούν, από τα νιάτα τους μέχρι και την ηλικία της υποταγής, και πάντα από την επιθυμία να φανούν πρωτότυποι.
Μπορούμε μάλιστα να συναντήσουμε και περίεργες περιπτώσεις: από επιθυμία να είναι πρωτότυπος κάποιος έντιμος άνθρωπος μπορεί να προχωρήσει ακόμη και σε μία τιποτένια πράξη· συμβαίνει επίσης ορισμένοι από αυτούς του δύστυχους να είναί όχι μόνο έντιμοι, αλλά και καλόκαρδοι, οι στυλοβάτες της οικογένειας, να ταΐζουν και να συντηρούν με το μόχθο τους όχι μόνο τους οικείους τους αλλά και ξένους. Τί γίνεται τότε; Όλη τους τη ζωή δεν καταφέρνουν να ηρεμίσουν.
Αυτούς, δεν του καθησυχάζει και δεν τους παρηγορεί διόλου η σκέψη ότι έχουν εκπληρώσει τόσο καλά τις ανθρωπιστικές υποχρεώσεις τους· αντιθέτως, μάλιστα, αυτό τους θυμώνει: «Ορίστε, λοιπόν, σε τι σπατάλησα όλη μου τη ζωή, να τι μ’ έδεσε χειροπόδαρα, να τι μ’ εμπόδισε να ανακαλύψω την πυρίτιδα! Αν δεν υπήρχε αυτό, μπορεί να είχα ανακαλύψει είτε την Αμερική, είτε την πυρίτιδα, ανυπερθέτως —βέβαια δεν ξέρω ακριβώς τι, αλλά ανυπερθέτως θα είχα ανακαλύψει κάτι!»
Το χαρακτηριστικότερο όλων στους κυρίους αυτούς είναι πως πράγματι δεν μπορούν ποτέ και με κανέναν τρόπο να καταλάβουν τί ακριβώς είναι αυτό το οποίο είναι στα πρόθυρα να ανακαλύψουν: την πυρίτιδα ή την Αμερική. Αλλά το βάσανο, η λαχτάρα γι’ αυτό που πρέπει να ανακαλύψουν είναι, στ’ αλήθεια, τόση όση του Κολόμβου ή του Γαλιλαίου.
ΠΗΓΗ
ΠΗΓΗ