Ξενυχτάμε στην πλαγία του βουνού με τ' άστρα
με το αγέρι, τα έλατα, με τα μύρια φώτα
κάτω εκεί μακριά της πολιτείας,
με τ' ογρό της θάλασσας λάμπισμα και με όλες
τις κορφές περίγυρα των βουνών. Σωπαίνει
κουρασμένη η λάλα συντροφιά. Σωπαίνει
σα να περιμένει. Ξαφνικά
«Α!» γεμίσαν τ' άπληστα στόματα. Προβάλλει
πέρ' απ' τα σκοταδερά βάθια ένα φεγγάρι
ρέπιο και πυρό. Τι αργά που κινιέται... Κι' όπως
τον ουράνιο δρόμο του σιγαλά κερδίζει,
όμοια τη χλωμάδα του ξαναβρίσκει αγάλι.
Χαρωπά κι' ανίδεα γέλια ξεπετιώνται
κι' ο καθένας λόγι' απλά ρίχνει χαιρετώντας.
Άλλοι τ' ονομάζουνε του Χάρου το δρεπάνι
άλλοι τόξο του Έρωτα· όλ' άστοχα λόγια.
Κ' εγώ που άθελα σωπώ, βρίσκω την καρδιά μου
στο πυρό και ρέπιο αυτό μυστικό φεγγάρι.
(Άκαιρο τριαντάφυλλο, κάπου έχει μαδήσει.
Η πληγή του μαρασμού, σα ζωή και χάρος.)
Την καρδιά μου που κι' αυτή, κάθε που προβάλλει
στης αγάπης τον πλατύν ουρανό πυρώνει
ώσπου σιγαλά ναρθει στο μοιραίο της δρόμο
κ' ήσυχα την όψη της τη χλωμή να πάρει.
(Εσύ νάσαι στο γιαλό τάχ' αυτή την ώρα;)
Με τρελλαίνει ξαφνικά μια ιδέα: να πάρω
του καημού απλώνοντας μαγικά τα χέρια,
και να ρίξω στο γυαλό, στα ονειροδεμένα
μάτια σου μπροστά, πυρό το λειψό φεγγάρι.
Να το ιδής τα κύματα να το πανεφέρνουν
να το ιδείς πως σιγαλά όσο πάει χλωμιάζει
κι ολοένα πιο πολύ την πληγή του δείχνει,
καθώς φεύγει κ' έρχεται παίζοντας τη θλίψη,
να 'βλεπα αν θα σου 'φτανε η συλλογή να νιώσεις
πως κει κάτω σου 'στειλα την καρδιά μου απόψε.