Η γενιά των «μπήτνικ», οι δαίμονες της Αμερικανικής ποίησης

Κατερίνα Γκότση

«Τι ήτανε η γενιά των ‘Μπητ’;» ρωτήθηκε κάποτε ο Άλλεν Γκίνσμπεργκ (Allen Ginsberg). «Μια παρέα φίλων με τον ίδιο τρόπο σκέψης», απάντησε. Ή καλύτερα, μια ομάδα ανθρώπων οι οποίοι, χωρίς να λένε πολλά λόγια, ονειρεύτηκαν έναν άλλο κόσμο. Γεννήθηκαν όλοι στην Αμερική, σε μια εποχή που η χώρα ζούσε μέσα στην αφθονία, ανακάλυπτε την γοητεία του περιττού, έπεφτε στην παγίδα του «ό,τι επιθυμώ είναι απαραίτητο». Αυτή η παρέα πίστεψε ότι στις σύγχρονες κοινωνίες, όπου ο καταναλωτισμός έχει γίνει αρχή και κριτήριο ευζωίας, η ανακάλυψη μυαλών που μπορούν να ανθίσουν ακόμα και στις πέτρες είναι μια μορφή επανάστασης.
Το κίνημα, το οποίο άνθισε κατά την δεκαετία του 1950, εξέφραζε έναν τρόπο σκέψης που παρέπεμπε στην μποέμικη ζωή της Νέας Υόρκης και του Σαν Φρανσίσκο. Η κοινωνική του ατμόσφαιρα δημιούργησε έναν επαναστατικό τόνο απεξάρτησης από την κοινωνία και αφοσίωσης στην ιδέα της εθελούσιας φτώχειας ως πηγή φώτισης και χαράς. Την ίδια στιγμή που οι περισσότεροι Αμερικανοί μετανάστευαν με ενθουσιασμό στα προάστια, οι «Μπητ» (Beat), συνειδητά απαρνήθηκαν τον πλούτο και την αφθονία για έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής. Όταν οι νέοι άνθρωποι εκείνης της περιόδου ονειρεύονταν ένα καλό γάμο, παιδιά, αυτοκίνητο, ένα σπίτι στην εξοχή, εξόδους το Σαββατόβραδο και συγκεντρώσεις στο σπίτι του γείτονα για να μοιραστούν τη φυλακή της ανίας τους, αυτοί ονειρεύονταν ταξίδια σε τεχνητούς παραδείσους, ταξίδευαν χιλιάδες χιλιόμετρα και μελετούσαν το φαινόμενο που λέγεται ζωή. Γύρισαν την πλάτη στην ψευδαίσθηση και διαμαρτυρήθηκαν με τον τρόπο τους, γράφοντας στίχους ή ανακαλύπτοντας μελωδίες. Στην προσπάθεια τους να ξαναεφεύρουν τους εαυτούς τους, οι «Μπητ» εφηύραν μια νέα και ξεχωριστά Αμερικάνικη ποιητική γλώσσα.
Ο όρος «γενιά των Μπητ» δημιουργήθηκε από τον Τζακ Κερουάκ (Jack Kerouac) το 1948 σε μια συνομιλία του με τον μυθιστοριογράφο Κλέλλον Χόλμς (Clellon Holmes). Αυτή η φράση όμως έγινε γνωστή στο κοινό με το άρθρο που ο Χολμς έγραψε για τους Νιου Γιορκ Τάιμς (New York Τimes) στις 16 Νοεμβρίου 1952, με τίτλο «Αυτή είναι η γενιά των Μπητ». Παραταύτα, οι συγγραφείς που θα εκπροσωπούσαν αυτή την γενιά δεν δημοσίευσαν ποιήματά τους παρά αρκετά χρόνια αργότερα. Η λέξη «μπητ» δεν σήμαινε τίποτα περισσότερο από κακό, ή κατεστραμμένο, ή «ξοδεμένο», έννοιες που παρέπεμπαν σε ήττα, παραίτηση, απογοήτευση. Αυτό το συναίσθημα είναι που ο Κερουάκ εντοπίζει στον εαυτό του και στους φίλους του που ενηλικιώθηκαν κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά δεν μπορούσαν να «χωρέσουν» στην στολή του στρατιώτη ούτε στο κουστούμι του νέου, πολλά υποσχόμενου επιχειρηματία. Ήταν ηττημένοι γιατί δεν πίστευαν στις «κανονικές» δουλειές και έπρεπε να αγωνιστούν για την επιβίωση, ζώντας σε βρώμικα διαμερίσματα, κάνοντας ωτοστόπ σε όλη την χώρα αφού δεν μπορούσαν να μείνουν ακίνητοι χωρίς να βαρεθούν. Αλλά ο όρος «μπητ» έχει και μια δεύτερη σημασία: Αυτή του αγγελικού, του καθαγιασμένου, του ιερού (beatific). Ο Κερουάκ, ένας αφοσιωμένος καθολικός, εξήγησε πολλές φορές ότι περιγράφοντας την γενιά ως «μπητ», προσπαθούσε να συλλάβει την μυστική αγιότητα των κατατρεγμένων. Στην πραγματικότητα, αυτό είναι ίσως το πιο κεντρικό θέμα στην δουλειά του.
Στις 2 Απριλίου του 1958, αφού η «Τρέλα των Μπητ» είχε επηρεάσει ένα κύμα από αποξενωμένους νέους, ο αρθρογράφος Χερμπ Κάεν (Herb Caen) του Χρονικού του σαν Φρανσίσκο έγραψε μια στήλη στην οποία δημιούργησε τον όρο «Μπήτνικ» (Beatnik). Η κατάληξη «-νικ» θύμιζε λέξεις της καθομιλουμένης, αλλά στην πραγματικότητα ήταν δανεισμένη από τον «Σπούτνικ», τον δορυφόρο που μόλις είχε απογειωθεί από την Σοβιετική Ένωση, προκαλώντας φόβο στις καρδιές πολλών Αμερικανών που έτρεμαν τον κομμουνισμό.
Όπως οι Γάλλοι ιμπρεσιονιστές στο Παρίσι, οι συγγραφείς αυτοί ήταν μια μικρή παρέα φίλων που στην συνέχεια εξελίχθηκε σε λογοτεχνικό κίνημα. Ο Άλλεν Γκίνσμπεργκ και ο Γκάρυ Σνάιντερ (Garry Snyder) έγιναν πολύ γνωστοί ύστερα από αναγνώσεις ποιημάτων τους τον Οκτώβριο του 1955 στην «Σιξ Γκάλλερυ» (Six Gallery), μια μικρή πινακοθήκη σε ένα πρώην συνεργείο στο Σαν Φρανσίσκο. Ο Γκίνσμπεργκ έκλεψε την παράσταση ήταν 29 ετών, σχεδόν δεν είχε δημοσιεύσει τίποτα μέχρι τότε, ούτε είχε ποτέ συμμετάσχει σε αναγνώσεις ποίησης. Μόλις λίγες εβδομάδες νωρίτερα είχε γράψει το «Ουρλιαχτό» (Howl), ένα από τα πιο πρωτοποριακά έργα του, όπου επευφημούσε την ένδοξη ήττα προτιμώντας την από την απομόνωση και την καταστροφή. Μέχρι το τέλος της ανάγνωσης του ποιήματος, ο Γκίνσμπεργκ είχε ξεκινήσει την καριέρα του ως ποιητής. Μέχρι το επόμενο πρωί και οι πέντε ποιητές είχαν γίνει τοπικά γνωστοί. Τα έργα όλης της βραδιάς επαναλήφθηκαν αρκετές φορές μέσα στους επόμενους μήνες κάθε φορά σε ευρύτερο κοινό. Η σημασία της πρώτης αυτής ανάγνωσης είναι ότι καθιέρωσε αρκετούς από αυτούς τους νέους ποιητές, και κυρίως τον Γκίνσμπεργκ, στην ποιητική σκηνή του Σαν Φρανσίσκο. Αυτός έφερε τον Σνάιντερ σε επαφή με τον Τζακ Κερουάκ και τον Γουίλλιαμ Μπάροουζ (William Burroughs), τον οποίο είχε συναντήσει στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια στην Νέα Υόρκη στα μέσα της δεκαετίας του 1940. Από τότε όλοι παρέμειναν στενοί φίλοι, ενθαρρύνοντας o ένας τις ατομικές συγγραφικές προσπάθειες του άλλου για περισσότερα από δέκα χρόνια, πριν οι εκδότες πάρουν σοβαρά την δουλειά τους στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Στην λίστα των «μπητ» προστέθηκαν αργότερα κι άλλοι συγγραφείς όπως ο Γκρέγκορυ Κόρσο (Gregory Corso), ο Πήτερ Ορλόφσκυ (Peter Orlovsky), ο Νηλ Κασσάντυ (Neal Cassady), ο Λώρενς Φερλινγκέττι (Lawrence Ferlinghetti) και άλλοι.
Μεταξύ τους υπήρχε κάτι σαν υπόσχεση: Δεν τους αφορούσε ένα μέλλον με την ασφάλεια της σύνταξης, αλλά ένα μέλλον βασισμένο στην ελευθερία του «κάνω ό,τι επιθυμώ». Οι «μπήτνικς» δεν αγωνιούσαν για την γνώση, αλλά ήθελαν να καταπιούν μεγάλες δόσεις του κόσμου, ακόμη και αν οι φιλελεύθερες θέσεις τους για το σεξ και τα ναρκωτικά τάραζαν τα νερά της συντηρητικής Αμερικανικής κοινωνίας. Υπήρξαν μια ομάδα ταλαντούχων ανθρώπων οι οποίοι, προσπαθώντας να πιάσουν την ουσία και την έννοια του χρόνου, έπρεπε να αγγίξουν την υπερβολή, γνωρίζοντας από ένστικτο ότι το μόνο όπλο ενάντια στον χρόνο είναι η τέχνη και η πνευματικότητα. Έζησαν το ζενίθ και το ναδίρ της ανθρώπινης συμπεριφοράς, χωρίς να αφιερώσουν χρόνο σε ό,τι βρισκόταν ανάμεσα. Η βαθύτερη επιθυμία τους ήταν η ελευθερία και η ικανότητά τους να ζουν με έναν ρυθμό που σκοτώνει -στον οποίο, άλλωστε, ο πόλεμος τους είχε συνηθίσει. Όπως σημειώνει ο Χολμς, «αν και υπήρξαν μια γενιά των άκρων, οι «μπήτνικς» αποδίδουν τα του Καίσαρος τω Καίσαρει και τα του Θεού τω Θεώ».

ΠΗΓΗ