Παράπονα Φαντάρου - Γεώργιος Σουρής


Μὲς ᾿στὸ παλάτι γίνεται χορός,
κι᾿ ἐγὼ ἀπ᾿ ἔξω στέκομαι φρουρός.
Μιὰ ὥρα, τριγυρίζω ἐδῶ πέρα,
κι᾿ ἐγὼ θαρρῶ πὼς εἶμαι ὅλη ᾿μέρα.
Γιᾶ σᾶς ὁποὺ πηδᾶτε ῾στὸ χορό,
περνοῦνε καὶ οἱ ὥρες στὸ φτερό.
Γιὰ τὸ φτωχὸ φαντάρο ποὺ φυλάγει,
θαρρεῖς πὼς καὶ ἡ ὥρα πίσω ᾿πάγει.

Στὸν πόλεμο σὰν εἶσαι καὶ νὰ κρυώνῃς,
καθόλου δὲν σὲ μέλλει, δὲν θυμώνεις.
Μὰ νὰ χορεύῃ ὅλη ἡ Ἑλλάς,
καὶ σὺ μὲ τόσο κρύο νὰ φυλᾷς;

Ὄρσε λοιπὸν εἰς ὅλο τὸ ντουνιᾶ,
τὸν ἄδικο, τὸν ψεύτη, τὸν φονιᾶ.
Ἄλλος νὰ τρώῃ κόταις καὶ καπόνια,
καὶ νἄχῃ κάθε ᾿λίγο καὶ γαλόνια.

Καὶ ἄλλος μὲς στὴν νύκτα νὰ παγώνη,
χωρὶς νὰ πιῇ κρασὶ μισὸ γαλόνι!
Ἂς ἤμουν δυνατὸς σὰν τὸν Σαμψῶνα,
ν᾿ ἀγκάλιαζα ἐκείνη τὴν κολῶνα!

Νὰ γκρεμνισθοῦν κορώνες καὶ παλάτια,
κι᾿ εὐθὺς ἂς ἐγινόμουνα κομμάτια.
Χορεύετε καὶ πίνετε καὶ τρῶτε,
κομψοί μου γαλονάδες καὶ ἱππόται.

Καθόλου τὰ καλά σας δὲν ζηλεύω,
καὶ οὔτε νύφες πλούσιες γυρεύω.
Ἐγὼ μιὰ μόνο ἔχω συλλογή,
πότε θὲ νὰ φωνάξω -Ἀλλ... αγή!