Ισως η πλέον παράδοξη από τις ιδέες που εξέθρεψαν οι τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα είναι η ιδέα του «θανάτου του συγγραφέα». Σύμφωνα με την ιδέα αυτή, η οποία έγινε το έμβλημα των μεταμοντέρνων θεωριών της λογοτεχνίας, ο πραγματικός συγγραφέας ενός λογοτεχνικού έργου δεν είναι ο άνθρωπος που γράφει το έργο αλλά η ίδια η γραφή για την ακρίβεια, η Γλώσσα· η μεγάλη αυτή υπερβατική δύναμη, η οποία δημιούργησε τον κόσμο, η οποία είναι ο κόσμος, και έξω από την οποία δεν υπάρχει τίποτε. Ο άνθρωπος που γράφει ένα λογοτεχνικό έργο λέει η θεωρία αυτή δεν είναι παρά ένα απλό ενδιάμεσο, το οποίο διεκπεραιώνει την επιθυμία της Γλώσσας να ενσαρκώσει σε απτή δηλαδή σε γραπτή μορφή το υπερβατικό, το θεϊκό της πνεύμα. Και ακριβώς επειδή το πνεύμα αυτό είναι υπερβατικό, ο άνθρωπος που εκτελεί διά της γραφής τη λογοτεχνική επιθυμία της Γλώσσας χάνει τη φωνή του και την ταυτότητά του. Μεταβάλλεται σε ένα ουδέτερο «χέρι, αποκομμένο από οποιαδήποτε φωνή, φερόμενο από μια καθαρή κίνηση εγγραφής (και όχι έκφρασης)», ένα χέρι που «χαράσσει ένα πεδίο χωρίς προέλευση», ένα πεδίο το οποίο «δεν έχει άλλη προέλευση από την ίδια τη γλώσσα».
Αυτό το χέρι η Γλώσσα το παίρνει από το πλήθος των ανθρώπων που τη μιλούν και τη γράφουν ως γλώσσα. Το παίρνει κατά τύχη, δεν το διαλέγει. Κατά τούτο διαφέρει από την παλαιότερη υπερβατική δύναμη, που ήταν ο Θεός, την οποία έχει εκθρονίσει. Η σχέση της Γλώσσας με τον διεκπεραιωτή της λογοτεχνικής επιθυμίας της, με τον γραφέα (όπως πρέπει πλέον να αποκαλείται ο συγγραφέας), δεν είναι η ίδια με τη σχέση που συνέδεε παλαιότερα τον Θεό με τον εκλεκτό του (με τον Μωυσή, λ.χ.), τον οποίο ο Θεός επέλεγε γιατί έβλεπε ότι διέθετε κάποιες ιδιαίτερες ιδιότητες, που τον καθιστούσαν ικανό να μεταφέρει τη θεϊκή βούληση στους ανθρώπους. Και τούτο γιατί, διαφορετικά από τον Θεό, η Γλώσσα δεν ενδιαφέρεται για τους ανθρώπους, τους οποίους απλώς χρησιμοποιεί για να επαληθεύσει στον εαυτό της την υπερβατικότητά της.
Εξίσου παράδοξα με τη θεωρία αυτή φαίνονται ο τρόπος της διατύπωσής της και ένα μεγάλο μέρος από την πρόσληψή της, όταν σκεφτούμε ότι το ύφος των εισηγητών της είναι ένα ύφος κάθε άλλο παρά απρόσωπο θέλω να πω ιδιαίτερα εκφραστικό (αν όχι ναρκισσιστικό) και ότι οι άνθρωποι που διαπίστωσαν ότι ο συγγραφέας έχει πεθάνει θαυμάζονται από εκείνους τους οποίους έχουν πείσει για τον θάνατό του ως μεγάλοι συγγραφείς.
Είναι πράγματι η λογοτεχνική γραφή πεδίο ολοκληρωτικής επιβολής μιας δύναμης δεσποτικής και ανεξέλεγκτης, το πεδίο όπου εξαλείφεται κάθε ίχνος του προσώπου και της ταυτότητας του γράφοντος, δηλαδή κάθε προσπάθεια έκφρασης; Ή μήπως υπάρχει στο πεδίο αυτό ένα ασθενές σημείο, το οποίο ο συγγραφέας κατορθώνει να χειραγωγήσει και να χρησιμοποιήσει για να εκφραστεί; Στο ερώτημα αυτό θα πρέπει να απαντήσουν οι ειδικοί για την ακρίβεια, σήμερα, οι ειδικότεροι. Πιστεύω ότι αν ρωτήσουμε τους ποιητές, που έχουν γνώση του λογοτεχνικού φαινομένου εσωτερικότερη από εκείνη πολλών σημερινών θεωρητικών της λογοτεχνίας, θα μας απαντήσουν ότι δεν συμβαίνει το πρώτο.
Οσο και αν η γλώσσα έχει τις δικές της βουλές, όσο μεγάλο και αν είναι εκείνο το μέρος της γλώσσας του το οποίο ο ποιητής δεν μπορεί να ελέγξει, το μέρος της γλώσσας του το οποίο ο ποιητής μπορεί να ελέγξει είναι εκείνο που ανατάσσει και το μη ελέγξιμο μέρος της σε λόγο έκφρασης, δηλαδή σε ποιητικό λόγο. Το ελέγξιμο από τον ποιητή μέρος της γλώσσας του είναι εκείνο που καθορίζεται από τον χαρακτήρα της προφορικής του ομιλίας. Κανένα ποίημα δεν μπορεί να είναι πραγματικό ποίημα, αν δεν περιέχει τον χαρακτήρα της προφορικής ομιλίας του ποιητή, ο οποίος διαμορφώνεται από τον βαθύτερο εαυτό του ποιητή και ο οποίος διαμορφώνει την ποιητική φωνή του κειμένου του. Είναι αυτός ο χαρακτήρας που κάνει το ποίημα ποίημα. Διότι αυτός αποτελεί το πεδίο εγγραφής των στοιχείων της γλώσσας που το συνθέτουν. Αν η λογοτεχνική γραφή είναι «η καταστροφή κάθε φωνής, κάθε ταυτότητας», όπως μας λένε, αυτές οι φωνές και οι ταυτότητες δεν είναι των ποιητών που γράφουν το ποίημα αλλά των διακειμενικών στοιχείων που εγγράφονται στο πεδίο που περιγράψαμε. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για καταστροφή αλλά για μετασχηματισμό της ταυτότητας των εγγραφομένων στοιχείων σε ποιητικό λόγο· για έναν μεταβολισμό ο οποίος, ταυτόχρονα, διαμορφώνει επίσης τη φωνή του κειμένου σε ποιητική φωνή: σε έναν λόγο που αποτελεί την ακριβέστερη απεικόνιση της ευαισθησίας του ανθρώπου που το γράφει. Το ποιητικό κείμενο επιτρέπει στον άνθρωπο να αποτυπώσει και να διασώσει, περισσότερο απ' ό,τι με όποιον άλλο τρόπο, την ταυτότητά του. Η αποτύπωση αυτή, που είναι η πράξη της γέννησης του ποιητή, αποτελεί την προϋπόθεση για τη γέννηση του αναγνώστη. Αλλά γι' αυτό θα μιλήσουμε στην επόμενη επιφυλλίδα μας.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.