Η εμπορευματοποίηση της λογοτεχνίας

«Οφείλω να διαπιστώσω ότι βρίσκομαι εδώ στη χώρα μου και ότι, παρά τις προσπάθειές μου,δεν καταλαβαίνω γρι από τη γλώσσα που μιλάτε...».
Κάφκα, «Ο μεγάλος κολυμβητής».
Μισό αιώνα τώρα, από τη μεταπολεμική ως τη μεταμοντέρνα Ελλάδα, τα σχολεία μας ελλείψει κτιρίων δουλεύουν σε τετράωρη διπλή βάρδια, για να μοιρασθούν το έργο της μάθησης με μια θλιβερά καθοσιωμένη παραπαιδεία. Η σκέψη αυτή, σε συνδυασμό με τη στέργουσα διάθεση της κριτικής για την παραλογοτεχνία, οδηγεί στην αποκαρδίωση όποιον εννοεί να σκέφτεται το παρόν της ελληνικής κοινωνίας στην αναπόδραστη σχέση του με το μέλλον της.
Μια ρύθμιση σχετική με την ανέγερση σχολικών κτιρίων (και την οκτάωρη λειτουργία τους) θα καταργούσε μια για πάντα τον διαθέσιμο χρόνο και το χρήμα των Ελλήνων για την παραπαιδεία. Μακροπρόθεσμα, πιθανόν να ανέστρεφε και το ρεύμα της παραλογοτεχνίας που με ακάθεκτη φόρα τείνει να υποκαταστήσει τη λογοτεχνία της προ τηλεοράσεως εποχής, κοινώς τα γράμματα. Γιατί το θέμα δεν είναι μόνο αν τα σχολεία μας λειτουργούν ομαλά αλλά και ποια γράμματα θεραπεύουν.
Στα ημερολόγιά του ο Κάφκα αφιέρωσε κάποιες σκέψεις για τη λογοτεχνία των μικρών χωρών. Με το πρόβλημα αυτό αναμετρήθηκε στα κείμενά του, τα οποία όχι μόνο δεν φιλοδόξησε να εκδώσει αλλά έφθασε να ζητήσει από τον φίλο του Μαξ Μπροντ να μεριμνήσει για την καταστροφή τους.
Η λογοτεχνία μιας μικρής ή μιας φτωχής ή μιας εξαρτημένης χώρας δεν μπορεί παρά να είναι μικρή λογοτεχνία. Το ίδιο μικρή λογοτεχνία είναι και η λογοτεχνία που δημιουργεί κάθε είδους μειονότητα, περιστοιχισμένη και καταπιεσμένη από τη γλώσσα των αναγνωσμάτων που γράφονται για να διαβαστούν, χάριν της αποχαυνωτικής ευκολίας τους, από πολλούς (από όσους γίνεται περισσότερους) ή πιο σωστά από τους πάντες.
Τα λεγόμενα μπεστ σέλερ όχι μόνο στις μεγάλες αλλά και στις μικρές χώρες καλλιεργούν μια μείζονα γλώσσα, δημώδη ή τρέχουσα, πανίσχυρη στην ψευτοοικειότητα που δημιουργεί σε όποιον τη χρησιμοποιεί για να διευκολύνει ή να πουλήσει τη διάθεσή του για επικοινωνία. Η γλώσσα τους κατακλύζει τους χώρους όχι μόνο της επικοινωνίας αλλά και της ιδεολογίας που παρεμβαίνει για να την αναγάγει σε κανόνα. Κάνοντας χρήση της ισχύος της, εκτοπίζει τη γλώσσα που πλάθει η λογοτεχνία, προκειμένου να μας μεταφέρει σε τόπους άλλους ή σε τόπους πέρα από αυτόν που ορίζει το εδώ και τώρα της κατανάλωσης λέξεων. Σε τόπους δηλαδή αισθήσεων, βιωμάτων, εμπειριών, καταστάσεων ή συγκρούσεων, που η τρέχουσα γλώσσα αδυνατεί να εκφράσει και προσποιείται ότι όσα η ίδια δεν μπορεί να δει ή να αποδώσει είναι σαν να μην έγιναν ή να μην μπορεί να γίνουν.
Τυφλότητα και αδυναμία εκφοράς εμφανίζονται εδώ πιο ταιριαστές από όσο κατορθώνουν να συνταιριάξουν οι δυνάμεις της όρασης (του ματιού και της φαντασίας) με τις δυνάμεις της έκφρασης.
Η αναφορική ή μυθική γλώσσα που καλλιεργεί η λογοτεχνία για να εκφράσει όσα δεν μπορεί να δει και να ψελλίσει το παραλογοτεχνικό ανάγνωσμα είναι εκ των πραγμάτων περιορισμένη. Το δικό της όριο είναι αυτό που διακρίνει το οξύ βλέμμα ή αυτό που διαβλέπει ή μυρίζεται ο εκφραστικός λόγος, και αγωνίζεται να το πει, καθώς αναμετριέται με ό,τι ως τώρα ήταν άρρητο ή αδιανόητο. «Μειονοτική» τη χαρακτήρισαν ο Ζ. Ντελέζ και ο Φ. Γκουαταρύ. Είναι η γλώσσα που δεν παράγει για να πουλήσει στον καταναλωτή αλλά ποιεί για να συγκινήσει και να παιδέψει τον αναγνώστη.
Η γλώσσα αυτή, που την περιορίζει το απεριόριστο, μικραίνει ακόμη περισσότερο σήμερα, αφού κατατρύχει πλέον μόνο όσους ενώ τους είναι αδύνατο να μη γράφουν, δεν μπορούν να γράψουν στη μείζονα γλώσσα και ταυτόχρονα χάνουν σιγά σιγά τη δυνατότητα και τη θέλησή τους να γράψουν αλλιώς, διακονώντας και σώζοντας τη λογοτεχνία της χώρας τους.
Αυτή η τριπλή αδυναμία που επιτείνει την αγωνία του συγγραφέα πηγάζει από το συναίσθημα ότι η απόσταση που τον χωρίζει όχι μόνο από την ιστορία της εθνικής λογοτεχνίας της χώρας του αλλά και από τους συγκαιρινούς τους (με τους οποίους συμβιώνει, διαλέγεται και ανταλλάσσει στον ίδιο χώρο ­ πατρίδα τον έλεγαν κάποτε) αντί να μικραίνει (αν μπορούσε να γράψει) ή να μένει απαραμείωτη (όταν δεν το κατορθώνει), αντίθετα συνεχώς μεγαλώνει.
Ενα χάσμα ανοίχτηκε που τον εξορίζει από το παρόν και το παρελθόν του και του στερεί κάθε μέλλον. Ενα χάσμα που θα πάρει με τον καιρό τον χαρακτήρα χαίνουσας αβύσσου, όσο τα αναγνώσματα μεγάλης κυκλοφορίας, υιοθετώντας ολοένα και επαρκέστερα τον αμερικανικό τρόπο γραφής του είδους, θα φιλοδοξούν να γίνουν εξαγώγιμο προϊόν και αφού, με τον καιρό, ατονούν οι λόγοι που θα τα εμπόδιζαν να το καταφέρουν.
Απ' αυτή την αύξουσα εμπορευματοποίηση των παραλογοτεχνικών αναγνωσμάτων μπορεί ίσως να ωφεληθεί η οικονομία μιας μικρής χώρας, αν οι κατασκευαστές τους καταφέρουν να ενισχύσουν τους δείκτες του εξαγωγικού εμπορίου της. Η ίδια όμως η χώρα, έως ότου επιτευχθεί αυτό το οικονομικό όφελος, παθαίνει ανήκεστη ψυχική και πολιτική βλάβη.
Γιατί στο μεταξύ η λογοτεχνία, η οποία στηρίζει την πολιτική και κοινωνική συνείδηση ενός λαού, εκτοπίζεται και κάποτε, αν δεν υπάρξουν αντιστάσεις, χάνεται. Και χάνεται στην αναμέτρησή της με τη γλώσσα που καλλιεργεί το παραλογοτεχνικό ανάγνωσμα και καθοσιώνει το σίριαλ.
Εκτοπίζεται γιατί είναι ευάλωτη, ακόμη και αν πρόκειται για τη λογοτεχνία μιας μεγάλης χώρας. Αλλά σε αυτή την περίπτωση τουλάχιστον δεν κινδυνεύει να χαθεί, γιατί μια μεγάλη χώρα χωράει και τα μικρά και τα μεγάλα βιώματα και τις αληθινές και τις ψεύτικες εμπνεύσεις, και τις μοναδικές και τις τετριμμένες συλλήψεις. Αυτή που δεν εκτοπίζεται απλώς αλλά κινδυνεύει βάσιμα ακόμη και να χαθεί είναι η λογοτεχνία μιας μικρής χώρας. Η λογοτεχνία δηλαδή που φτιάχτηκε με τους κόπους και το αίμα ενός μικρού λαού που εκτός από την ψυχή του όλα του έλειπαν και τίποτε δεν του περίσσευε.
Βέβαια το πνεύμα των καιρών έχει αλλάξει· κοπτόμενο για τη διαφορά και περιποιούμενο την ομοιομορφία όχι μόνο στον τρόπο ζωής αλλά και στον τρόπο της έκφρασης, με σημαία την ταχύτητα που σαρώνει τις αποστάσεις, χωρίς να ευνοεί την εγγύτητα, εξυπηρετεί τελικά την ακινησία και τη νωθρότητα.
Οι αναγνώστες των παραλογοτεχνικών αναγνωσμάτων (στελέχη επιχειρήσεων, εκπαιδευτικοί, φοιτητές ακόμη και των φιλοσοφικών σχολών, γιατροί, κομμωτές ή δικηγόροι, γυναίκες κατά προτίμηση) μεταβολίζοντας το λέγειν της παραλογοτεχνίας αποψιλώνουν το δέντρο του έρωτα και της γνώσης. Οσο πιο ερωτικές είναι οι αφηγήσεις αυτών των αναγνωσμάτων τόσο πιο πολύ σώνεται όχι μόνο ο έρωτας της γνώσης αλλά και η μνήμη του έρωτα.
Πίσω στον Κάφκα λοιπόν εκείνης της χριστουγεννιάτικης Δευτέρας του 1911.
Αναλογιζόμενος τα πλεονεκτήματα της λογοτεχνίας μικρών χωρών ή μειονοτήτων, όπως ήταν η τσεχική ή η εβραϊκή λογοτεχνία, ο Κάφκα ξεχώριζε, μεταξύ τόσων άλλων, τα εξής: το ξύπνημα του μυαλού, τη συνοχή της εθνικής συνείδησης που τείνει αδιάκοπα να διαλυθεί και που συνήθως παραμένει ανολοκλήρωτη, στη σφαίρα της δημόσιας ζωής. Ακόμη, την περηφάνια που αντλεί ένα έθνος από μια λογοτεχνία που είναι δική του και το στήριγμα που αυτή του προσφέρει, καθώς το ίδιο βρίσκεται αντιμέτωπο με τον εχθρικό κόσμο που το περιβάλλει.
Για τον Κάφκα αυτή η λογοτεχνία είναι το ημερολόγιο που γράφει ένας λαός, δίνοντας στη δημόσια ζωή την πνευματική διάστασή της, ξυπνώντας στη νεότερη γενιά ανώτερες προσδοκίες. Μια τέτοια λογοτεχνία έχει τη δυνατότητα να παρουσιάσει τα εθνικά λάθη του παρελθόντος με τρόπο που να μας προκαλέσει οδύνη, αλλά και να μας απελευθερώσει συγχωρώντας τα.
Αυτή η λογοτεχνία δίνει στο εμπόριο των βιβλίων όχι μόνο ζωντάνια αλλά και αυτοσεβασμό, λέει ο Κάφκα, και μετατρέπει τα λογοτεχνικά συμβάντα και γεγονότα σε αντικείμενα πολιτικού ενδιαφέροντος. Αυτή η λογοτεχνία, ακόμη και όταν ανήκει σε ένα μικρό λαό, μπορεί να είναι ή να γίνει μεγάλη, γιατί, κατά τον Κάφκα, η μνήμη ενός μικρού λαού δεν είναι μικρότερη από τη μνήμη ενός μεγάλου και έτσι μπορεί να χωνεύει ακόμη καλύτερα το υλικό της.
Αυτές τις σκέψεις θα μπορούσε να τις είχε υπογράψει ο Χατζόπουλος ή ο Σκληρός, δικοί μας εκείνης της εποχής, για μας, σήμερα.
Η κυρία Αλεξάνδρα Δεληγιώργη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο ΑΠΘ.