Η λογοτεχνία ως αλεξίλυπο και η λογοτεχνία ως φορέας νοήματος

Η τέχνη και δη η λογοτεχνία έχουν εδώ και πολλές δεκαετίες ουσιαστικά απαξιωθεί. Οι αιτίες – τουλάχιστον όσον αφορά τις εικαστικές τέχνες – σύμφωνα με τον έγκριτο θεωρητικό της ιστορίας της τέχνης Ζαν Κλαιρ εντοπίζονται στις απαρχές του περασμένου αιώνα. Του αιώνα της αποθέωσης της καλλιτεχνικής ιδιοφυίας η οποία δεν μπορεί επουδενί να εγκλωβιστεί στο στενό πλαίσιο κανενός κανόνα ή νόμου της τέχνης. Ενδεικτική ήταν η δήλωση του Πικάσο: «Κατ’ εμέ δεν υπάρχει μήτε παρελθόν, μήτε μέλλον στην τέχνη».
 
Οι ρίζες του προβλήματος φτάνουν σίγουρα πιο πίσω στον ρομαντισμό, αν όχι, πάλι σύμφωνα με τον Κλαιρ, τον Ζήσιμο Λορεντζάτο, τον Τζορτζ Στάινερ ή πιο πρόσφατα τον Μισέλ Ουελμπέκ, στην εποχή της Αναγέννησης. Το σίγουρο είναι, όπως υπογραμμίζει ο πρώην διευθυντής του μουσείου Πικάσο, ότι από τις απαρχές της δεκαετίας του ’70 αυτό που ονομάζουμε «έργο τέχνης» ελάχιστα θυμίζει ό,τι μέχρι τότε είχαμε συνηθίσει να αποκαλούμε με αυτό το όνομα — ένα δηλαδή υποτυπωδώς καλοφτιαγμένο αντικείμενο, ένα προϊόν δημιουργίας, το οποίο ακολούθησε για την κατασκευή του ένα σύνολο κανόνων που προορίζονταν να του εξασφαλίσουν μια ορισμένη διαχρονικότητα, ενώ ταυτόχρονα αποτελούσαν πειστήριο ενός πνευματικού εγχειρήματος.
 
Καθώς λοιπόν το έργο τέχνης υποβιβάστηκε στο επίπεδο της άσφαιρης, άφτουρης, ανούσιας και εν τέλει ή α-νόητης χειρονομίας, η τέχνη και μαζί η λογοτεχνία μετατράπηκαν πάραυτα σε μια πολυτέλεια για λίγους. Σε έναν οριακά αποδεκτό τρόπο να «χάνει» ή να «σκοτώνει» κανείς τον χρόνο του. Έγινε ένας δόκιμος, αν και σταδιακά παρωχημένος, τρόπος «ψυχαγωγίας», δηλαδή διασκέδασης με την πρωταρχική όμως σημασία του σκορπίσματος.
Ένα κόσμιο εν προκειμένω είδος εκτόνωσης μετά το διαλυτικό ή ακόμα και νεκρό διάστημα του υποχρεωτικού μεροκάματου. Μια εκτόνωση που στην ακραία της εκδοχή βρίσκει την έκφρασή της στο συλλογικό κάθε σαββατόβραδο μεθοκόπι Άγγλων, Ολλανδών, Σουηδών και Αμερικανών ή στη βία των γηπέδων. Η διαφορά, με άλλα λόγια, δεν είναι τόσο ποιοτικής, όσο ποσοτικής τάξης. Η τέχνη και η λογοτεχνία προσφέρουν, υπ’ αυτή την έννοια, έναν ήπιο τρόπο εκτόνωσης.
 
Αντιδρώντας σε αυτή ακριβώς την αντίληψη ο Σεφέρης βροντοφώναζε κάπου στις Μέρες «Όχι, σκοπός της τέχνης δεν είναι να συγκινεί». Η αδυναμία διάκρισης της τέχνης από τη μη-τέχνη, δεδομένου ότι κάθε ανθρώπινη πράξη αφορμάται πλέον κι εξαντλείται στο «έτσι μ’ αρέσει ή έτσι γουστάρω», σε συνδυασμό με την υποτίμηση, όσον αφορά στη λογοτεχνία, του βιβλίου στο επίπεδο του καταναλωτικού προϊόντος, επέτρεψε το διαγούμισμα και τον βιασμό της λογοτεχνίας. «Παρακολουθούμε την βίαιη επέλαση της μη λογοτεχνίας στο πεδίο της λογοτεχνίας», επισημαίνει ο Γάλλος πεζογράφος Πιέρ Μισόν.
 
Είναι, νομίζω, έγκλημα να αντιμετωπίζει κανείς τη λογοτεχνία ως άλλη μια πολυτέλεια για εκλεπτυσμένους ηδονιστές ή ως ένα όμορφο παραμύθι που προσφέρει συγκίνηση – δάκρυα στις ευσυγκίνητες μεγαλοκυρίες ή στις λαϊκές νοικοκυρές – και τη δυνατότητα απόδρασης από την πεζή ή ενοχλητική καθημερινότητα. Μια ενίοτε πιο εξεζητημένη εκδοχή του τηλεοπτικού σίριαλ. Έγκλημα με την έννοια που το φονικό μας στερεί μια αναντικατάστατη ανθρώπινη παρουσία.
 
Η λογοτεχνία μας βοηθάει να δούμε, να αντιληφθούμε και να αγαπήσουμε τον κόσμο που μας περιβάλλει. Η λογοτεχνία αναλαμβάνει – με την θεολογική σημασία της ανάληψης – αυτό το χάος που είναι η ζωή και το μεταμορφώνει σε ανθρώπινη μοίρα, του προσδίδει δηλαδή νόημα. Προστρέχω και πάλι στον Μισόν: «Το λογοτεχνικό έργο πρέπει να μπορεί να μοιραστεί, πρέπει να μας βοηθάει να μοιραστούμε μια δυνητική αγάπη του κόσμου».
 
Η λογοτεχνία ως λογική αναπαράστασή του, νοηματοδοτεί τον κόσμο, τον μετατρέπει σε έλλογη παρουσία. Χωρίς την λογοτεχνία ο κόσμος, η κρίση του κόσμου και ο κόσμος της κρίσης θα παραμένουν μονάχα εν μέρει προσβάσιμοι, καθώς δεν θα μπορούμε να τον προσεγγίσουμε υπό το πρίσμα της ανθρώπινης φύσης που η λογοτεχνία δεν κουράζεται να ζωγραφίζει. Γι’ αυτό και πονάω βαθιά όταν ακόμα και «άνθρωποι της λογοτεχνίας», συγγραφείς, κριτικοί ή πανεπιστημιακοί εκπλήσσονται ή ακόμα χειρότερα καγχάζουν όταν συναντούν ανθρώπους που τους ομολογούν ότι η λογοτεχνία τους βοηθάει – κάθε μέρα – να ζήσουν…