Είναι τόσα πράγματα που μου φαίνονται οικεία μόλις πατήσω το πόδι μου στην Κύπρο! Όχι βέβαια τα τουριστικά μεγαθήρια που έχουν κάνει κατοχή στις παραλίες της - αυτή η νέα αποικιοκρατία, τόσο θορυβώδης, τόσο αλαζονική, τόσο επικίνδυνη, που η άλλη στο Ακρωτήρι, με τους κεραμιδένιους οικισμούς και τα κοντά εγγλέζικα παντελονάκια, μοιάζει με αφίσα ξεχασμένη, από προπολεμική ταινία. Αλλά τα άλλα, τα γηγενή, που αντιστέκονται: είναι η γλώσσα που τη μιλώ χωρίς προσπάθεια, μόλις βρεθώ με τους ανθρώπους της, πράγμα που κάνει εκείνους να συνοφρυώνονται καχύποπτα και τον Γιώργο να με κοιτάζει ανήσυχος - κι εγώ χαμογελώ. Είναι οι «τερατσιές» στο κίτρινο τοπίο, που αντανακλούν τον εκτυφλωτικό ήλιο στο χαλκοπράσινο φύλλωμά τους, οι φοινικιές, που λικνίζονται τ' απογεύματα, τα γιασεμιά κι οι μπουκαμβίλιες. Και είναι ακόμα -ω του θαύματος!- οι πέρδικες στα χέρσα, που φτεροκοπούν στο πέρασμά μου, τα «περτίτσια», που κακαρίζανε στις πλαγιές του Αγίου Ιλαρίωνα κι οι μαθητές μου τα πιάνανε ζωντανά κυνηγώντας τα στην απέραντη Μεσαορία, ώσπου να παραδοθούν με ανοιχτές φτερούγες. Ένας απ' αυτούς κι ο Χαμπής από την τουρκοκρατούμενη Κοντέα, που τώρα σκαλίζει στα χαρακτικά του τη μαγεία της Κύπρου, ολομόναχος στα Πλατανίσκια, σ' ένα ερημωμένο χωριό.
Τραβούμε κατά τη Δερύνεια, όχι από την Αγιανάπα την ξισπασμένη (και ξιμαρισμένη), αλλά από τον εσωτερικό δρόμο, το δρόμο της ψυχής, δίπλα στο δασάκι της Άχνας και στην «πράσινη γραμμή». Και ποιος να ήταν τάχα που έδωσε στο συρματόπλεγμα αυτό το οικολογικό όνομα που θυμίζει την «Green Peace»; Υποθέτω πως ήταν κάποιος εκπρόσωπος του ΟΗΕ, από κείνους που ρητόρευαν για το «τείχος του αίσχους». Κρατώ ακόμη στο συρτάρι μου ένα από τα άλμπουμ που μας στέλνανε να τα μοιράσουμε στους μαθητές της Αμμοχώστου: παιδικές ζωγραφιές για το «μοιρασμένο Βερολίνο». Ένα παιδικό χέρι που τεντώνεται κάτω από το συρματόπλεγμα, για να πιάσει την μπάλα, στην άλλη μεριά. Τα μοιράζαμε και τους μιλούσαμε με θέρμη για τα δικαιώματα των παιδιών, για τα αισθήματα των ανθρώπων που δεν μπαίνουν σε συρματοπλέγματα, για την ειρήνη, που ήταν καιρός ν' ανθίσει. Τι να πω τώρα στους μαθητές μου, που τα μάτια τους με συνοδεύουν; Τι να του πω του Γιωργή; Τι να πω και του Χαμπή; «Το τείχος του αίσχους έπεσε, δάσκαλε», μου λέει. «Τι θα γένει με το συρματόπλεγμα;» Και βάζει κόκκινα βέλη που στάζουν αίμα, ολόγυρα στη ζωγραφιά του, να δείχνουν κατά την Αμμόχωστο.
Κατά κει τραβούμε. Ανεβαίνω στην ταράτσα της Δερύνειας. Τουρίστες που κοιτάζουν, με εισιτήριο, την «πόλη-φάντασμα». «Περάστε, κύριοι, να θαυμάσετε την ασώματον κεφαλήν!»Αγναντεύω στο βάθος την έρημη πολιτεία. Βάζω τα κιάλια. Αναγνωρίζω γειτονιές. Έτσι ν' απλώσω το χέρι μου, θ' αγγίξω τα μπαλκόνια της. Έτσι και κάνω ένα βήμα, θα βρεθώ στους δρόμους της και στα αισθήματα που δεν μπαίνουν σε συρματόπλεγμα. Και στα χρόνια της νιότης μου, που μου τα κλείσανε στην άλλη πλευρά.