Στην κατασκήνωση των προσφύγων έγινε μικρή κίνηση. Οι άνθρωποι σηκώνονταν όρθιοι, ο ένας έδειχνε στον άλλο κατά το μέρος της μικρής χαράδρας που άνοιγε ανάμεσα στους λόφους.
― Κοιτάξτε! Έρχουνται άνθρωποι! Ποιοι να ’ναι;
Ήταν μια πομπή δεκαπέντε ίσαμε είκοσι βλάχοι, νέοι και γέροντες. Με τα λιοκαμένα πρόσωπα, όλα με μακριές γενειάδες, με τις κάπες τους και τις γκλίτσες στα χέρια, πλησίαζαν σιωπηλά, μ’ επισημότητα, φιγούρες ερχόμενες από παμπάλαιους χρόνους. Το αργό περπάτημα και η σιωπή τους σκόρπισε μονομιάς ένα απροσδιόριστο αίσθημα φόβου στο κοπάδι των Φωκιανών.
Όλοι μαζευτήκαν ασυναίσθητα στο ίδιο μέρος, στο κέντρο της κατασκήνωσής τους. Σα να θέλαν να συγκεντρώσουν τη δύναμή τους.
― Ώρα καλή! είπε ο πρώτος βοσκός, ένας αψηλός γέροντας, ο πιο σεβάσμιος απ’ όλους, ο ίδιος που ο αναγνώστης θυμάται, τη χτεσινή νύχτα, στην κορφή του βουνού. Ώρα καλή! είπε κ’ έφερε ένα γύρο τη ματιά του.
Από δεξιά κι από ζερβά κι από πίσω του σταθήκαν οι άλλοι οι δικοί του, οι βοσκοί, ακουμπώντας με τις μασχάλες στις γκλίτσες τους.
― Καλώς τους! αποκριθήκαν πολλά στόματα οι πρόσφυγες.
― Τι είσαστε;
― Πρόσφυγες είμαστε! Πατρίδα μας ήταν οι Φώκες!
― Και τώρα πούθε ερχόσαστε;
― Ένα χρόνο περιπλανηθήκαμε στα μέρη της Πελοπόννησος κ’ υποφέραμε πολύ. Τώρα μας δώσαν τη γη εδώ, για να μείνουμε.
Ανάμεσα στις στερεωμένες γκλίτσες των βοσκών έγινε μικρή κίνηση. Μετακινηθήκαν, σάλεψαν λίγο, πάλι ησυχάσαν. Κανένας δε μίλησε άλλος απ’ το γέροντα.
― Σας δώσαν, είπες, τη γη αυτή; κ’ η φωνή του άρχισε να γίνεται τραχιά. Ποιος σας την έδωσε; Ποια γη;
― Το Κράτος μάς είπε: «Δική σας είναι η γης της Ανάβυσσος.» Μας είπε να ’ρθουμε και να την πάρουμε!
― Σας είπε να ’ρθετε και να την πάρετε; Και πού ’ναι τα κοπάδια σας, τα ζωντανά σας;
― Δεν έχουμε κοπάδια. Δεν είμαστε βοσκοί. Θα ξεχερσώσουμε τη γη, και θα φυτέψουμε αμπέλια, και θα σπείρουμε σιτάρι.
― Τι μιλάς, άνθρωπε, για σιτάρι και για αμπέλια που θα φυτέψετε σ’ αυτή τη γη! φωνάζει έξαλλος ο γέροντας. Τήρα λοιπόν κατά κει!
Σήκωσε το χέρι που βαστούσε το ραβδί του κ’ έγραψε έναν κύκλο σ’ όλο το μικρό κάμπο τον κλεισμένο απ’ τους λόφους. Χωρίς να το θέλουν, όλα τα μάτια ακολούθησαν τον κύκλο, υποταγμένα στην προσταγή της χειρονομίας.
― Από τότες που είμαστε εμείς εδώ, λέει η αυστηρή φωνή, κι από τότες που ήταν οι πατέρες μας, κ’ οι πατέρες τους, σ’ ετούτη τη γη μονάχα βούρλα και πουρνάρι βλασταίνουν, και τίποτ’ άλλο δεν έζησε εδώ εξόν τα κοπάδια μας! Λοιπόν, για τι σιτάρι και για τι αμπέλια μού μιλάς!
Είχε το βαρύ, το ακατάλυτο και ανελέητο των παμπάλαιων πραγμάτων, της μοίρας ή του θανάτου, η βαθιά φωνή που ερχόταν από μακρινούς χρόνους να υπερασπίσει τη γη τους απ’ τους βάρβαρους.
― Μονάχα τα κοπάδια μας, σου είπα, κ’ εμείς μπορούμε να κάμουμε στον έρημο τούτον τόπο, γιατί έτσι το βρήκαμε απ’ τους γονιούς μας. Μονάχα εμείς μπορούμε να βαστάξουμε εδώ, γιατί μας φωνάζει το χώμα, αυτό κι όχι άλλο! Λοιπόν, τι γυρεύετε εσείς, φουκαράδες στα μέρη μας;
Έλεγε, έλεγε κ’ η φωνή του έτρεμε, σα να προαισθανόταν πως η προσπάθεια ήταν μάταιη.
― Θα πεθάνετε στη δίψα! έλεγε. Πηγή νερό δε βρίσκεται εδώ. Κι αν σκάψετε βαθιά και βρείτε φλέβα, το νερό θα ’ναι γλυφό σα θάλασσα. Θα σας ρημάξουν οι πυρετοί, κι ο αγέρας κι ο άμμος. Αν γίνει και φυτρώσει σπαρτό, ο άμμος θα κάθεται απάνω στο φύλλο του και στον καρπό του και θα τον ξεραίνει. Πριν δείτε σοδειά, θα ’χετε πεθάνει, εσείς και τα παιδιά σας. Λοιπόν, φύγετε, σου λέω!
Το επανάλαβε ξερά, άγρια, τραχιά:
― Φύγετε, είπα, από δω!
Είπε, σώπασε, κι ακούμπησε το ραβδί του, κοιτάζοντας μες στα μάτια το κοπάδι τους Φωκιανούς.
Ένα σούσουρο έγινε τότε ανάμεσα στους πρόσφυγες. Η φωνή του τόπου, που μιλούσε μέσο του γέροντα, τα δεινά και το όραμα του θανάτου, φοβερού και βέβαιου, που έσυρε πάνω απ’ τα κεφάλια τους, τους είχε μουδιάσει, σκόρπισε μέσα τους το φόβο, πυκνό σύννεφο σε γυμνό ουρανό. Στέκαν βουβοί, γυμνά δέντρα, γυμνές ρίζες που σαλεύουν στα τυφλά, μπλέκουν μες στον αγέρα τα πλοκάμια τους, τυραννισμένα και βίαια, γυρεύοντας, με το ένστιχτο των πραγμάτων, χώμα.
Στέκαν, ίσαμε που το αγέρι του Σαρωνικού που φύσησε τράβηξε από πάνω τους το πνεύμα του πανικού. Τότε, το ίδιο άγρια, σκληρά, μ’ όλες τις σκοτεινές δυνάμεις των κορμιών που γύρευαν πια ν’ ακουμπήσουν στέρεα, στην αρχή μια φωνή, ύστερα όλες μαζί, γυναίκες και γερόντοι και άντρες του κοπαδιού, άρχισαν να ουρλιάζουν:
― Δε φεύγουμε από δω! Ποτές πια! Μας δώσαν τη γη και θα μείνουμε! Θα μείνουμε! Θα μείνουμε!
Ο άνεμος πήρε τις φωνές και τις σκόρπισε, τις χτύπησε στις πλαγιές του βουνού και τις δυνάμωσε. Ένα σύννεφο άμμος σηκώθηκε και τους τύλιξε μέσα του. Αλάλαζαν και κουνούσαν τα χέρια τους ψηλά, μες στο θολό σύννεφο, θολοί σαν τέρατα του βυθού.
― Θα μείνουμε δω, κι ας πεθάνουμε! Θα μείνουμε πια, κι ας πεθάνουμε!
Τότε ο θυμός που φούσκωνε ξέσπασε και στην άλλη μεριά, στους βλάχους.
― Ε, λοιπόν! φώναζε ο γέροντας, φωνάζαν τώρα κ’ οι άλλοι βοσκοί. Μείνετε, λοιπόν, και θα δούμε ποιος θα στεριώσει σ’ αυτή τη γη! Θα σας χτυπήσουμε όπου σας βρούμε, θα σκοτώσουμε τα ζωντανά σας αν τύχει και κάμετε, θα πατήσουμε τα σπαρτά σας αν ριζώσουν! Χάρη ποτέ σας δε θα βρείτε σ’ εμάς και στα παιδιά μας, ίσαμε που να ξεκληριστεί η φύτρα σας και να σβήσει!
Είχαν χαθεί μες στη χαράδρα, απ’ όπου είχαν έρθει, κι ακόμα ακούγονταν οι φοβερές φωνές τους.
Τότε το σύννεφο ο άμμος χαμήλωσε και κατακάθισε στη γη. Αμίλητο, βαρύ, πιεσμένο απ’ το στυφό κύμα το φόβο, έγειρε και το κοπάδι των Φωκιανών στη γη.