Η «χαμένη Ατλαντίδα» του Μ. Καραγάτση

Μια περιπετειώδης ιστορία φαντασίας γραμμένη στη διάρκεια της Κατοχής
 
Το 1940, ανήμερα το Δεκαπενταύγουστο, η Ελλάδα συγκλονίζεται από τον απρόκλητο τορπιλισμό του καταδρομικού «Έλλη» στο λιμάνι της Τήνου από την Ιταλία του Μουσολίνι. «Το καλοκαίρι του 1942, το ελληνικό υποβρύχιο "Νηρηΐς" βρισκόταν σε αποστολή περιπολίας στον Ατλαντικό Ωκεανό, όχι μακριά από το Γιβραλτάρ» και την «ημέρα περιπολούσε εν καταδύσει». Μια νύχτα όμως «ακούστηκε μακριά ο βόμβος ενός αεροπλάνου»…
Οι γερμανικές βόμβες είχαν βρει το στόχο τους. Οι ναύτες τότε παίρνουν διαταγή από τον κυβερνήτη, τον υποπλοίαρχο Γιάννη Ρεΐζη, να κλείσουν τις υδατοστεγείς πόρτες που χωρίζουν το κεντρικό διαμέρισμα του υποβρυχίου από την πλώρη και την πρύμνη. «Κλείσατε φράκτας και πώματα ασφαλείας!» τους φωνάζει.
Όσοι ξεμένουν στα μέρη του υποβρυχίου που προοδευτικά πλημμυρίζουν «καταλαβαίνουν πως ήρθε η ώρα να πεθάνουν». Αλλά «θα πεθάνουν σαν Έλληνες! Στέκονται όρθιοι σε στάση προσοχής. Και με φωνή σταθερή τραγουδούν τον εθνικό μας ύμνο. Κι όταν πια το νερό έφτασε κοντά στο στόμα τους, όταν δηλαδή ήρθε η στιγμή του θανάτου, φώναξαν όλοι μαζί "Ζήτω η Ελλάδα!" και πνίγηκαν»…
«Πέθαναν σαν πραγματικά Ελληνόπουλα για το μεγαλείο της γλυκιάς πατρίδας» γράφει ο Μ. Καραγάτσης στο διήγημά του «Ένας χαμένος κόσμος»«Πέθαναν σαν πραγματικά Ελληνόπουλα για το μεγαλείο της γλυκιάς πατρίδας» γράφει ο Μ. Καραγάτσης στο διήγημά του «Ένας χαμένος κόσμος», το οποίο έγραψε στη διάρκεια της Κατοχής - γι' αυτό άλλωστε τούτος ο παθιασμένος, εμψυχωτικός τόνος. Πρόκειται για μια περιπετειώδη ιστορία φαντασίας για νεότερους κυρίως αναγνώστες, στα πρότυπα του Ιουλίου Βερν.
Το επταμελές πλήρωμα που παραμένει ζωντανό στο κεντρικό μέρος της «Νηρηΐδας» βυθίζεται ενενήντα ένα μέτρα (όπως λέει το μανόμετρο) κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας και φτάνει στον πάτο. Δεν μπορούν να κάνουν τίποτα. «Κι αυτούς τους περίμενε ο φοβερότερος θάνατος που υπάρχει: η ασφυξία».
Ξαφνικά το σιδερένιο κήτος αναταράσσεται και αρχίζει σιγά σιγά να ανεβαίνει προς την επιφάνεια. Ο μοναδικός Άγγλος της παρέας, ο ανθυποπλοίαρχος Ρέτζιναλντ Ντένις, που συμβούλεψε τους υπόλοιπους να χαλαρώσουν και να πιουν λίγο ουίσκι πριν εγκαταλείψουν για πάντα τον μάταιο τούτο κόσμο, λέει «παράξενος χταπόδος, σηκώνουν ολόκληρος υποβρύκιος!». Κατά τα λοιπά, ενσαρκώνει τον ορθολογισμό απέναντι στον αυθόρμητο συναισθηματισμό των Ελλήνων.
Ο ναύτης Ανδρέας Καρράς αναλαμβάνει - με μια μάσκα οξυγόνου - να διαλευκάνει το ευχάριστο μυστήριο ώσπου αντικρίζει έκπληκτος δυο «παράξενα όντα», που όπως γράφει ο Καραγάτσης ήταν «δυο άνδρες μέτριοι στο ανάστημα, μελαχρινοί, ντυμένοι με ωραιότατες χλαμύδες», δυο Άτλαντες αίφνης.
Η επιχείρηση διάσωσης του πληρώματος ολοκληρώνεται επιτυχώς. Τώρα «βρίσκονταν στη μυθική Ατλαντίδα, που βυθίστηκε στη θάλασσα το 2136 π.χ., από ένα λάθος του σοφού Καλλιστίνου, που είχε ανακαλύψει τη διάσπαση του ατόμου. Αν όμως η Ατλαντίδα βυθίστηκε, οι κάτοικοί της - οι Άτλαντες - δεν πνίγηκαν. Και τούτο επειδή από τότε γνώριζαν επιστημονικά μέσα για να ζει ο άνθρωπος στο νερό».
«Πέθαναν σαν πραγματικά Ελληνόπουλα για το μεγαλείο της γλυκιάς πατρίδας» γράφει ο Μ. Καραγάτσης στο διήγημά του «Ένας χαμένος κόσμος»Η ξεχωριστή, υποθαλάσσια και πρωτοποριακή αυτή πολιτεία τους καταπλήσσει με τα θαυμαστά επιτεύγματά της. Εκείνοι όμως θέλουν να φύγουν, να επιστρέψουν στους αγαπημένους τους, εν ολίγοις στο παρόν τους -όσο σκληρό κι αν είναι. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν ο γέρος «Άρχων της Σοφίας» δεν τους επιτρέπει να φύγουν επειδή υποτίθεται ότι θα μαρτυρήσουν στον έξω κόσμο την ύπαρξη της Ατλαντίδας και θα την θέσουν σε κίνδυνο. Αρχίζουν έτσι να καταστρώνουν σχέδια διαφυγής. Ένας μόνο θα καταφέρει να δραπετεύσει - ένας ερωτευμένος.
Το διήγημα αυτό του Μ. Καραγάτση πρωτοδημοσιεύτηκε σε συνέχειες, με εικονογράφηση του Θ. Ανδρεόπουλου στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Ελληνόπουλο» (7 Σεπτεμβρίου 1946 έως 21 Δεκεμβρίου 1946, τχ. 71-86). Το «Ελληνόπουλο», ήταν ένα «εβδομαδιαίο περιοδικό για αγόρια και κορίτσια» και κυκλοφορούσε από τον εκδοτικό οίκο Δημητρίου Δημητράκου. [...]
 
Γρηγόρης Μπέκος