Η Σαπφώ
τραβάει ίσια, ανοιχτά, με μεγάλες χαριτωμένες πλεψιές. Το κεφάλι της πέφτει κι
ανασηκώνεται ρυθμικά, και η θάλασσα, κάθε φορά που ανεγέρνει απάνω της, τη φιλά
στο μάγουλο. Φορεί κι αυτή μαύρο μαγιό. Φαίνεται πίσω ο λαιμός κ' η πλάτη, σα
λαξεμένη σε χλομό μάρμαρο πολύ δουλεμένο. Φαίνεται ακόμα το ένα μπράτσο της,
έτσι που αναδύεται μαλακά μες από το νερό. (...)
Μια στιγμή η
Σαπφώ γυρίζει τ' ανάσκελα. Κολυμπά μόνο με τα χέρια της, που δουλεύουν σα δυο
γρήγορα κουπιά. Μικρά - μικρά κυματάκια σηκώνουνται από τις άκρες τω χεριώ της,
απλώνουν ως τις σκοτεινές μασκάλες και παίζουν γύρω στις κορφές των κόρφων, που
ξεμυτίζουν από το νερό, στέρεοι σαν καρποί. Το μπανιερό κολνάει βρεγμένο πάνω
στη γερή σάρκα.
Ο Λεωνής
σηκώνει ταραγμένος τη ματιά, ψαχουλεύει με αγωνία ψηλά ένα γύρω, πάνω στο
πράσινο μπουκέτο της Βίγλας. Σα να μην ήθελε να δει άλλος κανένας πως την είδε,
ή σα νάνιωσε το μαγνήτη μιας άλλης ματιάς να τραβάει τη δική του σαν πετονιά από
κει ψηλά. Και ίσα - ίσα του φάνηκε πως πήρε το μάτι του κάποια κίνηση. Σα να
παραμέρισαν βιαστικά μια τούφα σκίνα, σα ν' ασπρολόγησε κάτι. (...)
Νιώθει ακόμα
τη γλυκιά ταραχή να κυκλοφέρνει μέσα στο αίμα του. Είναι το όραμα της Σαπφώς,
που κολυμπά ανάσκελη. Κατόπι την είδε σαν πλεύρισε, και ξέρει πως την παραφύλαγε
να βγει, την είδε όρθια, να πηδά με μικρά πηδήματα από βραχάκι σε βραχάκι. Ένα
φτερωμένο κορμί περεχυμένο θάλασσα και ήλιο. Καθάριο, κρουστό σαν τα βρεγμένα
βότσαλα. Ακούει τους αχινούς, κουβάρα, να σιγοτρίζουν τα μπλεγμένα τους αγκάθια.
Αφήνει το ένα πόδι του να κρεμαστεί πάνω στο νερό. Μια τρίχα κοντά στο νερό. Η
θάλασσα με τον ανασασμό της τον αγγίζει, τόνε γαργαλά στη φτέρνα και πάλι
αποτραβιέται. Μέσα στα ρηχά καθρεφτιούνται τα χρωματιστά ζωνάρια της βάρκας.
Σαλεύουνται σα νεροφείδες που παλεύουν ή αγκαλιάζουνται, σγουραίνουν παράλληλα,
κυματίζουν τις κουλούρες τους. Νιώθει κάτι που τόνε στενοχωρεί. Είναι που άφησε
τον εαυτό του να δει ολόγυμνη σχεδόν τη Σαπφώ. Η κυριολεξία δηλαδή δεν είταν
"άφησε τον εαυτό του". Γιατί είταν βέβαιο πως παραμόνεψε τη στιγμή που έκανε να
ξενερίσει. (...)
Είταν η
γυναίκα του Βρανά, του πεθαμένου φίλου. Όμως είταν αλήθεια μια παίδα εικοσιδυό
χρονώ όμορφη σαν καμιάν άλλη. Αυτό πια τόξερε, το αιστανότανε μ' ολάκερο το
κορμί του. Την είδε μέσα στην αποθέωση της ομορφιάς της να αναδύεται. Από πάνω
της να κρουνελίζει η θάλασσα κι ο ήλιος. (...)
Ένιωσε μια
καταφρόνεση για την κατάντια του, σαν πόνο μέσα στη σάρκα. Και παράσταινε τάχα
το "όνειρο στο κύμα". Αηδία και ντροπή ... Και "όνειρο στο κύμα"! Η θύμησή του
πήδηξε πάλι σ' ένα σάλτο καιρούς κι αποστάσεις, ζευγαρώνοντας απίθανα τις
λεπτομέρειες. Θυμήθηκε πως είτανε του Παπαδιαμάντη κείνο το στερνό κομμάτι πούχε
διαβάσει στο Βρανά πριν θολώσουν τα συλλοϊκά του.