Τα «πιστεύω» του παρέμειναν αναλλοίωτα από τα μαθητικά χρόνια ως τις τελευταίες ημέρες του
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος θεωρούσε υπέρτατο καθήκον του να υπηρετεί τον άνθρωπο και όλα όσα βρίσκονται δίπλα του και τον καθορίζουν
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος υπήρξε ένας ποιητής που το δημιουργικό έργο του ταυτίστηκε με την προσωπική του στάση. Τα «πιστεύω» του από τότε που, ως μαθητής, έγραψε τους πρώτους του στίχους («Αυτά εγώ τα έγραφα την έκτην Ιουλίου / Ωρα επτά που βράδιαζεν με δύσιν του ηλίου») ως εκείνους της τελευταίας συλλογής του («Εγώ είμαι λοιπόν ο μικρός, ο ασήμαντος. / Το παιδί που ξυπόλητο, με βρεγμένα τα πόδια / βουλιαγμένα στην άμμο, του μιλούσες και σου μιλούσε») παραμένουν αναλλοίωτα και προσανατολισμένα στα ίδια ιδεώδη. Την εκτίμηση αυτή πιστοποιούν διάφορα κείμενά του που εκδόθηκαν εφέτος (Εξομολόγηση στον αναγνώστη, Ενώπιος ενωπίω, Δύο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου, Γράμματα εις εαυτόν, όλα από τις εκδόσεις Ποταμός).
Από νεαρός ο Νικηφόρος Βρεττάκος είχε αποφασίσει να γίνει ποιητής. Αισθανόταν ότι σε αυτό το καθήκον τον καλούσε η ίδια του η ανθρώπινη φύση. «Χωρίς να είμαι βέβαιος ότι είμαι ποιητής, ξέρω τώρα πως δεν είμαι τίποτε άλλο» έγραφε. Θεωρούσε υπέρτατο καθήκον του να υπηρετεί τον άνθρωπο και όλα όσα βρίσκονται δίπλα του και τον καθορίζουν.
Κλείνοντας την τελευταία του συλλογή Συνάντηση με τη θάλασσα (εκδ. Ποταμός) και συναισθανόμενος, ίσως, το τέλος που πλησιάζει, αποχαιρετά όλα αυτά για τα οποία μίλησε: «Στον άνθρωπο, τη θάλασσα, που βάδιζε πάνω σου, στον ήλιο, σε σένα, στα βουνά, στα λουλούδια, σε όλον εδώ τον φίλο μου κόσμο. Θα αποχαιρετήσω, αύριο, μεθαύριο, δεν ξέρω, την Ποίηση μόνο. Γιατί η ποίηση υπήρξατε όλα μαζί».
Την ποιητική πορεία του αφηγείται στο Εξομολόγηση στον αναγνώστη: η ποιητική του έκφραση είναι μια στάση ζωής απέναντι σε έναν κόσμο που τον πληγώνει. Το φυσικό περιβάλλον γύρω του είναι πιο φιλικό από τους ανθρώπους. Αισθάνεται θλιμμένος, ένας αποσυνάγωγος, ένας αναχωρητής. Το εκφράζει πολύ ωραία στο πρώτο του ποίημα, «Ταξίδι του Αρχαγγέλου», όπου το ταξίδι προς την Ιθάκη χάνει το νόημά του και οι ναύτες προτιμούν να βυθιστούν μαζί με τα όνειρά τους.
Μετά τα 25 του ο ποιητής ανακαλύπτει τη ζωή και τον άνθρωπο - στον οποίο θα παραμείνει πιστός ως το τέλος της ζωής του. Είναι οι μέρες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και της Κατοχής. Ο Βρεττάκος γνωρίζει την αξία και το μεγαλείο της πάλης για δικαιοσύνη και ειρήνη. Συνειδητοποιεί ότι η φύση και ο άνθρωπος είναι αξεπέραστα δημιουργήματα και στην ποίησή του θα προσπαθήσει να συλλάβει «την αμοιβαιότητα της φύσης και της ζωής».
Δύο φορές σε δύο διαφορετικές περιόδους ο ποιητής θα συνομιλήσει δημόσια με τον εαυτό του και τους «άλλους» μέσα από δύο σειρές γραμμάτων. Τα πρώτα πέντε Γράμματα εις εαυτόν θα δημοσιευθούν στο περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα» το 1940. Είναι η πρώτη δημόσια εξομολόγηση της βιοθεωρίας του μπροστά στις επερχόμενες παγκόσμιες καταστροφές. Εκφράζουν την αγωνιώδη προσπάθεια να συγκροτήσει τον εαυτό του, «να απομονώσει», όπως λέει, «τη σταγόνα του εαυτού του» και «να αντισταθεί στο ρεύμα του συνόλου», καθώς πιστεύει ότι πρώτα τελειοποιείς τον εαυτό σου, ώστε να μπορείς μετά να συμμετάσχεις στον ομαδικό αγώνα σωτηρίας του ανθρώπου. Φοβάται ότι, αν ο άνθρωπος δεν σφυρηλατήσει πρώτα τον εαυτό του και μετά να απλώσει το χέρι του στη φωτιά, θα έρθει μια εποχή μετά τον πόλεμο που εύκολα η ανθρωπότητα θα ξανακυλήσει στη ραστώνη.
Εννέα χρόνια αργότερα, το 1949, θα δημοσιεύσει επτά νέα γράμματα στις εκδόσεις Πειραϊκά Χρονικά (Δύο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου). Η ρίψη της ατομικής βόμβας το 1945 στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι τον έχει συγκλονίσει. Αισθάνεται ότι μπαίνουμε σε μια εποχή νέας βαρβαρότητας. Διαφοροποιείται από αυτούς που πιστεύουν ακράδαντα, χωρίς ταλαντεύσεις, σε κάτι. Θεωρεί ότι «η πίστη όπως και η αμφιβολία είναι έννοιες σχετικές όταν το αντικείμενο από το οποίο εξαρτώνται μεταβάλλεται» και διακηρύσσει ότι η μόνη σταθερά παραμένει ο άνθρωπος.
Ούτε η επανάσταση που πρεσβεύουν οι κομμουνιστές ούτε ο χριστιανισμός («δεν έγινε κανένας πόλεμος χωρίς τη συνεισφορά του» θα πει) τον εμπνέουν. Εχει αρχίσει να μιλάει για μια «νέα συνείδηση» την οποία έχει ανάγκη η ανθρωπότητα. Πιστεύει ότι πρέπει να ξεκινήσουμε από πολύ βαθιά για να μπορέσουμε να φτιάξουμε κάτι στερεό, κάτι οριστικό, κάτι μεγάλο. Και όπως εμφατικά λέει, «τότε η επιβολή της ειρήνης θα είναι οριστική, τότε, όταν απάνω από κάθε πόλη, στην είσοδο και στην έξοδο κάθε έθνους, θα 'χει αναρτηθεί η φωτεινή τούτη επιγραφή: "Ο άνθρωπος είναι ο λόγος"».
Μόνος σε ένα ανήλιαγο υπόγειο
Στα μεταπολεμικά χρόνια ο Νικηφόρος Βρεττάκος ζει δύσκολα δουλεύοντας σε ένα ανήλιο υπόγειο ως γραμματέας στον Οικοδομικό Συνεταιρισμό Εκτελωνιστών Πειραιώς Αθηνών. Η μοναξιά τον συνοδεύει παντού. Οι μοναχικές ώρες του είναι και πάλι ένας διάλογος με την ποίηση και τον εαυτό του. Η ποιητική του εκφράζεται πάρα πολύ ωραία στις Ημερολογιακές σημειώσεις 1962 (Ενώπιος ενωπίω). Η μνήμη του γυρεύει τα περασμένα. Το όνειρό του είναι «μόνο μια ρεματιά σκεπασμένη από πλατάνια, πράσινα, καταπράσινα, ανάμεσα σε δύο πλαγιές, όχι μακριά από τον κόσμο, αλλά σε μια απόσταση που να μην ακούω πια τον κόσμο».
Στα μεταπολεμικά χρόνια ο Νικηφόρος Βρεττάκος ζει δύσκολα δουλεύοντας σε ένα ανήλιο υπόγειο ως γραμματέας στον Οικοδομικό Συνεταιρισμό Εκτελωνιστών Πειραιώς Αθηνών. Η μοναξιά τον συνοδεύει παντού. Οι μοναχικές ώρες του είναι και πάλι ένας διάλογος με την ποίηση και τον εαυτό του. Η ποιητική του εκφράζεται πάρα πολύ ωραία στις Ημερολογιακές σημειώσεις 1962 (Ενώπιος ενωπίω). Η μνήμη του γυρεύει τα περασμένα. Το όνειρό του είναι «μόνο μια ρεματιά σκεπασμένη από πλατάνια, πράσινα, καταπράσινα, ανάμεσα σε δύο πλαγιές, όχι μακριά από τον κόσμο, αλλά σε μια απόσταση που να μην ακούω πια τον κόσμο».
Ζει αναλογιζόμενος την ομορφιά της φύσης, είναι ήρεμος «όπως ο ουρανός ο γιομάτος έναστρη γαλήνη τις νύχτες του Αυγούστου». Ξαναγυρίζει στη σιωπή των εφηβικών του χρόνων. Είναι και πάλι «ο ποιητής που ζει τον μέσα του κόσμο». Επικαλείται τη σιωπή, «ίσως μέσα στη σιωπή ενός ωραίου ανθρώπου κυκλοφορεί περισσότερη ζωή απ΄όση κυκλοφορεί μέσα σε μια τούφα λουλουδιών». Το μόνο που ζητεί είναι να υπάρχει πάνω στη γη και να χαίρεται τη φύση και τους ανθρώπους που αγαπά.
Νιώθει ότι ο χρόνος για ζωή είναι λίγος, όπως και ο χρόνος για δημιουργία. Αισθάνεται ότι «η ζωή είναι ένας δεσμοφύλακας» και αυτός «ένας κρατούμενος που ό,τι έγραψε το έγραψε στο πουκάμισό του σε ώρες που έκλεβε, πότε σε μέρες ολόκληρες, σε ώρες που έκλεβε». Νιώθει όμως δυνατός, ευτυχισμένος που έζησε με λίγα πράγματα. Ολο του το βάρος είναι τα βιβλία που δεν έγραψε, η φωνή του που δεν εξάντλησε. Θα δώσει το στίγμα του από το πέρασμά του στη ζωή: «Νιώθω ευτυχία, χαμογελώ πικραμένος».
Γιάννης Μπασκόζος