Το τελευταίο αντίο - Βασίλης Βασιλικός (απόσπασμα)

Ήρθες και ξάπλωσες στα πόδια μου το τελευταίο εκείνο μεσημέρι, ήσυχα, αδιαμαρτύρητα, τρυφερά. Μου είπες χωρίς φωνη το τελευταίο αντίο. Μ’αποχαιρέτησες, με το σώμα σου. Μόνο που εγώ δεν το κατάλαβα τότε. Κοιμήθηκες λίγο απ’την άλλη μεριά της καρδιάς σου. Αυτό ήταν το τελευταίο μας αγκάλιασμα. Η τελευταία φορά που τα σωματά μας αγγίχτηκαν…Δεν είπες τίποτα…Μ” αποχαιρέτησες με τον τρόπο σου, ευγενικά, ωραία. Το λογικό σου δεν έπιανε το μήνυμα για να μου το εκφράσεις, μα ούτε σου άρεσαν οι μελοδραματισμοί.
Ενα βαθύ ευχαριστώ μου είπε το κορμί σου, που είκοσι χρόνια άλλη δε γνωρισε απο την αγκαλιά μου.
Ηταν ο χρόνος σου αυτός. Η σιωπή. Το μίλημα με την αίσθηση. Μα εγώ δεν έπιασα το μήνυμα. Το μηνυμά σου εκείνο, με τη ζεστασιά των δύο κορμιών μας, μόλις σήμερα αποκρυπτογραφήθηκε. Ηταν το ύστατο χαίρε στην αγάπη σου. Χωρίς περιττά λόγια, νουθεσίες, δάκρυα ή λυγμούς. Ομως ξάπλωσες σαν προσφορά που στάθηκα ανίκανος να τη μεταλάβω.
Τώρα τι ωφελεί να σου φερνω λουλούδια στο τάφο σου; Αφού εκείνη τη στιγμή στάθηκα ανίκανος να καταλάβω.
«Δεν φταις εσύ, αγάπη μου. Δε φταις. Η καρδιά είχε κουραστεί. Δεν ήξερα ούτε κι εγώ οτι σ” αποχαιρετάω».
Ποτέ άλλωτε δεν είχες τόση σιωπή. Μα τίποτα να πεις, έστω κάτι, μια κουβέντα;
Μόνο »άσε με να ξαπλώσω στα πόδια σου». Και ξάπλωσες. Κι εγώ όταν είδα πως κοιμόσουν, για αρκετή ώρα δεν κινήθηκα, μη σε ξυπνήσω. Οταν ξύπνησες ήσουν χαρούμενη, ξεκούραστη. Είχες περάσει βαθιά στα κύτταρα το »χαίρε».
Τώρα μου μένει μια ζωή, όσο ζήσω, να το θυμάμαι και να χτυπιέμαι, μάταια. Εσύ, περήφανα, μυστικά, χωρίς κλάψες, όπως ταιριάζει σε, που αξιώθηκες μια τέτοια ζήση, άφησες τα μαλλιά σου να χαϊδεύουν τα πόδια μου με τη σιωπηλή εγκαρτέρηση του αμνού στην Παλαιά Διαθήκη που τον οδηγούν στη σφαγή.