Όταν μια επέτειος ισοδυναμεί με υπενθύμιση για τον ρόλο του ποιητή

Τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Νικηφόρου Βρεττάκου ως αφορμή γνωριμίας και αξιολόγησης του έργου του.
 
Η ΕΠΕΤΕΙΟΣ των 100 χρόνων από τη γέννηση του Νικηφόρου Βρεττάκου έδωσε την αφορμή για την ανακήρυξη της φετινής χρονιάς ως «Έτος Βρεττάκου» από το Υπουργείο Πολιτισμού. Με αυτή την πρωτοβουλία επιδιώκεται να φωτιστεί περαιτέρω και ν’ αναδειχθεί η πνευματική του εμβέλεια - όλα τούτα ισχύουν για τους σημερινούς λογοτέχνες, τους κριτικούς και πανεπιστημιακούς, όσο κυρίως για το αναγνωστικό κοινό, εκείνο το απαίδευτο και εκπαιδευτικά κακοδιαμορφωμένο ώστε να θεωρεί την ποίηση ένα στρέβλωμα της γραφής και της έκφρασης, μια «απεχθή» σχολική διαδικασία... Όλα τούτα όμως ισχύουν παρ’ ελπίδα και για ένα διαφορετικό, πλην ελαχιστοποιημένο στην έκτασή του, αναγνωστικό κοινό της ποίησης το οποίο μετράει τις λέξεις του ποιητή με άλλα μέτρα και σταθμά, αναγνωρίζει το ποιητικό αποτύπωμά του στην εμπειρία της ανάγνωσης, επιτρέπει την επίδραση του ποιήματος στο θυμικό του... Κι αυτό το γεγονός είναι το παρήγορο.

ΓΙΑ Ο,ΤΙ ΑΦΟΡΑ την περίπτωση του Νικηφόρου Βρεττάκου, η ποιητική του περσόνα, η εξέλιξη και κορύφωσή του ως δημιουργού-λογοτέχνη, διαμορφώθηκε μέσα σ’ αυτό το κλίμα απαιδευσιάς: ο ποιητής δεν κατόρθωσε να σπουδάσει στα δύσκολα χρόνια της νεότητάς του, αλλά κατάφερε να αναδειχθεί μέσα από το αντιπνευματικό και αντικαλλιτεχνικό περιβάλλον της εποχής και της πατρίδας του. Έλεγε χαρακτηριστικά ότι «η ποίηση στον τόπο αυτό δεν υπήρξε παιχνίδι της φαντασίας, υπήρξε ζωή και σε τελευταία ανάλυση υπήρξε παιδεία». Δεν υπήρξε «αστός» (με την έννοια του αστισμού που νοείται στην Ελλάδα γενικότερα), ώστε να αδράξει ευκαιρίες εξακτινισμού σε πεδία έμπνευσης εκτός γεωγραφικών και γραμματολογικών ορίων, όμοια με άλλους ομοτέχνους του ωσάν τον Οδυσσέα Ελύτη ή τον Γιώργο Σεφέρη. Ωστόσο, ο ποιητής πέτυχε να συνδιαμορφώσει -εκείνος και η Μούσα του- έναν ποιητικό μικρόκοσμο, τόσο λεπταίσθητο και αρραγή όσο και άμεσο, λιτό και αινιγματικά όμορφο. Καθόλου τυχαία, το έργο του έγινε αποδεκτό και τιμήθηκε όσο ο ίδιος βρισκόταν εν ζωή, αλλ’ ωστόσο, στη συνέχεια, υπήρξε ένα «διάλειμμα» στην προσέγγισή του. Με ετούτη την αφορμή της επετείου, ίσως δίδεται μια αληθινή ευκαιρία επαναπροσέγγισής του.

Η ΠΟΙΗΣΗ του Νικηφόρου Βρεττάκου χρειάζεται την αρωγή των συγχρόνων -ποιητών, φιλολόγων-ερευνητών, αξιολογητών και λεπταίσθητων διαχειριστών του πλούσιου και πολύτιμου αρχείου του. Υπήρξε πολυγραφότατος, πολυεπίπεδος, πολύφερνος γραμματολογικά, ούτως ώστε η προσέγγισή του να απαιτεί «πολλά και διαφορετικά μάτια» για την ανάδειξή του, την αρμοστή, ως μια πνευματική προσωπικότητα υψηλού κύρους.

ΩΣ ΕΚ ΤΟΥΤΟΥ: 1. Οι επιστολές του με ανθρώπους των τεχνών και του προσωπικού του περιβάλλοντος αποτελούν έναν μικρό λαβύρινθο ερμηνευτικών προσεγγίσεων σε πρόσωπα και γεγονότα, καθώς συμπεριέχουν την παράθεση ανέκδοτων πτυχών της λογοτεχνικής ζωής, της πολιτικής επικαιρότητας, όσο και της ανθρώπινης κατάστασης για τον ίδιο τον ποιητή και τους αλληλογράφους του για περισσότερα από 50 χρόνια. 2. Στο αρχείο του μένουν ν’ αναζητηθούν -και ωφέλιμα να προβληθούν- οι κριτικές του σε εκδόσεις βιβλίων, τα σχόλια επί της επικαιρότητας σε εφημερίδες και έντυπα, η πλούσια αρθρογραφία του. Ο Βρεττάκος δεν στερήθηκε διάθεσης αλλά και εμπνευσμένης γραφής/συγγραφής έως το τέλος της ζωής του.

ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΑΥΤΟ συγκεντρώθηκε, ταξινομήθηκε και αποδόθηκε ακέραιο κι επιμελημένο από την οικογένειά του στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σπάρτης. Το υλικό είναι προσβάσιμο. Απαιτείται όμως η ηθική και οικονομική ενίσχυση όχι τόσο για τη διαφύλαξη ή προβολή του, αλλά για τη φιλολογικά ορθή και αποδοτική χρήση του. Ο υπαινιγμός δεν θα μπορούσε παρά να απευθύνεται στο υπουργείο Παιδείας ή το αποδυναμωμένο Πολιτισμού, την εκάστοτε νομαρχιακή ή περιφερειακή ή και δημοτική «αρμάδα προσώπων» της τοπικής πολιτικής σκηνής...
ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΠΝΕΥΜΑ μπορεί να συζητηθεί η έκδοση-επανέκδοση του έργου του ποιητή, καθώς τα περισσότερα βιβλία του έχουν εξαντληθεί και δεν υπάρχουν στα ράφια των βιβλιοπωλείων εδώ και χρόνια. Με αφορμή τη φετινή επέτειο, και δεδομένης της οικονομικής δυσπραγίας εν συνόλω, έχει γίνει μια σοβαρή προσπάθεια επανέκδοσης έργων καίριων για την κατανόηση της ποιητικής του («Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη», εκδόσεις Θεμέλιο, «Συνάντηση με τη θάλασσα», εκδόσεις Ποταμός κ.ά.). Απαιτείται όμως κάτι ακόμη: μια σοβαρή ανθολόγηση με κορυφώσεις της εκφραστικής ταυτότητας του Βρεττάκου ώστε πράγματι να συναρμολογηθεί μια οριστική «φασάδα» της παρουσίας του στο πλαίσιο της Γενιάς του 1930. Για να διαβαστεί εκ νέου, να εκτιμηθεί ουσιαστικά, να λάβει δε την ισότιμη θέση του στο πάνθεον αυτής της γενιάς ποιητών και πεζογράφων.

ΣΕ ΜΙΑ ΣΥΝΟΨΗ του «Έτους Βρεττάκου» θα πρέπει να γίνει ξεχωριστή αναφορά σε μια... ασυνήθιστη (για τα συνήθη δεδομένα) προσέγγιση από την οικογένεια του ποιητή: το πατρικό σπίτι στην Πλούμιτσα, μια ειδυλλιακή πλην απομακρυσμένη τοποθεσία μεταξύ Σπάρτης και Γυθείου, με πανοραμική θέα του Ταϋγέτου και του Πάρνωνα, έχει αναστυλωθεί, όπως και τα παραπλήσια κτήρια, μαζί με ένα αλώνι που μετατράπηκε σε πέτρινο θέατρο 200 θέσεων. Η οικογένεια Βρεττάκου αποσκοπεί -χωρίς μία συνδρομή από δημόσιους φορείς ή άλλες κρατικές πηγές- στη διαμόρφωση συνθηκών προβολής-προώθησης της σύγχρονης ελληνικής ποίησης μέσα από το όραμα του Νικηφόρου Βρεττάκου. Η σκέψη γίνεται για ένα θεσμοθετημένο ετήσιο ποιητικό και φιλολογικό φεστιβάλ καθώς και υποδομές για τη φιλοξενία δημιουργών-ερευνητών. Κι όλ’ αυτά, σε μια χωροχρονική και κοινωνική συγκυρία όπου η ανάδειξη της μνήμης, ο σεβασμός στις πνευματικές αξίες και η παραγωγή πολιτισμικού αγαθού δεν προβλέπονται κατάφωρα...

Του Bασίλη Ρούβαλη

Ο αγρός των λέξεων

Όπως η μέλισσα γύρω από ένα άγριο
λουλούδι, όμοια κι εγώ. Τριγυρίζω
διαρκώς γύρω απ τη λέξη.

Ευχαριστώ τις μακριές σειρές
των προγόνων, που δούλεψαν τη φωνή,
την τεμαχίσαν σε κρίκους, την κάμαν
νοήματα, τη σφυρηλάτησαν όπως
το χρυσάφι οι μεταλλουργο κι έγινε
Όμηροι, Αισχύλοι, Ευαγγέλια
κι άλλα κοσμήματα.

Με το νήμα
των λέξεων, αυτόν το χρυσό
του χρυσού, που βγαίνει απ’ τα βάθη
της καρδιάς μου, συνδέομαι συμμετέχω
στον κόσμο.
Σκεφτείτε:
Είπα και έγραψα, «Αγαπώ».


ΠΗΓΗ