Νυκτερινή Μαρία - Νίκος Εγγονόπουλος


Την επομένην ακριβώς του θανάτου μου, ή μάλλον της θανα-
τώσεώς μου, πήρα να διαβάσω όλες τις εφημερίδες, για να μά-
θω όσο το δυνατόν περισσοτέρας λεπτομερείας ως προς τα της
εκτελέσεώς μου. Φαίνεται ότι ωδηγήθην εις το ικρίωμα υπό
αυστηράς συνοδείας. Φορούσα, λέει, κιτρίνου χρώματος επεν-
δύτην, δικτυωτόν λαιμοδέτην και περικεφαλαίαν. Τα μαλλιά
μου ήτανε όμοια με βούρτσα, ίσως μπογιατζή, ίσως πιτυοκάμ-
πτη. Κατόπι πετάξανε το πτώμα μου μακρυά, σ’ ένα βαλτοτόπι,
όπου ήτανε άλλοτε λημέρι του γάλλου Καρτεσίου κι’ όπου
βρισκόταν επίσης, χρόνια τώρα, βορά των ορνέων και μιας
ιεροδούλου λεγομένης Ευτέρπης, το ένδοξο πτώμα του αειμνή-
στου Καραμανλάκη. Κι’ ενώ πολλά ελέγοντο ιεροκρυφίως,
ότι κατά την εποχήν εκείνην ευρισκόμουνα, κατ’ άλλους μεν
στο Μαρακαΐμπο της Νοτίου Αμερικής, κατ’ άλλους δε στον
Πειραιά, στο Πασσά Λιμάνι, εγώ βρισκόμουνα απλούστατα
στο Ελμπασσάν (της Αλβανίας). Και το μόνο πράμα της προ-
κοπής, που έτυχε να διαβάσω εκείνες τις ημέρες, ήτανε μια
μακροσκελέστατη επιστολή του Ιταλού Γουλιάμου Τσίτζη,
του εγκαρδίου και μοναδικού μου φίλου, τον οποίον άλλωστε
δεν γνώρισα ποτέ και για τον οποίον αμφιβάλλω ακόμα κι’ αν
υπάρχη. Με λίγες λέξεις, όλο το περιεχόμενο της επιστολής
του αυτής ήτανε το εξής: «Είσαι», έλεγε, υπονοών βέβαια
την Πολυξένην, «είσαι ένα παλιό γραμμμόφωνο με μπρούντζινο
χουνί κάτω από ένα μαύρο πανί».

                                                                              (Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν, 1938)