Οι αρχές του νεότερου ιστορικού μυθιστορήματος

Από τη Σοφία Ντενίση*

Το ιστορικό μυθιστόρημα της νεότερης εποχής είναι αναμφισβήτητα γέννημα του βρετανικού ρομαντισμού (1790-1830). Σπάνια γνωρίζουμε τη χρονιά που γεννιέται ένα λογοτεχνικό είδος και ακόμη πιο σπάνια η πατρότητά του αποδίδεται σε έναν και μόνο δημιουργό. Κάτι τέτοιο ισχύει, όμως, για το νεότερο ιστορικό μυθιστόρημα.
Το 1814 είναι η χρονιά που εμφανίστηκε, αρχικά ανώνυμα, το Waverley, το οποίο θεωρείται το πρώτο ιστορικό μυθιστόρημα της νεότερης εποχής και όπως αποκαλύφθηκε αργότερα ο Sir Walter Scott ήταν ο δημιουργός του. Το συγκεκριμένο έργο γνώρισε τεράστια επιτυχία· το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο Scott να γράψει έναν μεγάλο αριθμό ιστορικών μυθιστορημάτων, τα οποία κατόρθωσαν να αποκαταστήσουν το όνομα του μυθιστορηματικού είδους, το οποίο μέχρι την εμφάνιση του ιστορικού κλάδου του δεν έχαιρε καμίας εκτίμησης από το βρετανικό αναγνωστικό κοινό. Με ελάχιστες εξαιρέσεις μικρού αριθμού έργων, η μυθιστορηματική παραγωγή της περιόδου απορριπτόταν από την κριτική και τους σοβαρούς αναγνώστες ως «τα σκουπίδια των δανειστικών βιβλιοθηκών», οι οποίες κατέκλυζαν την εποχή εκείνη τη Βρετανία. Τα περισσότερα «κατασκευάζονταν» από τον εκδοτικό οίκο Minerva Press, γνωστό για τέτοιου είδους λογοτεχνία. Το μυθιστόρημα αυτού του είδους έφερε το χαρακτηριστικό όνομα «μυθιστόρημα της ημέρας», αφού η διάρκειά του ήταν για μία μόνο μέρα μέχρι να μετατραπεί σε φυλλάδα των έξι πενών για τα λαϊκά στρώματα. Ο Sir Walter Scott με τα ιστορικά του μυθιστορήματα αποκατέστησε το μυθιστορηματικό είδος ανεβάζοντάς το από τη χαμηλή θέση της παραλογοτεχνίας, την οποία κατείχε μέχρι τότε, στη θέση της λογοτεχνίας. Για να πετύχει κάτι τέτοιο χρησιμοποίησε την εκτενή του νομική, ιστορική, λογοτεχνική και λαογραφική γνώση, ώστε να μετατρέψει το ρομάντζο της περιόδου σε αξιοσέβαστη λογοτεχνία.

Σε ένα άρθρο του 1817 στο περιοδικό Quarterly Review, υπερασπιζόμενος το είδος στους κατηγόρους του, δίνει αναλυτικά τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός ιστορικού μυθιστορήματος. 

Ετσι, σύμφωνα με αυτόν, ένα ιστορικό μυθιστόρημα οφείλει:

1. Να αναφέρεται σε παλαιότερες εποχές.
2. Να περιγράφει κάποιες γνωστές ιστορικές προσωπικότητες, οι οποίες έζησαν τα χρόνια εκείνα.
3. Να περιγράφει τα ήθη και έθιμα των εποχών αυτών.
4. Να σέβεται την ιστορική αλήθεια ώστε να μην το απορρίπτει ο αναγνώστης, όμως να επιτρέπει την παραποίηση της Ιστορίας σε δευτερευούσης σημασίας συμβάντα, αφού ο συγγραφέας γράφει μυθιστόρημα και όχι Ιστορία.
5. Να σέβεται απολύτως την ιστορική αλήθεια στην απεικόνιση των ιστορικών προσώπων, η οποία πρέπει να βασίζεται σε ντοκουμέντα, χωρίς όμως να θεοποιεί νεκρούς ήρωες.
6. Να είναι βασισμένο στην πραγματικότητα σε μεγάλο βαθμό.
7. Να διαθέτει μια αφηγηματική τεχνική συνειδητά χαλαρή, ώστε να δίνεται στον συγγραφέα η δυνατότητα παρουσίασης ενός μεγάλου αριθμού προσώπων και εικόνων του παρελθόντος.
8. Να διαθέτει για πρωταγωνιστή έναν μυθοπλασιακό «παθητικό ήρωα», παρ' όλο που ένας τέτοιος ήρωας δεν αρέσει στο αναγνωστικό κοινό, γιατί έτσι προσφέρει τη δυνατότητα στον συγγραφέα να στρέψει την αφήγηση προς όποια κατεύθυνση επιθυμεί· ο πρωταγωνιστής αυτός οφείλει να είναι ξένος προς τον τόπο όπου διαδραματίζεται η ιστορία, οπότε μέσα από τις περιπέτειές του να πληροφορείται ο αναγνώστης για τις συνήθειες του τόπου, ο οποίος περιγράφεται.
Από τα παραπάνω χαρακτηριστικά γνωρίσματα του κατά Scott ιστορικού μυθιστορήματος αυτό που τράβηξε την προσοχή σύγχρονων και μεταγενέστερων κριτικών ήταν το θέμα της ιστορικής αλήθειας και το δικαίωμα παραποίησης, στον ελάχιστο βαθμό, της Ιστορίας. Ο Scott αναγκάστηκε να απολογηθεί γι' αυτή του την επιλογή και έτσι το 1822 στην εισαγωγή του έργου του Peveril of the Peak απαντά στις κατηγορίες εναντίον του για την παραποίηση της Ιστορίας σε μια αφήγηση δεδηλωμένα πλασματική και τους ειρωνεύεται με τη φράση «Πρέπει κανείς να ορκιστεί για την αλήθεια ενός τραγουδιού;».
Με το πέρασμα του χρόνου οι μυθιστοριογράφοι ιστορικών μυθιστορημάτων έκαναν, όμως, και άλλες επιλογές. Ετσι, κάποιοι φοβούμενοι τις αντιδράσεις της κριτικής για αυθαιρεσίες ως προς την ιστορική ακρίβεια στα μυθιστορήματά τους έμειναν πολύ στενά προσκολλημένοι στην Ιστορία, ώστε τα έργα που παρήγαγαν να είναι περισσότερο κοντά στην Ιστορία παρά στο μυθιστόρημα (Σχολή του Bulwer-Lytton), ενώ άλλοι έδωσαν μεγαλύτερη βάση στη μυθοπλασία και άφησαν την Ιστορία να λειτουργεί ως φόντο στα έργα τους. Ακόμη, κάποιοι τρίτοι, κυρίως οι γάλλοι μυθιστοριογράφοι, διαφώνησαν με τον αντι-ηρωικό πρωταγωνιστή του Scott, τον μέσο άνθρωπο τον οποίο ηρωοποιεί η ιστορική στιγμή, και επέλεξαν για πρωταγωνιστές τους ιστορικές προσωπικότητες, γράφοντας κατά βάση ιστορικές βιογραφίες, χωρίς να αντιλαμβάνονται τους κινδύνους τους οποίους έκρυβε ένα τέτοιο εγχείρημα, κινδύνους τους οποίους τόσο σοφά είχε αποφύγει ο Walter Scott.
Ας στραφούμε τώρα στην ελληνική πραγματικότητα. Για τα χρόνια του ελληνικού ρομαντισμού (1830-1880) ο Scott λειτούργησε ως πρότυπο μυθιστοριογράφου και ως ο επιφανέστερος εκπρόσωπος του είδους για τους ομοτέχνους του. Το ιστορικό μυθιστόρημα λειτούργησε αντίστοιχα ως το είδος που βοήθησε στην αποκατάσταση της θέσης του μυθιστορήματος, όταν προέκυψε και στην Ελλάδα ζήτημα για τις φθοροποιές επιπτώσεις του μεταφρασμένου μυθιστορήματος στα αγνά ελληνικά ήθη. Η δεκαετία του 1840 υπήρξε μία κρίσιμη δεκαετία για την πορεία του μεταφρασμένου μυθιστορήματος. Είναι αυτή τη δεκαετία, γύρω στο 1845, που παρατηρείται η στροφή από το ωφέλιμο στο τερπνό με τη μετάφραση κυρίως δημοφιλών έργων γάλλων μυθιστοριογράφων (Dumas, Sue κ.ά.), η οποία προσελκύει και ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό στην ανάγνωση των μυθιστορημάτων. Αναγνωστική μανία ακολουθεί, αφού νέοι και γυναίκες σύμφωνα με την κριτική γοητεύονται από τις ξενικές συνήθειες και τα χαλαρά ήθη των γάλλων μυθιστοριογράφων. Στα μισά της ερχόμενης δεκαετίας ξεσπούν έντονες αντιδράσεις κατά του φαινομένου. Το αναγνωστικό κοινό και οι κριτικοί χωρίζονται σε επικριτές και υποστηρικτές του είδους και οι υποστηρικτές του, με επικεφαλής τον Νικόλαο Δραγούμη, εκδότη του σημαντικότερου περιοδικού της περιόδου του περιοδικού Πανδώρα, επιστρατεύουν το ιστορικό μυθιστόρημα για να υπερασπιστούν τη χρησιμότητα του είδους. Το είδος διασώζεται, το ιστορικό μυθιστόρημα θεοποιείται, αφού αυτό μαζί με το κοινωνικό μυθιστόρημα μπορούν να οδηγήσουν στη δημιουργία «εθνικού» μυθιστορήματος, το οποίο αποτελεί το ζητούμενο της περιόδου.
Ομως η συγγραφή ενός ιστορικού μυθιστορήματος δεν είναι τόσο εύκολη υπόθεση. Ετσι ο αριθμός των ιστορικών μυθιστορημάτων που γράφτηκαν τα χρόνια του ελληνικού ρομαντισμού, αντίθετα με ό,τι υποστηριζόταν επί μακρόν, αποδείχτηκε με ειδικές μελέτες πως μόλις άγγιζε τα 15 έργα σε ένα σύνολο περίπου 180 πρωτότυπων αυτοτελών έργων, δηλαδή ένα πολύ χαμηλό ποσοστό της συνολικής παραγωγής. Και από αυτά αρκετά ήταν απλώς αποτυχημένες απόπειρες για τη σύνθεση ιστορικού μυθιστορήματος. Τα χρόνια θα περάσουν και το ιστορικό μυθιστόρημα θα είναι παρόν με σημαντικά έργα σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα και απ' ό,τι φαίνεται, η επιτυχία του θα συνεχιστεί για πολλούς ακόμη αιώνες, με μόνιμους θαυμαστές, σε πείσμα των επικριτών του.

* Η Σοφία Ντενίση είναι επίκουρη καθηγήτρια της Ιστορίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών

ΠΗΓΗ