Ιστορία ενός αιχμαλώτου - Στρατής Δούκας (απόσπασμα)

Το πρωί μας σηκώσανε για το Αχμετλί. Άμα φτάσαμε, ο λοχαγός μάς περίμενε στο σταθμό κι απ’ αυτόν μάθαμε πως θα μέναμε εκεί.
Μας τράβηξε σ’ έναν ξερότοπο και μας άφησε στον ήλιο. Εμείς τον παρακαλούσαμε να μας βάλει απ’ το άλλο μέρος που είχε δέντρα.
― Όχι, μας είπε, στον ήλιο. Κι έφυγε.
Τ’ απομεσήμερο έπιασε βροχή· χαρήκαμε. Ήπιαμε με τη φούχτα μας νερό, πλυθήκαμε και δροσιστήκαμε. Άμα πήρε το βράδυ, ήρθε ο λοχαγός και μας έβαλε κάτω από ’να υπόστεγο. Στο πόδι ξημερωθήκαμε. Όλη τη νύχτα έβρεχε.
Το πρωί ήρθε πάλι· κοντά του είχε κι ένα γραμματικό. Μας χώρισε σε λόχους, κι έβγαλε τους τεχνίτες, φουρνάρηδες, ζυμωτήδες, καμιά δεκαριά, μαραγκούς, σιδεράδες είκοσι, χτίστες, σουβατζήδες άλλους τόσους· κι όπως τους χώριζε έλεγε:
― Εσείς που τα γκρεμίσατε, να τα χτίσετε.
Και τους παράδωσε στους στρατιώτες.
Ο γραμματικός φώναξε:
― Μυλωνάς δεν είναι κανένας από σας; Καρπό έχουμε ν’ αλέσουμε. Δεν ξέρει κανένας σας μυλωνάς;
Βγήκε ο αδερφός μου και δυο άλλοι.
Οι ζυμωτήδες πήγαν στο φούρνο, κι έβγαλαν κουραμάνα, από κριθάρι ακοσκίνιστο. Κι από κείνη τη μέρα μας μοίραζαν από ’να τέταρτο στον καθένα μας. Ένα βράδυ δυο ζυμωτήδες έκλεψαν λίγο χαμούρι γιατί ’χαν στο νου τους να το σκάσουν. Κι ο σκοπός τους έπιασε την ώρα που το έκλεβαν. Το πρωί τους πήγαν στο λοχαγό, που έμενε εκεί κοντά μας σε μια καλύβα.
― Τούτοι εδώ χτες βράδυ έκλεψαν χαμούρι για να φύγουν, του λένε.
Ο λοχαγός έβγαλε το πιστόλι του.
― Να, έτσι θα πάτε σα σκυλιά όσοι κάνετε αυτά, είπε και τους σκότωσε μπροστά μας. Ύστερα μας έβαλε αγγαρεία να καθαρίσουμε το σταθμό. Απ’ την ακαθαρσία, μας πόνεσαν τα μάτια. Κι ένας λοχίας που μας παράστεκε, Τουράν τον λέγανε, μας φώναζε άγρια και μας χτυπούσε, για να τον καμαρώνουνε μεσ’ απ’ το τρένο οι γυναίκες. Κι όποιοι από μας είχαν βαρύ πονόματο τους έλεγε πως θα τους πάει στο νοσοκομείο να τους γιατρέψει, κι αυτός τους τράβαγε μες στη χαράδρα και τους ξεπάστρευε.
Ένα βράδυ ο λοχαγός έδωσε διαταγή στη φρουρά να πουν στα χωριά, όσοι θέλουν παραγιούς να ’ρχονται να παίρνουν.
― Έχουμε, να τους πείτε, απ’ όλους· τσοπάνηδες, χτίστες, σιδεράδες, ό,τι θέλουν.
Το πρωί έφτασαν οι μουχτάρηδες κι άρχισαν να διαλέγουν πενήντα, ογδόντα, όσους ήθελαν από μας, σα να ’μαστε ζωντόβολα.
Τότε συμφωνήσαμε, δώδεκα χωριανοί, να μάθουμε κανένα καλό χωριό, κι όταν ξανάρθουν και ζητήσουν, να πάμε όλοι μαζί.
Από λίγες μέρες ένας δεκανέας που μας συμπαθούσε, γιατί του είχαμε χαρίσει, από την αρχή όταν πιαστήκαμε, ένα ζουνάρι που του άρεσε, μας λέγει:
― Ετοιμαστείτε. Εδώ κοντά είναι ένα καλό χωριό, το Μπουνάρ-Μπασί, στο Μποζ-Νταγ. Θα περάσετε καλά.
Τον ρωτήσαμε αν θα ’ρθει κι αυτός μαζί.
― Όχι, μας λέγει, εμένα δε μ’ αφήνει ο λοχαγός. Θα σας παραδώσω στο μουχτάρη.
Μας παράδωσε και φύγαμε.
Στο δρόμο απάνω, βρήκαμε μια γκορτσιά και πέσαμε στ’ άγουρα γκόρτσα.
―Μπρε σεις, ελάτε, φώναζε ο μουχτάρης, μας πήρε το βράδυ.
Κι εμείς μπήκαμε στο δρόμο τρώγοντας.
Στο χωριό φθάσαμε νύχτα. Μας μοίρασαν σε τρεις μεριές, από τέσσερις.
Είκοσι μέρες δουλέψαμε σ’ αυτό το μέρος. Κι απ’ την πρώτη μέρα που πήγαμε, βάλαμε με το νου μας να λιποταχτήσουμε, κι αρχίσαμε στα κρυφά να κρατούμε ψωμί, κι ό,τι άλλο βαστούσε απ’ το φαγί μας, για το δρόμο.
Τέλος ορίσαμε τη μέρα. Παρασκευή μεσάνυχτα να ξεκινήσουμε. Κι όταν ήρθε η ώρα, ξύπνησα το σύντροφό μου, κι ένας με τον άλλο ξυπνήσαμε όλοι. Μα οι άλλοι μετάνιωσαν. Εμείς τους είπαμε: τ’ αποφασίσαμε πια, θα φύγουμε. Και φύγαμε.