Όταν η λογοτεχνία στον Τύπο πέθανε οριστικά

Ο θάνατος του χρονογραφήματος

Του Βασίλη Θεοδωρόπουλου

«Το βίωμα κι ότι αυτό αποτυπώνει…»
Με τον όρο «χρονογραφία» αναφερόμαστε σε ιστορικής φύσης έγγραφο ενδιάμεσης έκτασης, ως προς το μικρότερο «Χρονολόγιο» και το πολύ μεγαλύτερο «Χρονικό», που αντιστοιχεί στον όρο «annales». Συνήθως το αντικείμενο της χρονογραφίας, είναι η ανά έτος αφήγηση ιστορικών γεγονότων και οι συγγραφείς χρονογράφοι, που ασχολήθηκαν περισσότερο με το είδος, ανήκουν στο είδος της βυζαντινής ιστοριογραφίας. Το βυζαντινό λογοτεχνικό είδος της χρονογραφίας, διακρίνεται για την αφήγησή του, η οποία ξεκινά συνήθως από κτίσεως κόσμου και καταλήγει περιγραφικά στην εποχή του χρονογράφου. «Το Ελληνικό χρονογράφημα πέθανε μια βραδιά της δεκαετίας του 70. Κανείς δεν σημείωσε την ημερομηνία. Οι εφημερίδες - οι αγαπημένες του εφημερίδες που το φιλοξενούσαν τόσα χρόνια - δεν έγραψαν λέξη. Μάλιστα συνέχισαν να δημοσιεύουν ενυπόγραφες στήλες που τις χαρακτήριζαν "χρονογραφήματα". Μόνο που, βέβαια, οι στήλες αυτές δεν είχαν πια καμιά σχέση με το τόσο ευαίσθητο λογοτεχνικό είδος που καλλιέργησαν ο Κονδυλάκης, ο Νιρβάνας κι ο Μελάς. Ήταν (και είναι) πολιτικά (και παραπολιτικά) σχόλια, ευθυμογραφήματα, ή απλές προσωπικές τοποθετήσεις. Ο τελευταίος καθαρόαιμος Έλληνας χρονογράφος, ήταν ο Παύλος Παλαιολόγος…», έγραψε ο Γιάννης Δήμου.
Τι κρίμα αλήθεια… Χάθηκε ένα μοναδικό λογοτεχνικό είδος, που με τη δύναμη του στυλ γραφής του, δεν αποτύπωνε μόνο τη σκέψη και την άποψη του συγγραφέα του, αλλά γίνονταν ένα σπάνιο κομμάτι, δεν διαρκούσε η αξία του στη ζωή μιας εφημερίδας, αλλά έμενε αναλλοίωτο στο χρόνο, αποτελώντας έτσι μέχρι και σήμερα ένα διαμάντι, που λάμπει στο ζόφο της σημερινής εποχής… Της εποχής, όπου η τεχνολογία, εξελίχθηκε με ταχύτατους ρυθμούς κι αντί να υπηρετήσει, υποδούλωσε τον άνθρωπο, σ` ένα ατέλειωτο τρέξιμο εξασφάλισης χρημάτων, ικανών κι απαραίτητων στην προμήθειά της… Μετά το θάνατο και του Φρέντυ Γερμανού, της μεγάλης κυρίας Ελένης Βλάχου, ο τελευταίος ήταν ο Βασίλης Λ. Καζαντζής, που κι αυτός σταμάτησε στα τέλη της δεκαετίας του `70…
Και μαζί με το χρονογράφημα πέθαναν κι άλλα αξιόλογα λογοτεχνικά κείμενα, που κάποτε κοσμούσαν τις εφημερίδες μας: τα διηγήματα (λ.χ. ολόκληρος ο Παπαδιαμάντης!), ποιήματα (ο Σουρής, λ.χ.), μυθιστορήματα σε συνέχειες (ο Καζαντζάκης, λ.χ.), ταξιδιωτικές εντυπώσεις (οι Καζαντζάκης, Ουράνης), επιφυλλίδες - δοκίμια - δηλαδή, όλα τα είδη του έντεχνου λόγου… Τότε, που οι εκλεπτυσμένοι «πολιτισμένοι» αναγνώστες των εφημερίδων διψούσαν να διαβάζουν ανάλογα κείμενα, τότε, που η λογοτεχνία βρίσκονταν δια των δημοσιογράφων στην υπηρεσία του αναγνώστη… Τότε, που δεν έπαιρνες εφημερίδα για το DVD ή το CD, αλλά για να απολαύσεις τον ορθά γραμμένο έντεχνο λόγο… Αυτό συνέβαινε, άλλωστε, και με τις πολιτικά «χρωματισμένες» εφημερίδες…
"Το σημερινό χρονογράφημα" είπε ο Παύλος Νιρβάνας στον εναρκτήριο λόγο του στην Ακαδημία Αθηνών, "είναι η καθημερινή ιστορία της ζωής και η φιλοσοφία της. Είναι η ιστορία της ζωής και του δευτερολέπτου. Συμβάντα, επεισόδια, σκηναί της ζωής ... παραλαμβάνονται από τον χρονογράφον, ιστορούνται, διϋλίζονται, καλούνται να αποδώσουν την βαθυτέραν των ουσίαν και κάποτε την βαθυτέραν των έννοιαν". Ναι αυτό ήταν το χρονογράφημα…
Μετά την περίφημη «αλλαγή» του `81, στην θεματολογία του χρονογραφήματος εισέβαλε η πολιτική, όχι σαν στοιχείο της ζωής, αλλά σαν κύριο θέμα - κι ακόμα χειρότερα - με συγκεκριμένη κομματική κατεύθυνση και θέση. Αντί να δίνει μορφή στα συναισθήματα και στις σκέψεις του ανθρώπου, να μιλάει για …τα τετριμμένα (αλλά και τόσο σημαντικά) συμβάντα της ζωής, το χρονογράφημα σχολίαζε πια την πρωτοσέλιδη επικαιρότητα… Όμως όλοι πια ξέρουν, πως η επικαιρότητα είναι μια τεχνητή, κατασκευασμένη πραγματικότητα.
Ένα δημιούργημα των στρατευμένων ΜΜΕ, ένα, συνήθως κατευθυνόμενο μοντάζ γεγονότων και πληροφοριών. Πάνω στην επικαιρότητα, δυστυχώς, δεν μπορεί να βασιστεί κανένα είδος τέχνης. Κι επιπλέον οι διευθυντές κι εκδότες, βάζουν τους πολιτικούς τους αφεντικούς πάνω απ` το κοινό τους. Αυτούς κυρίως θέλουν να ικανοποιούν και να υπηρετούν, αδιαφορώντας για το λαό. Μ` αυτούς, εξάλλου, συναλλάσσονται συνήθως…
Απ` εκεί, πηγάζει η κακοδαιμονία του Τύπου (και των ΜΜΕ γενικότερα) στη χώρα μας.
Να τι γράφει απολογητικά ο Γιάννης Δήμου: «Διότι όσο πιο 'επαγγελματικό' γινόταν το περιβάλλον στις εφημερίδες, τόσο άλλαζε ριζικά το κλίμα για τους διανοούμενους και τους λογοτέχνες. Οι επαγγελματίες δημοσιογράφοι, αντί να καλοδέχονται τον επισκέπτη, αντί να τον αντιμετωπίζουν ως συνεργάτη που εμπλουτίζει το φύλλο (το κλασικό χρονογράφημα πάντα το έγραφαν λογοτέχνες), τον βλέπουν σαν ‘αλεξιπτωτιστή' που ήρθε να τους ανταγωνιστεί αθέμιτα. Οι παλιότεροι θεωρούσαν τιμή τους να φιλοξενούν στην εφημερίδα έναν Παλαμά, Ροΐδη, Καρκαβίτσα, Νιρβάνα, Μελά, Ξενόπουλο. (Τέσσερις οι ακαδημαϊκοί- χρονογράφοι!) Οι νεότεροι, επηρεασμένοι από το συντεχνιακό πνεύμα, αντιμετωπίζουν εντελώς διαφορετικά κάθε ‘παρείσακτο'...».
Κι έτσι με ιδιαίτερη πίκρα αντιμετωπίζει κανείς, όλους τους «κακότεχνους» και «κακόγλωσσους» ατάλαντους δημοσιογραφίζοντες στα μεγάλα κανάλια, που εξαντλούν την «επικαιρότητα» στις φονικές μάχες της Λιβύης – προσφέροντας αίμα, φρίκη ή τρόμο -, στον αν απάντησε ή όχι και με τι …σαρδάμ ο ΓΑΠ, αν η κυρία του πρωϊνάδικου είχε βαθύ ντεκολτέ ή μαλλιά μεζ, κ.λ.π. ανούσια, με λάθη στην έκφραση της ελληνικής γλώσσας, που φαίνεται πως ουδέποτε διδάχτηκαν σωστά… Οι πραγματικοί δημοσιογράφοι περιορίζονται συνήθως στο γραπτό τύπο, έντυπο ή ηλεκτρονικό κι επειδή δεν έμαθαν να «κουτσομπολεύουν», «δεν πούλησαν την ψυχή τους στον κάθε διάολο», συνήθως είναι ή πενιχρά αμοιβόμενοι ή άνεργοι, μέσα στην αξιοπρέπειά τους… Τόσο καλά…
Αλλά η ουσία κρύβεται μέσα στο κοινό, δηλ. σε μας τους καθημερινούς αναγνώστες, τους πολιτικά ποδοσφαιροποιημένους, που δεν έχουμε χρόνο, ούτε προσλαμβάνουσες παραστάσεις, αλλά ούτε και διάθεση, για λεπτές απολαύσεις… Έτσι, μόνο σποραδικά - κι απ` τις λιγοστές εναπομείνασες, πια ποιοτικές εφημερίδες - μπορεί να αναβιώνει, το χρονογράφημα, σαν μουσειακό είδος, αυτό που κάποτε ήταν το πρώτο ανάγνωσμα κάθε ευπατρίδη Αθηναίου. Τι μπορεί να πει κανείς;
Το ότι περάσαμε στην άκρατη αγαθολαγνεία της κατανάλωσης, στην πλήρη ισοπέδωση της «λαϊκούρας», στην πολιτική της «πάρτης κι αρπαχτής», της πολιτικής οικογενειοκρατείας ατάλαντων κι άρα εκμεταλλεύσιμων πολιτικών γόνων, είναι γεγονότα, θέλουμε δε θέλουμε να το καταλάβουμε… Που καιρός για …λογοτεχνικές απολαύσεις… «Άρτον και θεάματα» θέλουμε, αίμα και σάρκες στις οθόνες, μονομαχίες πολιτικών κι οικονομικών συμφερόντων στις συζητήσεις της τηλεόρασης, για να τρέξουμε …τρομοκρατημένοι στα κρεβάτια μας…
Αφού είμαστε καλά εμείς, συγκριτικά μ` αυτά που είδαμε κι ακούσαμε, «ας ψοφήσει ο
γαϊδαρος του γείτονα», τι μας μέλλει;;;
Kοιτάζοντας το χρονογράφημα από μια αναγνωστο-κεντρική σκοπιά, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι, καθώς πρόκειται για ένα κείμενο που, κατά κύριο λόγο, δημοσιεύεται σ` εφημερίδες και σε περιοδικά ή ακόμη διαβάζεται στο ραδιόφωνο, λειτουργεί σαν μια καθημερινή υπενθύμιση της «συλλογικότητας», εκείνου που ο καθένας νομίζει ότι ζει ξεχωριστά. Kαι που ο καθένας υποτιμά, επειδή νομίζει ότι τη ζει ξεχωριστά απ` τους άλλους. H αξία που αποδίδεται σ` αυτό το «κάτι», που ζει ο καθένας ξεχωριστά κι όλοι μαζί μέσω του χαρτιού, είν` αυτό που αγαπιέται απ` τον κόσμο…
Ο Ψαθάς της δεκαετίας του `60, ήταν ο άνθρωπος που «έπιασε τον σφυγμό της νέας εποχής», κατάλαβε την διαφοροποίηση και την μεταστροφή του κοινού - και του πρόσφερε αυτό που χρειαζόταν. Γι αυτό είχε άλλωστε κι εκπληκτική επιτυχία - πολύ μεγαλύτερη απ` τους ανταγωνιστές του, τον «παραδοσιακό» Παλαιολόγο και τον «παλαίμαχο» Σπύρο Μελά. Ο πραγματικός υπαίτιος του θανάτου του χρονογραφήματος, ήταν η αλλαγή στις κοινωνικές και μορφωτικές συνθήκες, μπροστά στην άκριτη πολιτικο-καταναλωτικο-λαγνεία, αλλά και στις μεταβολές επί τα χείρω της παιδείας (στα σχολειά) και της μεταβολής της σύστασης της κοινωνίας (νέα τζάκια – παράνομος πλουτισμός): Μια Οργουελική αντίληψη της σημερινής παγκοσμιοποιημένης πραγματικότητας!!
………………………………………………………………………………………………………

ΥΓ. Δεν παρέλειψα χωρίς σκοπιμότητα, να δώσω τον κρατούντα ορισμό του χρονογραφήματος,
αφού πια κανέναν δεν ενδιαφέρει πια… Θα το πω όμως, έτσι για ιστορικούς και μόνο λόγους:
Το χρονογράφημα είναι είδος έντεχνου πεζού λόγου, με λογοτεχνική συχνά χροιά· δημοσιεύεται σε εφημερίδες και σε περιοδικά· κυρίως σε εφημερίδες, αν και στην Ελλάδα, τουλάχιστον, ξεκίνησε από τα περιοδικά. Πρόθεσή του είναι να σχολιάσει την επικαιρότητα της κοινωνικής, της πολιτιστικής, της πολιτικής, κ.λ.π., ζωής. Κινείται, δηλαδή, σε κάθε κατεύθυνση και αγκαλιάζει κάθε μορφή ζωής, που παρουσιάζει ευρύτερο ενδιαφέρον. Κατά πάγια συνήθεια, είναι σύντομο κείμενο, ευχάριστο και καλύπτει συγκεκριμένη στήλη στην εφημερίδα ή στο περιοδικό. Γράφεται σε τόνο εύθυμο, χαριτωμένο, χιουμοριστικό, κάποτε επικριτικό, δηκτικό άλλοτε, συχνά ειρωνικό, παραινετικό, έμμεσα ή άμεσα διδακτικό και παιδαγωγικό. Αυτά σημαίνουν ότι συστεγάζει αρμονικά τη χάρη και τη σκωπτικότητα, την ευφυολογία και τον κριτικό στοχασμό, την αφηγηματική ροή και τη διδακτική πρακτική, την ειρωνική διάθεση και τη σοβαρή πρόθεση. Με την ποικιλία των θεμάτων του και των τρόπων, με τους οποίους γράφεται, εξασφαλίζει όλες τις προϋποθέσεις μιας φιλικής ευχάριστης και τακτικής επικοινωνίας χρονογράφου και κοινού.
Οι αναγνώστες το περιμένουν. Έτσι τουλάχιστον συνέβαινε και συμβαίνει, όταν εκλεκτοί χρονογράφοι θεραπεύουν αυτό το είδος του λόγου. Είναι, άλλωστε, γνωστό ότι συχνά χρονογράφος και αναγνώστες αναπτύσσουν μιαν ιδιότυπη σχέση, που φτάνει έως και στην αλληλογραφία, όπως είναι γνωστό, ότι κάποτε οι χρονογράφοι ζητούν από τους αναγνώστες τους ακόμη και θέματα για πραγμάτευση: "θεματοπραγματευτές", ονόμαζε ο γνωστός χρονογράφος ΣπύροςΜελάς, απλούς ανθρώπους του περιβάλλοντός του, οι οποίοι του υποδείκνυαν θέματα για χρονογραφική πραγμάτευση.
………………………………………………………………………………

ΕΠΙΜΥΘΙΟΝ 1: «… Δεν έχουν λοιπόν κατανοήσει, ούτε τις διαφορές, ούτε την σχέση μεταξύ "οικουμενικού" και "ταξικού" προβλήματος σήμερα. Επίσης δεν έχουν κάνει στοιχειώδη εμβάθυνση της πολύπλοκης σημερινής πραγματικότητας. Αυτό τους οδηγεί να σκέπτονται κυρίως με «κουτάκια» (ταμπέλες – αριστερός - κεντρώος δεξιός, κλπ), χωρίς να μπορούν να κατανοήσουν τον τρόπο μέσα από τον οποίο αναπαράγεται η ανθρώπινη σκέψη και συμπεριφορά…… Τι μπορεί να περιμένει όμως κανείς από ανθρώπους, που θεωρούνται ότι έχουν "ιδεολογικό", "θεωρητικό" ή πολιτικό υπόβαθρο και το καπιταλιστικό management τους έχει ξεπεράσει (βλέπε, για παράδειγμα, την ανάλυση που υπάρχει για τον ρόλο της "συναισθηματικής νοϋμοσύνης" από το σύγχρονο management)…», μου γράφει ο φίλος μου ο Δημήτρης, ζωή νά `χει για το σχόλιό του αυτό, που ήρθε κι έδεσε στο κείμενό μου…
…………………………………………………………………………………

ΕΠΙΜΥΘΙΟΝ 2: Το είπαμε κιόλας, σκοπός του χρονογράφου είναι να ωφελήσει την κοινωνική ομάδα στην οποία απευθύνεται: να υποδείξει, να συμβουλέψει, να διδάξει, να διαπαιδαγωγήσει ενδεχομένως, να συμβάλει στη διάπλαση της κοινωνίας - κι όλ` αυτά κι άλλ` ακόμη κι άλλα: το χρονογράφημα υπερβαίνει κάθε φραγμό, επιδιώκει να τα πραγματοποιήσει με τρόπο ευχάριστο, αλλά και καυστικό. Είναι ο χρονογράφος ο καθημερινός οδηγός και δάσκαλος πολλών ανθρώπων και, όπως κάθε δάσκαλος έτσι κι αυτός, βαθύτερο κίνητρο έχει το "φιλάνθρωπον" του Αριστοτέλη, παρατηρεί ο Ευάγγελος Παπανούτσος.

ΕΠΙΜΥΘΙΟΝ 3: Είναι «παρηγοριά» να συνομιλώ με τους φίλους μου, το Νίκο, το Θανάση, τον Γιάννη, τον Δημήτρη, όταν κι όπου βρισκόμαστε ακόμη, στα ζαχαροπλαστεία, σε σπίτια, στο διαδίκτυο… Το να γράφεις τις εμπειρίες σου και να τις μοιράζεσαι, είναι σε πρώτο επίπεδο βάλσαμο για την καρδιά. Πόσες φορές, καταπιεσμένος απ` την ανελέητη καθημερινότητα, μπαίνω σπίτι μου, στο καταφύγιό μου, όπως το έχω ονομάσει και αποφορτίζομαι. Στη συνέχεια, αν καταθέσω την εμπειρία μου, είναι σαν η κάθε μια σκέψη μου, το κάθε συναίσθημα να εξατμίζεται, να χάνει τη δυσκολία που προκάλεσε, να εξαϋλώνεται… Να φτάνει στους φίλους, να τους συντροφεύει, να τους δυναμώνει: Δεν είμαι μόνος, δεν είναι μόνοι, γιατί μάθαμε, γιατί τώρα ξέρουμε και μοιραζόμαστε ότι ξέρουμε, γιαυτό και πάψαμε πια να φοβόμαστε, να τρομοκρατούμαστε… Κι αν το χρονογράφημα πέθανε σαν είδος στον τύπο, έζησε και φώλιασε κι αντρώθηκε στις ψυχές μας…