Το άλλο απόγευμα μας ήρθε – εντελώς αναπάντεχα – η είδηση πως φεύγουμε. Είδηση ήτανε, φήμη˙ όχι διαταγή –γιατί κανένας δεν ήξερε τι του γινόταν και πώς είχε διαδοθεί. Μας την έφερε ο Νίκος ο στρατιώτης μου, που ερχόταν λαχανιασμένος, βιαστικά, από κάτω. Δεν πιστεύαμε στην αρχή, δεν θέλαμε να πιστέψομε, γιατί ήταν και μια μεγάλη αναποδιά για μας, έτσι, που ακριβώς σήμερα το πρωί είχαμε δώσει, επιτέλους, για να ξεψειριάσουν λίγο, όλα μας τα ρούχα, ακόμη και τις κυλότες μας, σε μια δίπλα γυναίκα, να τα βάλει μπουγάδα.
Ντυθήκαμε όπως-όπως βιαστικά (είχαν πολύ ζόρι για να μπουν όλα τούτα τα μουσκεμένα ρούχα), στιβάξαμε γρήγορα όσα περισσεύανε στους σάκκους και τα σακκίδια, που σε λίγο άρχισαν να στάζουν, και τραβήξαμε αμέσως για κάτω. Απ’ όλες τις άλλες μεριές πλήθος άλλοι κατηφορίζανε κ’ ήτανε μια γενική αναστάτωση.
Είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει. Ο στενός δρόμος που περνούσε ακριβώς μπρος στο Μάζι και που η μεριά του τραβούσε για την Κόνιτσα, κ’ η άλλη του ερχόταν απ’ τη Μέρτζανη, μυρμήγκιαζε από στρατιώτες κι αξιωματικούς που ’χαν φορτωθεί επάνω τους όλα τα πράματά τους, μ’ ακουμπισμένο μπρος στα πόδια τους ό,τι δε χωρούσε πια σε πλάτη και χέρια. Μια σύμπαγη βαβούρα ανέβαινε απ’ όλες μαζί τις ανάκατες ομιλίες, κι εδώ κι εκεί, μες απ’ όλη τούτη την πήχτρα, ξετινάζονταν ξάφνου, μοναχικές, κάτι παράτονες κραυγές, σαν βιαστικά καλέσματα. Τους βλέπαμε, ακόμη από ψηλά, να ’χουν ξεχειλίσει και στα δίπλα χωράφια, μ’ όλα τα βλέμματα στραμμένα κατά τη μεριά της Μέρτζανης.
Στα δυο πλάγια του δρόμου, δίπλα στα χαντάκια, και σε μεγάλο μάκρος, ήτανε στιβαγμένο σ’ ένα αφάνταστο μπέρδεμα ό,τι υλικό είχε κουβαληθεί απ’ το Μπαντλόνι: καρέκλες, μπάγκοι, τραπέζια, κασόνια, κιβώτια, γραφομηχανές, χάρτες, αρχεία, καζάνια, τοπογραφικά όργανα, μεγάλες κωνικές σκηνές σε μπόγους, τηλεφωνικές συσκευές, αδέσποτες κουβέρτες, τάβλες, τρίποδα, περισσέματα από ξυλεία – όλα καταπασαλειμένα και βουτημένα στη λάσπη, κι όλο να μουσκεύονται τώρα όλα και περισσότερο με τη βροχή που σταθερά δυνάμωνε.
Ρώταγε ο ένας τον άλλονε τι ξέρει. Κανείς δεν ήξερε τίποτε – μα κι ο καθένας είχε ακουστά πως φεύγουμε και γι’ αυτό βρισκότανε εδώ. Έτσι ο ένας με τον άλλο είχαμε ειδοποιηθεί. Πώς; Από ποιον; Κανείς πάλι δεν ήξερε – μα αν έρθουνε (όπως λένε) αυτοκίνητα να μας πάρουνε, πάντως θα ’ρθουνε απ’ τη Μέρτζανη˙ γι’ αυτό κοιτάμε κατά κει.
Απ’ τη μεριά της Κόνιτσας άρχισαν να καταφτάνουν και να περνούν με χίλια βάσανα ανάμεσα μας κάτι τμήματα ιππικού. Περνούσαν σε μονή γραμμή και τα καπούλια κ’ οι ουρές των αλόγων ήτανε πάνω στα μούτρα σου. Φαινόντουσαν κατακουρασμένα τ’ άλογα˙ οι ιππείς είχαν τα χάλια τους. «Πού πάτε, παιδιά. Για πού;», φωνάζανε ολοτρίγυρα οι φαντάροι και σηκώνανε τα χέρια για να τους προσέξει ο καβαλάρης. Μα εκείνοι μένανε μουγγοί, κοιτώντας τα δυο αυτιά του αλόγου τους, ή σηκώνανε, σεκλετισμένοι, τους ώμους.
Κι άξαφνα κάτι ασταμάτητα απανωτά κορναρίσματα ανοίξαμε ένα μεγάλο κενό γύρω από δυο αεροδυναμικές λιμουζίνες που ερχόντουσαν απ’ τη μεριά της Μέρτζανης, γιομάτες από άγνωστούς μας ανώτερους αξιωματικούς, που τα χρυσά γαλόνια τους στους ώμους τους και τα πηλίκια τους λαμπυρίζανε πίσω απ’ τα κρυστάλλινα τζάμια. Κόψανε για μια στιγμή τη φόρα τους, η πίσω πόρτα του πρώτου αυτοκινήτου άνοιξε απότομα κι ένας αξιωματικός, τόσο άψογα ντυμένος που λες και πήγαινε σε παράτα, πρόβαλε βιαστικά με το ’να πόδι στο μαρσπιέ:
«Βρε σεις!» ξελαρυγγιαζότανε με πάθος κουνώντας απειλητικά το χέρι του σε μας, «τι καθόστατε ακόμη εδώ! Φευγάτε γρήγορα! Οι Ιταλοί έρχονται! Θα σας πιάσουν όλους! –Φευγάτε!», ακουγόταν ακόμη η φωνή του κι όταν τον είχαμε χάσει απ’ τα μάτια μας.
Μια ιαχή σηκώθηκε απ’ όλο το συμπιεσμένο πλήθος, που δεν ήξερες τι σημαίνει, γιατί ο καθένας φώναζε ό,τι του κατέβαινε˙ ένα γενικό κυμάτισμα ανατάραξε όλον αυτό τον όγκο από ανθρώπινες ψυχές – μια μπρος, μια πίσω, μια πλάι – που ταλαντευότανε διστακτικός ακόμη, αναποφάσιστος, ακέφαλος – που ένιωθε άξαφνα μια φοβερή απομόνωση.
Άρχισε από κείνα τα τμήματα της Χωροφυλακής, που παρατώντας τα πάντα: τον οπλισμό τους, το υλικό τους, ως και τις κουβέρτες τους ακόμη, ανοίγανε βιαστικά δρόμο ανάμεσά μας με σπρωξιές, κι αμίλητοι, κάνοντας, για να μη τους πάρουμε χαμπάρι, πως βιάζονται για υπηρεσία – κι από κείνους τους άλλους, πάλι της Χωροφυλακής, που κόντευαν να μας τσαλαπατήσουν καβαλικεμένοι άμαθα σε κάτι άλογα χωρίς σέλα, που ποιος ξέρει πού τα ξετρύπωσαν, και γαντζωμένοι, για να μη μπατάρουν, πάνω στα μαλλιά του αλόγου.
(β’ μέρος)
Ευτυχώς για μας, προτού μεταδοθεί ο πανικός, κάτι φωνές φώναξαν: «Έρχονται τ’ αυτοκίνητα!» Όλα ηρεμήσανε μεμιάς μες στη χαρωπή αναμονή. Έβρεχε, όπως λένε, με το τουλούμι, όλοι μας είχαμε μουσκέψει ως το κόκκαλο, η νύχτα είχε γίνει κατασκότεινη. Είδαμε τα φώτα τους, το ’να πίσ’ απ’ τ’ άλλο, λαμπερά, πασίχαρα, να στρίβουν την τελευταία κορδέλα, να ευθυγραμμίζουν, και να ’ρχουνται πια γραμμή κατ’ απάνω μας. Έρχονται! Έρχονται να μας πάρουν! αντιβούιζε όλος ο τόπος κι ο καθένας έσκυβε για να περιμαζέψει τα πράματά του και ν’ ανοίξει όσο μπορεί πιο ελεύθερο δρόμο.
Α! δεν θα ξεχάσω ποτέ, μου φαίνεται, αυτό το γιουρούσι που έγινε τότε! Ήτανε όλα-όλα τους έξι, κι ό,τι και να γινόταν δε θα χωρούσαν ούτε το ένα τέταρτο απ’ όσους βρισκόμαστε εδώ. Ούτε επιχείρησα να πλησιάσω, γιατί άξαφνα, ήτανε ένα θέαμα αηδιαστικό. Αν τους έλεγες πως πρέπει να σκοτώσουν τον άλλο για να βρουν μια θέση – θα το κάνανε. Ήτανε μια ομαδική αλλοφροσύνη – φωνές, χτυπιές, παρακάλια, τραβήγματα – μια τέλεια ξετσιπωσιά κι αδιαφορία για την εντύπωση που δίνεις. Από τους πρώτους, καθισμένο μάλιστα στην καλύτερη θέση, δίπλα στο σωφέρ, είδα τον Ανανίου. Κρατούσα μπράτσο τον Καψωμένο˙ είχαμε ανεβεί πάνω σε μια ξερολιθιά˙ κι από κάτω μας μάνιαζε όλη τούτη η ανθρωποθάλασσα. Τον ένιωθα να μου σφίγγει κι αυτός το μπράτσο μου πάνω στο στήθος του, σε μια ασυναίσθητη, ίσως, σύσπαση φρίκης. Άκουγες βόγγους χτυπημένων, ή κι απ’ άλλους που τους ποδοπατούσανε ακόμη, το ρόγχο των μηχανών, απότομες εξατμίσεις. – Ξεκινήσανε επιτέλους. Ένα ολόκληρο κύμα έτρεχε ακόμη από πίσω τους, προσπαθώντας να σκαρφαλώσει. Άλλους τους σπρώχνανε όσοι ήταν πια μέσα, άλλοι γκρεμοτσακιζόντουσαν μόνοι τους.
Τ’ αυτοκίνητα χαθήκαν πια – δόξα το Θεό! Όσοι απομένανε, απομένανε λαχανιασμένοι, σχεδόν κατάπληκτοι στην αρχή, κ’ ύστερα ξέσπασαν απότομα οι φωνές κ’ οι βλαστήμιες, που πάλι, το ίδιο απότομα, βουβάθηκαν σε λίγο.
Έγινε μια μεγάλη σιγή. Δεν άκουγες τίποτε άλλο παρά τη βροχή που έπεφτε επάνω μας σαν καταρράχτης. Για να συνέλθω από το ρίγος του πυρετού, από το μούσκεμα της βροχής (Ε! και γιατί να μην την πούμε τη λέξη;), απ’ την απόγνωση, έπινα όλο και πιο πολύ κονιάκ απ’ το παγούρι μου. Ο Καψωμένος προσπαθούσε, άτονα, να μ’ εμποδίσει, μα κι αυτουνού του πέφτανε βαριά, αδρανή, άσκοπα, τα δυο χέρια στα πλάγια.
Άρχισε η διαρροή, που κανένας δε μπορούσε να την συγκρατήσει. Στην αρχή ένας- ένας, δυο-δυο, κ’ ύστερα ολόκληρα μπουλούκια, που χανόντουσαν, χειρονομώντας και φωνάζοντας, μες στη βροχή και τη νύχτα – και πίσω τους να τρέχουνε, για να ενωθούν βιαστικά μαζί τους, κάτι αναποφάσιστοι μοναχικοί, που τώρα πια σα να τους ρουφούσε μαγνήτης.
Άλλοι είχανε βάλει χέρι σε κάτι άλογα. Ήτανε κάτι ζώα ψηλά με φαρδιά καπούλια, κι απάνω τους καβαλικεμένοι και δύο, και τρεις, και τέσσερις ακόμη, σφιχτά πιασμένοι ο ένας απ’ τη μέση του άλλου, μ’ όλα τα πόδια τους, κι απ’ τα δυο πλάγια, απλωμένα στη σειρά για να κλωτσήσουν αμέσως όποιον θα τολμήσει να πλησιάσει.
Ο Νίκος ο στρατιώτης μου, που τόση ώρα στριφογύριζε γύρω μου σα να καθόταν σ’ αναμμένα κάρβουνα, το ’χε σκάσει άξαφνα κι αυτός. Ο τόπος κάπως άδειαζε. Από την Κόνιτσα άρχισαν να φτάνουν κάτι σκόρπια τμήματα μεταγωγικού. Οι φαντάροι ρίχτηκαν να καβαλήσουν στα καπούλια των μουλαριών. Οι μεταγωγικοί αντιστεκόντουσαν˙ ήρθανε στα χέρια, το φορτωμένο μουλάρι τίναζε το σκοινί του, κλωτσούσε – γινότανε αληθινό πανδαιμόνιο.
Εκείνο που μου έκανε κατάπληξη ήτανε που είδα άξαφνα τον Πολιτόπουλο, τον Πολιτόπουλο που τον γνώριζα καλά και τον ήξερα τόσον καιρό για παλικάρι. Αξιολύπητος κι αξιοδάκρυτος τώρα, έτρεχε πίσω από κάθε μουλάρι που περνούσε μπροστά του και προσπαθούσε με μια πηδιά να βρεθεί πάνω στα καπούλια, μα κάθε φορά έπεφτε άτσαλα, με την κοιλιά, γλιστρούσε ή τον έσπρωχνε ό μεταγωγικός, και βρισκόταν ξαπλωμένος μέσα στη λάσπη.
«Πάρτε με και μένα! Πάρτε με και μένα!» φώναζε ικετευτικά.
Έτρεχε, με τα δυο του χέρια σηκωμένα ψηλά˙ η μανδύα του, του ’χε ξεκουμπωθεί κι ανέμιζε πέρα-δώθε πίσω του.