Η μοναξιά στον χώρο της λογοτεχνίας

«Τότε μόνο φαίνεται πως κάτι μαθαίνουμε για την τέχνη, όταν υποβαλλόμαστε στη δοκιμασία αυτού που θέλει να εκφράσει η λέξη μοναξιά. Η λέξη αυτή έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον, τι σημαίνει όμως “είμαι μόνος;” Πότε είμαστε  μόνοι; Όταν θέτουμε στον εαυτό μας αυτό το ερώτημα, δεν είναι απαραίτητο να φτάνουμε μόνο σε εμπαθείς απόψεις. Στη στάθμη του κόσμου, η μοναξιά είναι ένα τραύμα για το οποίο δεν θα ειπωθεί εδώ η τελευταία λέξη.
Στόχος δεν είναι επίσης η μοναξιά του καλλιτέχνη, η μοναξιά που, όπως λένε, του είναι απαραίτητη για να ασκήσει την τέχνη του. Όταν ο Ρίλκε γράφει στην κόμισσα ντε Σολμς-Λάουμπαχ (στις 3 Αυγούστου 1907): “Πάνε βδομάδες τώρα που, εκτός από δύο μικρά διαλείμματα, δεν έχει βγει ούτε μια λέξη απʼ το στόμα μου˙ επιτέλους, συσπειρώνεται η μοναξιά μου στον εαυτό της κι εγώ είμαι μέσα στη δουλειά μου όπως είναι το κουκούτσι μες στο φρούτο”, η μοναξιά για την οποία μιλάει στην ουσία δεν είναι μοναξιά, είναι περισυλλογή.

Η μοναξιά του έργου

Η μοναξιά του έργου -του έργου τέχνης, του λογοτεχνικού έργου- μας αποκαλύπτει μια πιο ουσιαστική μοναξιά. Αυτή η μοναξιά αποκλείει την αυτάρεσκη απομόνωση του ατομικισμού και αγνοεί την επιδίωξη της διαφοράς. Η μοναξιά αυτή δεν εξουδετερώνεται από το ότι αντιμετωπίζει με γενναιότητα έναν προορισμό, ο οποίος καλύπτει όλη την κατακτημένη επιφάνεια της μέρας. Αυτός που γράφει το έργο είναι ένας άνθρωπος παραμερισμένος˙ αυτός που το έχει γράψει είναι ένας άνθρωπος που διώχνεται. Αυτός ο διωγμένος, μαζί με τʼ άλλα που δεν ξέρει, δεν ξέρει και πως διώχτηκε. Αυτή η άγνοια τον προστατεύει, τον στρέφει προς άλλες κατευθύνσεις, επιτρέποντάς του έτσι να επιμείνει. Ο συγγραφέας δεν ξέρει ποτέ ότι το έργο έγινε. Σʼ ένα άλλο βιβλίο ξαναρχίζει ή καταστρέφει ό,τι τελείωσε στο τωρινό. Όταν ο Βαλερύ εκθειάζει το έργο επειδή έχει το προνόμιο να είναι ατελεύτητο, μʼ αυτό δείχνει πως δεν βλέπει ακόμα παρά μόνο την εύκολη πλευρά του».