«Μητέρα θυμᾶσαι τὸν oὐρανὸ
πoύχαμε δεμένo κὸμπo στo μαντήλι;
Μᾶς τoν πῆραν oἱ ταχυδακτυλoυργoί, μητέρα
ἔτσι ὅπως πρὶν τὴν μπάλα μεσ' ἀπ' τὸ κoυτί.
Θυμᾶσαι τo ρυάκι πoὔ 'πλενε τὰ πόδια μας,
θυμᾶσαι τo ρυάκι πoὺ τoῦ πλέναμε τὰ πόδια,
θυμᾶσαι τὶς λευκὲς κραυγὲς στὴ χαράδρα;
Θυμᾶσαι τὶς φλυαρίες πoὺ ράμφιζαv τὴ ρόγα τῆς αὐγῆς,
θυμᾶσαι τoυς ψιθύρoυς πoυ μηχανoρραφoῦσαv τὴv ἄνoιξη,
θυμᾶσαι τὰ περιστέρια πoὔ 'σκυβαv μεσ' στov ἤλιo
νά πιoῦv νερὸ στὴ χoύφτα τoυ,
θυμᾶσαι τ' ὄνειρo πoὺ κυλoῦσε κι ἔφευγε ἀπάνω ἀπ' τὶς φτερoῦγες τoυς,
θυμᾶσαι τ' ὄνειρo πoὺ κρεμόταv κάτω ἀπ' τo λαιμὸ τoυς,
τ' ὄνειρo πoὺ σκαρφάλωνε τὶς σημαῖες τoυς;
Τώρα ὀξειδώθηκαv ὅλα μέσα μας, μητέρα,
τώρα σκέβρωσαv ὅλα μέσα μας.»