Σ’ ένα κουρείο, ένα θέαμα κτηνώδες: Κάποιος «κύριος ανθυπολοχαγός» είχε σε μια φάκα ένα δύστυχο μικρό ποντίκι και το τυραννούσε, χύνοντας στάλα – στάλα, καφτό νερό πάνω του, και ρίχνοντάς του έπειτα χιόνι! Το δόλιο κείνο σπάραζε…
Μ’ έπιασε μια τρεμούλα αλλόκοτη κ’ ένα ρίγος, σαν από πυρετό – από μίσος! Δεν άντεξα:
̶ Ποιανού είν’ η φάκα;
̶ Δικιά μου! απάντησε ο κουρέας.
̶ Το πουλάς το ποντίκι;
̶ Τι το θές;
̶ Το θέλω! Πόσο;
̶ Δίχως τη φάκα;
̶ Δίχως.
̶ Δώσ’ ένα χιλιάρικο!..
(Με την άκρη του ματιού μου κοιτούσα πάντα τον ανθυπολοχαγό, που συνέχιζε εμπαθέστερα τα βασανιστήριά του. Είχε πια υποψιαστεί!)
̶ Πάρε το χιλιάρικό σου!.. Δόσμου εμένα τη φάκα!..
Είχε σκυλιάσει!
Τι θα το κάνεις; - ρώτησε θυμωμένα.
Μα εγώ είχα πάρει πια τη φάκα και την είχα ανοίξει!.. Το ζωάκι, κατάπληχτο και ζαλισμένο, δεν έβγαινε!..
̶ Τι κάνεις, κτήνος, εκεί!
̶ Δικό μου είναι – ό,τι θέλω!..
Τότε όρμησε κι άδραξε βίαια το χέρι μου ν’ αρπάξει τη φάκα! Το ζωάκι σάλταρε μια – και χάθηκε!..
Βρεθήκαμε σώμα με σώμα!
̶ Κύριε ανθυπολοχαγέ, σου συνιστώ να ηρεμίσεις!..
̶ Γιατί άνοιξες τη φάκα, παλιόσκυλο; Δεν είχες δικαίωμα να τον αμολήσεις!
̶ Μήτε όμως κ’ εσύ να τον βασανίζεις!.. Κύριε ανθυπολοχαγέ, καλύτερα να ηρεμίσεις!..
̶ Τον λυπήθηκες, παλιόσκυλο;
̶ Ναι.
̶ Μήπως λυπάσαι και τους συμμορίτες, κάθαρμα;
̶ Δε θα το καταφέρεις να με στείλεις στρατοδικείο για ένα ποντίκι, κύριε ανθυπολοχαγέ!.. Μην κοπιάζεις μάταια!..
̶ Σε ρωτάω: Λυπάσαι μήπως και τους συμμορίτες;
̶ Κ’ εγώ σε ρωτάω, κύριε ανθυπολοχαγέ, μήπως είσαι τόσο γενναίος κι απέναντί τους, όσο με το ποντίκι – κι αυτό στη φάκα;..
̶ Θα σου δείξω εγώ! – κ’ έφυγε έξαλλος.
Σε τρία λεφτά έν’ αυτοκίνητο της ΕΣΑ σταματούσε απ’ έξω. Μου είπαν να τους ακολουθήσω και με πήγαν στο φρούραρχο.
Ήταν ένας εξηντάρης συνταγματάρχης, λεπτός, ξεραγκιανός και γερασμένος:
̶ Εσύ είσαι που έκανες το επεισόδιο;.. Και πώς μπορείς εσύ να προσβάλλεις έτσι έναν αξιωματικό;
̶ Κύριε συνταγματάρχα, αυτός πρόσβαλε την αξιοπρέπεια του αξιωματικού, τυραννώντας σε δημόσιο χώρο ένα ποντίκι!
Έμεινε απορημένος και με κοίταζε… «- Πέντε μέρες φυλακή!» είπε, τέλος. «Θα ειδοποιήσω τη μονάδα σου. Πήγαινε!»
Δεν ειδοποίησε ποτέ.