Κείμενα καὶ σχόλια τοῦ παρόντος τμήματος ἐστάλησαν στὸν ἱστοτόπο ἀπὸ ἀναγνώστη ὁ ὁποῖος τὰ ἔλαβε ...ἄνευ ἀδείας... ἀπὸ τὸν ἐξαιρετικοῦ περιεχομένου δικτυακὸ τόπο www.sarantakos.com τοῦ Νίκου Σαραντάκου, μὲ τὴν πλούσια συλλογὴ κειμένων νεοελληνικῆς λογοτεχνίας. Τὰ σχόλια στὸ ποιητικὸ κείμενο παρατίθενται καὶ στὸ μονοτονικὸ σύστημα, ὅπως ἐγράφησαν ἀπὸ τὸν Ν.Σ.
Ὁ σατιρικὸς ποιητὴς Γεώργιος Σουρῆς δὲν ἀπέβλεπε στὴν ὑστεροφημία. Τρομερὰ εὔκολος στὸ γράψιμο, ἐπὶ 35 συναπτὰ χρόνια (ἀπὸ τὸ 1883 ἕως τὸ 1918) ἔγραφε μόνος του κάθε βδομάδα τὴν τετρασέλιδη ἐφημερίδα του Ὁ Ρωμηός, ἡ ὁποία, ὅσο κι ἂν ἀκούγεται ἀπίθανο σήμερα, ἦταν ὁλόκληρη ἔμμετρη, ἀπὸ τὸν τίτλο της (Ὁ Ρωμηός, ἐφημερίς - ποὺ τὴν γράφει ὁ Σουρῆς) μέχρι τὶς μικρὲς ἀγγελίες της!
Στὶς σελίδες τοῦ Ρωμηοῦ σχολιάζεται εὔθυμα ὅλη ἡ ἱστορία αὐτῶν τῶν 35 χρόνων. Αὐτὸ ποὺ ἐντυπωσιάζει τὸν σημερινὸ ἀναγνώστη, πέρα ἀπὸ τὴν ἀβίαστη ροὴ τοῦ στίχου τοῦ Σουρῆ, εἶναι τὸ πόσο λίγο ἔχουν ἀλλάξει ὁρισμένες καταστάσεις καὶ χαρακτηριστικὰ τῶν Ἑλλήνων.
Ἂς δοῦμε λοιπόν, πῶς περιέγραψε ὁ Σουρῆς στὸ Ρωμηὸ τοὺς πρώτους Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνες τοῦ 1896.
Βρισκόμαστε στὰ τέλη τοῦ 1894, ἕνα χρόνο μετὰ τὸ «Δυστυχῶς ἐπτωχεύσαμεν». Παρὰ τὴ σταθερὴ κοινοβουλευτική της πλειοψηφία, ἡ κυβέρνηση Τρικούπη εἶναι ἀναγκασμένη νὰ ἐπιβάλει ἐπαχθεῖς φόρους γιὰ νὰ ἀντεπεξέλθει στὴν ὑπερχρέωση τῆς χώρας. Στὸ φύλλο 486 τοῦ Ρωμηοῦ (12 Νοεμβρίου 1894), ὁ Φασουλὴς καὶ ὁ Περικλέτος, φιγοῦρες ἀπὸ τὸ κουκλοθέατρο καὶ μόνιμοι ἥρωες τοῦ Ρωμηοῦ, σχολιάζουν τὸ μέγα θέμα τῆς ἐπικαιρότητας, τὴν ἀπόφαση γιὰ τέλεση τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων τὸ 1896 στὴν Ἑλλάδα.
ποὺ θὰ ξυπνήσουν τὴν ἠχὼ τῶν λόφων τῶν ἐρήμων
παιᾶνες νέων ἀθλητῶν καὶ παλαιστῶν ἀλκίμων,
ἀπὸ παντοῦ τῆς ράτσας μας θὰ φθάσουν θιασῶται,
προσπάθησε δέ, Περικλῆ, νὰ ζήσῃς ἕως τότε
κι ὅλων τῶν ζῴων τοὺς ὀροὺς νὰ πίνεις μονορούφι,
ἀλλιῶς καθένας θὰ σὲ πεῖ μισέλληνα μαγκούφη,
ποὺ βρῆκες τὴν περίσταση γιὰ νὰ τὰ κακαρώσεις
πρὶν τῶν ἰοστεφάνων μας τὶς φέστες καμαρώσεις.
-- Θὰ κάνω κούρα, Φασουλῆ, μὴ στάξει καὶ μὴ βρέξει
γιὰ νὰ προφθάσω ζωντανὸς τὸ ἐνενηνταέξη
-- Ἦλθε κι ὁ φίλος Κουβερτέν, ὁ Γάλλος ὁ Βαρόνος,
καὶ στοῦ Συλλόγου «Παρνασσοῦ» ἐφώναξε τὸ βῆμα
πὼς τὴν Ἐλλάδ᾿ ἀθάνατος τὴν περιμένει χρόνος
κι οἱ δόξες θάβγουν οἱ παλιὲς μέσ᾿ ἀπὸ κάθε μνῆμα.
Κι ἐγὼ ποὺ λὲς ἐστάθηκα στὸν ρήτορα καρσὶ
κι αὐτὸς μιλοῦσε, μάτια μου, τὰ Γαλλικὰ φαρσί,
κι ἐγὼ ποὺ τὸ κατάφερα νὰ μὴν τὸν καταλάβω
ἐφώναξα μὲ τοὺς λοιποὺς «Βαρόνε, μπράβο, μπράβο»,
καὶ λόγ᾿ ἠκούσθησαν θερμοὶ στομάχων κεχηνότων
κι ὅλοι τὸν χειροκρότησαν οἱ Μαραθωνομάχοι,
γιὰ νἆναι δέ, βρὲ Περικλῆ, φιλέλλην ἐκ τῶν πρώτων
Ἑλληνικὰ χρεώγραφα πιστεύω πὼς δὲν θἄχη.
(...)
Καὶ μὴ νομίζῃς Περικλῆ, πὼς μπόλικον Ἀργύρη
προθύμως θὰ ξοδέψωμε γι᾿ αὐτὸ τὸ πανηγύρι.
Γιὰ τοὺς ἀγῶνες μηδεμιὰ δὲν θὰ γενῆ θυσία,
μὲ χρήματα τὴν δόξα τῶν δὲν θὰ τὴν κηλιδώσωμε,
καὶ τούτους θὰ τοὺς βγάλωμε εἰς τὴν δημοπρασία
κι ὅποιος τοὺς πάρει πιὸ φτηνὰ σ᾿ ἐκεῖνον θὰ τοὺς δώσωμε.
Ἡ μὲν Ἑλλὰς τὸ Στάδιον προσφέρει τῶν προγόνων
κι ἂς δώσουν ἄλλοι τὸν παρᾶ πρὸς πέρας τῶν ἀγώνων.
καὶ ὁ Σουρῆς φαντάζεται τοὺς ἀγῶνες :
πάλιν ὁ Λόρδος προχωρεῖ ἐκ μέσου τῶν ὁμίλων
κι ὅπως ὁ περιβόητος Κροτωνιάτης Μίλων
φορτώνεται τοὺς δανειστὰς ἀντὶ βωδιῶν στὸν ὦμο
κι ἀμέσως παίρνει δρόμο
καὶ τρεῖς φορὲς τὸ Στάδιον μὲ τούτους φέρνει γύρα
κι ὅλοι φωνάζουν «ἐλελεῦ, ἀθάνατε Σωτῆρα»
(...)
Ἀλλ᾿ ὅμως καὶ μουφλούζηδες κοιτάζω λεγεῶνας
ποὺ παίζουν Καραΐσκο,
νὰ βγαίνουν πρῶτοι νικηταὶ εἰς ὅλους τοὺς ἀγῶνας
προπάντων δὲ στὸν Δίσκο.
(...)
Ἀλλ᾿ ὅμως καὶ κολυμβητῶν παράποτε σπανίων
κατέρχεται φουσᾶτο,
ὁ δὲ Τρικούπης κολυμπᾷ εἰς πέλαγος δανείων
χωρὶς νὰ βρίσκει πάτο.
Οἰκονομικὰ προβλήματα
Ὅσο κι ἂν ἡ διοργάνωση ἐκείνων τῶν πρώτων Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων ἦταν σπαρτιατική σε σύγκριση μὲ τὸν σημερινὸ γιγαντισμό, τὸ οἰκονομικὸ κόστος ἦταν ὑπερβολικὸ γιὰ τὴν ἑλληνικὴ οἰκονομία. Μιὰ λύση (ποὺ δυστυχῶς δὲν ὑπάρχει σήμερα!) ἀποτελοῦσαν οἱ εὐεργέτες. Ὁ διάδοχος Κωνσταντῖνος ἀπευθύνει ἐπιστολὴ στὸν Ἀβέρωφ, ὁ ὁποῖος προσφέρεται νὰ καλύψει τὰ ἔξοδα γιὰ τὴν ἐπιμαρμάρωση τοῦ Παναθηναϊκοῦ Σταδίου, καὶ ὁ Φασουλῆς τοῦ Σουρῆ σατιρίζει στὸ φύλλο 507 τοῦ Ρωμηοῦ (8 Ἀπριλίου 1895).
Πρὸς τὸν Ἀβέρωφ ἐπιστολὴ
τοῦ κακομοίρη του Φασουλῆ
Ἀμάν, Ἀβέρωφ, σῶσε μας καὶ βοηθὸς γενοῦ
νὰ κουτουλήσ᾿ ἡ δόξα μας μὲ τ᾿ ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ
κι ὅταν κοτζὰμ Διάδοχος σοῦ γράφῃ κοπλιμέντα
κι ὅλος Ὑμέτερος πρὸς σὲ διὰ παντὸς πὼς μένει,
ἄνοιξε τὸ κεμέρι σου χωρὶς πολλὴ κουβέντα
κι ἂς εἶναι κάθε λέξις του ἀκριβοπληρωμένη.
Τοῦ κράτους τὴν ὑπόληψιν θέλεις δὲν θέλεις, σῶσε,
ἂν δὲ καὶ γράμμα δεύτερον σοῦ στείλουν ὡς τὸ πρῶτον,
ἂς πάει τὸ παλιάμπελο κι ὅ,τι κι ἂν ἔχεις δῶσε
πρὸς χάριν τῶν Ἀγώνων μας καὶ τῆς μητρὸς τῶν φώτων.
Κι ἂν τῶν Ἀγώνων ἡ πομπὴ καὶ σὲ χρεωκοπήσει
ἀλλ᾿ ὅμως μυριόστομος, Ἀβέρωφ, θὰ σαλπίσει
κι εἰς Δύσιν κι εἰς Ἀνατολὴν ἡ φήμη τ᾿ ὄνομά σου
καὶ θὰ καυχᾶσαι διαρκῶς γιὰ τὸ κατόρθωμά σου.
Κι ἂν καταντήσῃς νὰ μᾶς λὲς μὲ τὸν ντορβᾶ στὸν ὦμο
«δῶστε στὸν εὐεργέτη σας δυὸ ψίχουλα ψωμιοῦ»
ἀλλ᾿ ὅμως θὰ σὲ δείχνωμε μ᾿ εὐλάβεια στὸν δρόμο
κι ἔτσι τὸ στόμα θὰ μιλεῖ τοῦ καθενὸς Ρωμηοῦ:
«Βλέπεις αὐτὸν τὸν φουκαρᾶ,
ποὺ μὲ ντορβᾶ γυρίζει
καὶ κρυφομουρμουρίζει
γιὰ τὴν κακὴ κατάντια του
καὶ τὸν πικρὸ καημό του;...
Κροῖσος ἐλέγετο ποτὲ κι εἶχ᾿ εὐεργέτου πόζα,
ἀλλ᾿ ὅμως ὁ Διάδοχος τὸν πῆρε στὸν λαιμό του
μὲ γράμματα Βασιλικὰ πολὺ κοπλιμεντόζα,
κι ἀπεμαρμάρωσε λαμπρῶς τὰ Στάδια προγόνων
καὶ θῦμ᾿ ἀπέμειν᾿ ἔνδοξον ἀρχαϊκῶν ἀγώνων.»
Ἀμάν, Ἀβέρωφ, σῶσε μας καὶ βοηθὸς γενοῦ
... νὰ σκούξωμ᾿ ἔξω νοῦ
Ἡ ψωροκώσταινα πατρὶς καὶ πάλιν κοκορεύεται,
ἄσβεστος κρύπτεται πυρὰ στῆς δόξης τὸ καμίνι,
καὶ Στάδια μαρμάρινα κι ἀγῶνας ὀνειρεύεται
ἂν κι ἐκ τῆς πείνας μάρμαρο προώρισται νὰ μείνει.
Στὸ μεταξύ, ἡ κυβέρνηση Τρικούπη ἔχει πέσει καὶ τὴν ἐξουσία ἔχει ἀναλάβει ὁ Θεόδωρος Δηλιγιάννης. Ἡ κατάσταση τῆς οἰκονομίας προχωρεῖ πρὸς τὸ χειρότερο, καὶ ὁ Σουρῆς ἀναφέρεται ἐν παρόδῳ συχνὰ στοὺς Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνες, ὅπως στὸ φ. 524 (21 Ὀκτωβρίου 1895), ὅπου ἐμφανίζει τὸν βασιλέα τῆς Πορτογαλίας νὰ λέει τὰ ἀκόλουθα στὸν βασιλέα Γεώργιο:
Παράδεισον ἐπίγειον
καὶ δίχως ἰσοζύγιον
σφοδρὸς δὲ πόθος, ἀδελφέ,
μὲ διαφλέγει τώρα
νὰ φύγω ἀπ᾿ ἐδῶ
καὶ τὴν φυλὴν νὰ δῶ,
ποὺ δὲν χαλᾷ τὸ κέφι της
τῶν δανεικῶν ἡ ψώρα,
κι Ἀγῶνας Ὀλυμπιακοὺς
στὸ μέλλον ἑτοιμάζει,
ἀλλὰ κι ἐκείνους δανεικοὺς
κι ὁ κόσμος τὴν τρομάζει.
Φτάνει ἐπιτέλους ἡ μέρα τῆς ἔναρξης τῶν Ἀγώνων, ἡ 25η Μαρτίου 1896. Παρὰ τὴ μικρὴ ἀριθμητικὰ συμμετοχή τους, οἱ Ἀμερικανοὶ κατακτοῦν τὰ περισσότερα χρυσὰ μετάλλια, ἐνῷ ἡ Ἑλλάδα ἔρχεται δεύτερη. Σχολιάζει ὁ Σουρῆς στὸ φύλλο 547 τοῦ Ρωμηοῦ (30 Μαρτίου 1896):
Ὕμνους ἀναξιφόρμιγγας, βρὲ Περικλῆ, θὰ ψάλω
καὶ δι᾿ Ἀγῶνας διεθνεῖς τὸν σβέρκο μου θὰ βγάλω.
Τίνα μεγάλον ἥρωα, τίν᾿ ἄνδρα κελαδήσομεν;
ἐλᾶτε βάρη ν᾿ ἄρωμεν, ἐλᾶτε νὰ πηδήσωμεν,
καὶ νὰ παρακαλέσωμεν μὲ δίσκους εἰς τὸ χέρι
Ἀβέρωφ τὸν περίδοξον νὰ λύσει τὸ κεμέρι,
κι ὁλάκερο τὸ Στάδιο μαρμάρινο νὰ κάνει
γιὰ ν᾿ ἁλωνίζουν Κόννολυ καὶ Φλὰκ κι Ἀμερικάνοι.
(...)
Ποία ῥώμη, ποῖον νεῖκος!...
θέλεις ἅλμα κατὰ μῆκος,
θέλεις ἅλμα κατὰ πλάτος;
πρῶτος καὶ τὰ δυὸ τὰ κάνει
καὶ κερδίζει τὸ στεφάνι
Θοδωρὴς ὁ κορδονάτος.
(...)
Ἂν ρωτᾷς καὶ γιὰ τὴ σφαῖρα
πρῶτος εἶναι κι ἐκεῖ πέρα,
κι ὅταν δανεισταὶ τὸν δοῦν
εἰς τὸ χέρι νὰ τὴν πάρει,
τρέμουν μὴν τὴν ἀμολάρει
καὶ τὰ γένεια των μαδοῦν.
Πιὸ κάτω, ὁ Σουρῆς σατιρίζει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀντιμετώπισε τοὺς ἀγῶνες ὁ μέσος Ἕλληνας:
Ἀγῶνες, ποὺ ξετίναξε καθένας τὰ χαλιά του
καὶ ξένους ἐπερίμενε τὴν τύχη του νὰ κάνει,
Ἀγῶνες, ποὺ παραίτησε καθένας τὴ δουλειά του
καὶ μὲ πηλάλες δυνατὲς στὸν Μαραθῶνα φθάνει.
Ἀγῶνες, ποὺ κατήντησε ἡ τῶν προγόνων δόξα
γιὰ τοὺς συγχρόνους λόξα,
Ἀγῶνες, ποὺ μᾶς ζούρλανε τὸ τόσο μας ὀνόρε
καὶ κόσμος πάει κι ἔρχεται στῆς Ἀθηνᾶς τὸ φιόρε,
Ἀγῶνες, ποὺ δὲν βρίσκεται κανεὶς νὰ σωφρονίσει
τῆς ράτσας τῆς Ρωμαίικης τ᾿ ἀκράτητα παιδιά,
Ἀγῶνες, ὁποὺ νόμισαν καὶ στὸ Βαθρακονήσι
πὼς θὰ νοικιάσουν κάμαρες δυὸ λίρες τὴν βραδυά.
Ἀγῶνες, ὁποὺ πίστεψαν πολλοὶ μὲς στὴν Ἀθήνα
ὅτι μονάχα τό῾ν᾿ αὐγὸ θὰ πάει μία στερλίνα,
Ἀγῶνες, ποὺ πτερώνεται τὸ φρόνημα τοῦ γένους
κι οἱ γάτες κάνουν ἅλματα ψηλὰ στὰ κεραμίδια,
Ἀγῶνες, ὁποὺ φύλαξαν καμπόσοι γιὰ τοὺς ξένους
τὰ ψάρια των, τὰ χάβαρα, τὶς πίνες καὶ τὰ μύδια.
Ἀγῶνες, ποὔδειξε μικρὸ τὸν κάθε κουνενὲ
ἡ γῆ μας ἡ μεγάλη
κι ὁ Πύργος διεσπάθισε τὸν Γάλλον Περρονὲ
μεθ᾿ ὅσης τέχνης ἄλλοι
διασπαθίζουν φανερὰ
τῶν φουκαράδων τὸν παρᾶ.
Ἀγῶνες, ποὺ κουνήθηκε καὶ τοῦτο τὸ ρημάδι,
ποὺ πρῶτος ὁ Καρασεβντᾶς ἐβγῆκε στὸ σημάδι,
κι εἰς ὅλους ἄναψε σεβντᾶ τὸ γέρας τοῦ κοτίνου
κι ἂς βάλῃ τὸ χεράκι της ἡ Παναγιὰ τῆς Τήνου.
(...)
Ἀγῶνες, ποὺ μὲ σώματα παρέστημεν ἀκμαῖα
κι ἐθάμβωσε μισέλληνας ἡ πάγκαλος ἀλκή μας,
μὰ πάντ᾿ Ἀμερικάνικη σηκώνετο σημαία
μ᾿ ἐλπίδα πὼς θὰ σηκωθεῖ στὸ μέλλον κι ἡ δική μας.
Ἀγῶνες, ὁποὺ λύσσαξαν τὰ ξένα τὰ σκυλιὰ
καὶ τὸν μπελᾶ μας βρήκαμε μὲ τοὺς Ἀμερικάνους,
μὰ βάλαμε τῆς φίλης μας Εὐρώπης τὰ γυαλιὰ
καὶ τοὺς δευτέρους πήραμε περιφανεῖς στεφάνους.
Παρὰ τὰ πολλὰ ἑλληνικὰ χρυσὰ μετάλλια, οἱ θεατὲς ἦσαν ἀπογοητευμένοι ἐπειδὴ δὲν εἴχαμε κερδίσει καμιὰ πρώτη νίκη σὲ ἀγωνίσματα στίβου. Στὸ τελευταῖο ἀγώνισμα, τὸν Μαραθώνιο, ᾖρθε ὁ θρίαμβος τοῦ Σπύρου Λούη νὰ ἀναπτερώσει τὸ φρόνημα ὅλων, καὶ ὁ Σουρῆς προλαβαίνει νὰ τυπώσει στὴν τελευταία σελίδα τοῦ ἴδιου φύλλου τὴ χαρμόσυνη εἴδηση:
Τελευταία ὥρα
μὲ μεγάλη φόρα
Τὸν νικητήριον χορὸν καὶ σύ, «Ῥωμηέ» μου, σῦρε...
τὸν δρόμον τὸν περίδοξον, ποὺ χίλιους δούλους κάνει,
Ἁμαρουσιώτης κρατερός, ὁ Λούης τὸν ἐπῆρε,
κι ὁλόκληρον τὸ Στάδιον φρενῆρες ἐξεμάνη.
Ὕμνους Πινδάρου σήμερον ὁ Λούης ἂς ἀκούσῃ...
Ζήτω τὸ Γένος, ὁ Λαός, τὸ Στέμμα, τὸ Μαρούσι.
Οἱ Ἀγῶνες πέρασαν γρήγορα, μόλις καὶ μετὰ βίας διάρκεσαν 10 μέρες. Κατὰ σύμπτωση, τὴν ἴδια σχεδὸν στιγμὴ τῶν πανηγυρισμῶν γιὰ τὴ νίκη τοῦ Λούη, φτάνει στὴν Ἀθήνα ἡ εἴδηση τοῦ θανάτου τοῦ Χαριλάου Τρικούπη στὶς Κάννες. Μετὰ τὴν ἧττα του στὶς ἐκλογές, ὁ μεγάλος πολιτικὸς εἶχε ἐγκαταλείψει ἀπογοητευμένος τὴν Ἑλλάδα. Ἡ πρώτη σελίδα τοῦ ἑπόμενου φύλλου (548) τοῦ Ρωμηοῦ κοσμεῖται ὁλόκληρη ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ ἐκλιπόντος μέσα σὲ μαῦρο πένθιμο πλαίσιο. Ὡστόσο, οἱ ἐσωτερικὲς σελίδες σχολιάζουν τὸν ἀπόηχο τῆς νίκης τοῦ Λούη, ποὺ δὲν ἔχει ἀκόμα κοπάσει...
ἂν μία γιὰ πάντα τῆς Βουλῆς κλεισθεῖ τὸ Παρλαμέντο
κι ἂν κάνωμ᾿ ἑκατὸ φορὲς καινούργιο φαλιμέντο.
--Μέσα σε τούτη τὴν κοινὴ Μαραθωνομανία,
ὁποὺ καθεὶς φρενιάζει,
κι ἐμένα δὲν μὲ νοιάζει,
ἂν πᾶν οἱ παλιό-Βούλγαροι μὲς στὴν Μακεδονία.
Ἐμπρὸς στὸν Μαραθώνιον Βουλγάρους ποιὸς κοιτᾷ;
κι ἂν νέος Ξέρξης στρατιᾶς στὸν Μαραθῶνα στείλει,
ἀλλ᾿ ὅμως κάποιος θὰ βρεθεῖ μὲ πόδια δυνατὰ
νὰ σπεύσει τὴν ἐπιδρομὴν ἐγκαίρως ν᾿ ἀναγγείλει.
καὶ πιὸ κάτω, ὁ Σουρῆς ἀπευθύνεται στὸν Λούη, λέγοντάς του:
Ψάλλω κι ἐγὼ εὐγνώμων
τὸν Μαραθωνοδρόμον
Ὦ νικητῶν ἀπόγονε κι Ἁμαρουσίου θρέμμα,
ἔστεψε τοὺς θριάμβους σου τὸ θριαμβεῦον Στέμμα,
Διάδοχοι καὶ Πρίγκηπες σ᾿ ἐπῆραν ἀγκαλιά,
ξένες περιηγήτριες σ᾿ ἐχόρτασαν φιλιά,
κι ἴσως, λεβέντη χωρικὲ καὶ πρῶτο παλληκάρι,
καμμία Μὶς παράξενη θελήσει νὰ σὲ πάρει.
(...)
μὰ σὺ γι᾿ αὐτὰ κι αὐτὰ
μὴ δίνεις δυὸ λεφτά.
Ἄκου μὲ φλέγμα στωικὸν τὸ τί καθείς σου ψάλλει
καὶ μὴν ἀφήνεις τὸ τσαπὶ
γιὰ ν᾿ ἀποδείξεις, τσελεπῆ,
πὼς ἔχεις σὰν τὰ πόδια σου γερὸ καὶ τὸ κεφάλι.
ΠΗΓΗ