Το 1820, στο κατάστρωμα ενός πλοίου που τον οδηγούσε στη Ρώμη, ο 24χρονος Τζον Κιτς έγραψε ένα πανέμορφο ποίημα. Του έδωσε τον τίτλο «Bright Star» και το τοποθέτησε ευλαβικά ανάμεσα στις σελίδες ενός βιβλίου που κουβαλούσε στις αποσκευές του. Εναν χρόνο μετά, ο βρετανός ποιητής ξεψυχούσε στην ιταλική μητρόπολη όπου είχε μετακομίσει, ελπίζοντας εις μάτην ότι το θερμότερο και πιο φιλόξενο κλίμα της Ιταλίας θα μπορούσε να βοηθήσει τον ασθενικό και φυματικό οργανισμό του.
Όχι- μόνο σπιθόφωτος, τρεμάμενος τη νύχτα
Ψηλά, με μάτια ορθάνοιχτα, αιώνια κοιτάζω,
Σαν τον υπόνομο, άγρυπνο της Φύσης ερημίτη,
Ωκνά, αργοσάλευτα νερά στο ιερό τους έργο
Γύρω στη γη τα’ ανθρώπινα ακρογιάλια εξαγνίζουν.
Ή να θωρώ το μαλακό φρεσκοπεσμένο χιόνι,
Που στρώνει λευκοπούπουλα σε βάλτους κι ακροβούνια.
Όχι, ποθώ αμετάβολος και σταθερός να γέρνω
Στο στήθος της Αγάπης μου το αμέστωτο να νιώθω
Σε μιαν απαλήν ανασεμιά ν’ ανεβοκατεβαίνει
Και σ’ ανατάραγμα γλυκό πάντοτε να ξυπνάω
Κι αιώνια την ανάσα της ν’ ακούω στο ξυπνητό μου.
Έτσι η ζωή μου να κυλά ή κάλλιο ας σιγοσβήσω.
(Ανθολογία Άγγλων ποιητών, εκδ. Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων)
Το ποίημα που άφησε πίσω του ήταν αφιερωμένο στο μεγάλο έρωτά του για τη Φάνι Μπρον. Οι δυο τους γνωρίστηκαν ως γείτονες στο εξοχικό Χάμπστεντ του Βόρειου Λονδίνου, μετέτρεψαν τη δειλή αρχική έλξη σε έναν έρωτα που κατόρθωσε να νικήσει ακόμη και το θάνατο και, παρά τους αυστηρούς κοινωνικούς κανόνες της εποχής που δεν θα επέτρεπαν ποτέ ο φτωχός Κιτς να σχετίζεται με μια κοπέλα ανώτερης τάξης, το ζεύγος αρραβωνιάστηκε το 1819. Η πολυπόθητη γαμήλια μέρα δεν επρόκειτο, εν τούτοις, να έρθει ποτέ. Αμέσως μετά την απώλεια του αγαπημένου της και για το υπόλοιπο της ζωής της, η Φάνι επαναλάμβανε κάθε βράδυ το ίδιο συγκινητικό τελετουργικό: περπατούσε στους ανθισμένους κήπους και στα καταπράσινα λιβάδια όπου άλλοτε βάδιζαν μαζί με τον Κιτς και απήγγελλε το ποίημα που της είχε γράψει, με τα μάτια της πάντοτε βουρκωμένα….
Λαμπρό αστέρι (Bright Star) - Τζων Κητς
Λαμπρό μου αστέρι, σταθερός να ήμουν σαν και σένα,
Ψηλά, με μάτια ορθάνοιχτα, αιώνια κοιτάζω,
Σαν τον υπόνομο, άγρυπνο της Φύσης ερημίτη,
Ωκνά, αργοσάλευτα νερά στο ιερό τους έργο
Γύρω στη γη τα’ ανθρώπινα ακρογιάλια εξαγνίζουν.
Ή να θωρώ το μαλακό φρεσκοπεσμένο χιόνι,
Που στρώνει λευκοπούπουλα σε βάλτους κι ακροβούνια.
Όχι, ποθώ αμετάβολος και σταθερός να γέρνω
Στο στήθος της Αγάπης μου το αμέστωτο να νιώθω
Σε μιαν απαλήν ανασεμιά ν’ ανεβοκατεβαίνει
Και σ’ ανατάραγμα γλυκό πάντοτε να ξυπνάω
Κι αιώνια την ανάσα της ν’ ακούω στο ξυπνητό μου.
Έτσι η ζωή μου να κυλά ή κάλλιο ας σιγοσβήσω.
(Ανθολογία Άγγλων ποιητών, εκδ. Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων)