Κοστούμι στο χώμα - Ιωάννα Καρυστιάνη (απόσπασμα)

Ξεραΐλα. Χωράφια θερισμένα, χωράφια χέρσα. Δέρματα που στέγνωναν σε απλώστρες, κρανία κριαριών στους συρμάτινους φράχτες, δυο μπλε βαρέλια αλυσοδεμένα στα κλαδιά μιας ξερής συκιάς, ένας σκύλος σε κεραμίδια, άλλος σκύλος σε μπαλκόνι με την μπαλκονόπορτα κλειστή τρίτος σκύλος στην καρότσα φορτηγού, γεράκια σε πρωινή περιπολία, τόπος που την αυγή της αυγής δε σήκωνε ροζ. Ο Ρουσιάς είχε αφήσει το κρεβάτι αξημέρωτα και είχε πιάσει τους κατσικόδρομους, βαδίζοντας μέσα στο πηχτό μενεξεδί.
Δεν ήξερε αν καλώς επέστρεψε. Και δεν ήθελε να το σκέφτεται. Προχωρούσε κοιτώντας τα γύρω σαν καινούργια, κάτι η πολύχρονη απομάκρυνση, κάτι η εσκεμμένη λήθη, στη μνήμη του μερικές εικόνες είχαν ξεθωριάσει και είχαν πλακώσει η μια την άλλη σα διπλοτυπίες.
Τα βουνά είχαν αλλάξει οροπέδιο, τα οροπέδια σειρά, τα φαράγγια ονομασία, οι εκκλησίες άγιο, τα αλώνια αφεντικό. Τώρα ένα ένα έμπαιναν στη θέση τους και για τις αλλαγές έβαζε σημάδι τους ηλιακούς θερμοσίφωνες, τα παρκαρισμένα τζιπ, το βενζινάδικο στον κεντρικό δρόμο και το χτίσμα με την υπερμεγέθη ταμπέλα, εντοιχισμένες κουζίνες, χρηματοδότης των Κουντουράδων η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ανηφόρισε στο πλακόστρωτο, άνοιξε το σιδερένιο πορτάκι και βρέθηκε στη μέση τριάντα, σαράντα τάφων, κοίταξε τα επώνυμα στους σταυρούς, οι Ρουσιάδες πλειοψηφία.
Ένας απ’ όλους ήταν του πατέρα του, έψαξε στα φαγωμένα μάρμαρα και τον εντόπισε με έναν καντιφέ να γέρνει στο αυτί του. Οίκος Μύρωνος Ρουσιά. Εφονεύθη στις 22 Μαΐου 1972. Το πορτρέτο, επιχρωματισμένη μεγέθυνση, αντίγραφο εκείνου δίπλα στο νεροχύτη της γριάς του.
Φαίνεται πως ως και η έκφραση μιας φωτογραφίας αλλάζει με τέτοια παρέα, ο πατέρας του στην κουζίνα με γυναίκα, τυρί, αλατοπίπερα και πιατοπότηρα σα να ζούσε ακόμη, στο νεκροταφείο του Παγωμένου, στον τάφο του, μες στη μυρωδιά της ταγκάδας, είχε παραιτηθεί, καθώς γύρω του μετρούσε τις ζωές που πήγαν στράφι.
― Ήρθα λοιπόν, μπαμπά, είπε ο Ρουσιάς με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, όρθιος, σα να περίμενε την άδεια για να καθίσει για πρώτη φορά στον τάφο του γονιού του.
Έσκυψε και ακούμπησε δισταχτικά το σταυρό. Σχεδόν αμέσως τράβηξε το χέρι του πίσω. Δεν άναψε το καντήλι, δεν έψαξε για καρβουνάκι, δεν κάθισε στον τάφο. Έκανε ένα τσιγάρο στα όρθια. Το χάραμα άγγιξε το νεκροταφείο, έβαψε μάρμαρα και τσιμέντα μαβιά και τα πουλιά την κοπανίσανε από τις υο μηλιές του μαντρότοιχου. Παλιά υπήρχε μια κόκκινη μουριά, αλλά όταν οι πεθαμένοι γίνανε πολλοί και οι τάφοι φτάσανε στον ίσκιο της, το καλοκαίρι πέφτανε τα μούρα στα μάρμαρα, τζάμπα οι βασιλικοί και τα γιασεμιά, οι συχωρεμένοι μύριζαν μόνο τη χλωρίνη.
Ο Ρουσιάς θυμήθηκε το τελευταίο του καλοκαίρι στο χωριό, ο χανιώτης μαρμαρογλύφος είχε έρθει με νεύρα μια Κυριακή και μόλις τελειώσανε τα μνημόσυνα, πριόνισε τη μουριά, δεν του άρεσαν τα έργα του μες στους βυσσινί λεκέδες και τα οξέα από τις κουτσουλιές των σπουργιτιών.
Έριξε κλεφτές ματιές γύρω, διάβασε όλα τα κοντινά ενθάδε κείται, Ρουσιάδες από δω, Ρουσιάδες από κει, ένας Ρουσιάς κι αυτός, ξένος, που δεν ήξερε τι γύρευε εκεί κι όμως δεν μπορούσε να ξεκολλήσει.
Είχε μάθει πως το φέρετρο του πατέρα του δεν χώρεσε να περάσει από την πόρτα, τον βάλανε σπίτι από το παράθυρο, ένας άντρας βουνό, που τώρα τον ανέφεραν στη χάση και στη φέξη. Ο ίδιος ο γιος είχε θάψει σκέψεις και αναμνήσεις. Πώς αλλιώς; Θα έπρεπε να μετράει σφαλιάρες και φαρμακερές σιωπές, τα ωχ της απογοήτευσης, όπως τα έλεγε παραπονιάρικα ο δάσκαλος ι Παπαδοσηφάκης.
Παιδιά, μόνο μια φορά τα είχε πάει στη θάλασσα, στον Ήλιγγα, η πρώτη του βουτιά στα έντεκα, η μόνη οικογενειακή εκδρομή των παιδικών του χρόνων. Η μάνα είχε μπει ως το γόνατο. Τα τρία κορίτσια είχαν μουλιάσει.
Ο πατέρας δεν είχε βουτήξει, στιβάνια και κουμπούρια τα ήθελε πάνω του ανά πάσα στιγμή, γιος να σου πετύχει, έλεγε τότε στο παιδί, ούτε να τα λαδώσεις σωστά ούτε να τα γυαλίσεις πιάνουν τα ξερά σου. Ο Κυριάκος κοίταξε καλά τη φωτογραφία. Το στόμα μυδράλιο, τα μάτια οβίδες, τα χέρια χειροβομβίδες, ένα μπαζούκας ο πατέρας του. Έβαζε στα λόγια του και τα πρωινά ακόμη δυναμίτη και πετούσε ανάσκελα όλα τα αισθήματα. Κιμάς. Μεσημεράκι, απογεματάκι, τον ρωτούσανε οι διάφοροι διάφορα κι εκείνος πριν απαντήσει έπιανε πάνω από το σακάκι του το περίστροφο, περνούσε ένα χάδι και τις σφαίρες στην κωλότσεπη και κατόπι, εντάξει, κουβέντιαζε μια από τα ίδια, για κατσίκες, γυναίκες, φαγιά, κομματικά. Λόγια, μόνο λόγια, λέγανε κάνα δυο νταήδες πίσω από την πλάτη του.
Ο Κυριάκος Ρουσιάς έπιασε το αριστερό του στήθος, κίνηση που είχε κληρονομήσει από τη γιαγιά του. Άπλωσε τα δάχτυλα κι έφερε κύκλους την παλάμη στο δέρμα σ’ ένα αμήχανο μασάζ. Πονούσε. Σχεδόν σωματικά.