Εξορία - Κατερίνα Γώγου


Είναι πολύ καιρός
σχεδόν έξι χρόνια
που δεν ξέρω πού κοιμάμαι.
Πετάγομαι ιδρωμένη στον ύπνο μου
αν λέγεται ύπνος ένας συνεχής πυρετός
που μυρίζει ασημένια χαρτάκια
οινόπνευμα
βαριά χάπια
και απάνθρωπη μοναξιά.
Δεν θυμάμαι πού κοιμάμαι...
Νομίζω με ψείρες το χειμώνα στα Προπύλαια
και τα καλοκαίρια κάτω από σταθμευμένα
λεωφορεία για σκιά.
Οταν έρποντας η μνήμη μου επανέρχεται
μια νύχτα το σχήμα ανθρώπου πήρε
κι αφού υπνώθηκα
έρωτα βαθιά μέσα μου έκανε
μπήκε.
Από κει κι έπειτα άρχισαν τα δεινά.
Γέννησα ένα παιδί
σταλμένο να χτυπήσει από τα μέσα το κάστρο.
Πέρα από τις αφετηρίες όλων των ανέμων.
Πίσω από τα γαλανά βουνά.
Αυτή ήτανε η τιμωρία
γιατί η Βασίλισσα είχε χριστεί πολεμίστρια.
Επρεπε να μείνει ανέραστη.
Τα παιδιά τα κάνουνε μητέρες.
Ητανε δηλαδή άλλων δουλειά.