Το εργοστάσιο των μολυβιών - Σώτη Τριανταφύλλου (απόσπασμα)

Πάτρα: «Για την αγάπη της …Σώτης» Παρουσίαση του βιβλίου της Σώτης ΤριανταφύλλουΤι κορίτσι κι η Φανή. Θρασύτατο κορίτσι. Γιατί ο Βαν Μόυτεν δεν ζητούσε τη Φανή; Καλύτερα θα του ταίριαζε η Φανή, για τη Φανή θα ήταν ό,τι έπρεπε η ωραιότερη έπαυλη της Μπραζαβίλ και η φυτεία και τα ορυχεία του χαλκού.
Αλλά η Λουίζα επέμενε να τον παντρευτεί: της άρεσε που ήταν ψηλός, γεροδεμένος – έκανε υποκλίσεις και χειροφιλήματα. Μια μέρα της έφερε δώρο ένα σκαλιστό κουτί με σοκολατάκια «Prestige» που έλιωναν αργά στο στόμα· μιαν άλλη μέρα της έφερε ένα φωνόγραφο και δίσκους Victrola, με μουσική του Ρίχαρντ Βάγκνερ με την κοντράλτο Ερνεστίνα Σούμαν-Χάινκ – τέλος, της χάρισε ένα πράσινο ξύλινο κουτί με χρωματιστά μολύβια· η Λουίζα ξετρελάθηκε. Απέξω έγραφε «Μολύβια Diamond», USSR.
― Αχ, papa, κοίτα! ξεφώνισε η Λουίζα, ανοίγοντας το κουτί με τα μολύβια. Η Σοφία έβρισκε σταθερά παράξενη τη συμπεριφορά της Λουίζας· «Μολύβια!» είπε. «Δεν είναι δώρο για κοπέλα». Αλλά ο Μάρκος εντυπωσιάστηκε: Τι ωραία μολύβια! αναφώνησε, και τα περιεργαζόταν, τις κοφτερές τους μύτες, το χρωματιστό ξύλο που αγκάλιαζε το γραφίτη. «Ρώσικα μολύβια!» μονολόγησε σαν ονειροπαρμένος. «Μολύβια του Αρμάνδου Χάμμερ!» Δεν είπε τίποτα σε κανέναν, ούτε για τα μολύβια του Χάμμερ ούτε για τ’ ότι το μολύβι ήταν το έργο τέχνης των μηχανικών – μονάχα κλείστηκε στο γραφείο του κι έγραψε ένα γράμμα στον Βάγκαλη: «Είδα επιτέλους τα μολύβια που φτιάχνει ο Χάμμερ στη Σοβιετική Ένωση. Ωραία, συγκινητικά μολύβια! Ναι, ναι, μολύβια για τη γεωμετρία, για τα σχέδια των μηχανικών. Μεγάλοι μηχανικοί δεν γίναμε ποτέ βέβαια, αλλά, όπως λες κι εσύ, Δεν πειράζει! Ξέρω, έχω γίνει ένας ευσυγκίνητος γέρος», του έγραφε, «κι εσύ με κορόιδεψες. Όταν ήμασταν είκοσι χρονών, φοβόμουνα πως θα πεθάνεις. Πως θα καείς με την κάφτρα ή πως θα καείς γενικά. Για να είμαι ειλικρινής φοβόμουνα πως ήσουνα ικανός να πεθάνεις για να γίνεις το κέντρο της προσοχής. Τώρα πια ξέρω πως θα μας θάψεις όλους». Όταν τελείωσε το γράμμα, ο Μάρκος ένιωθε την επιθυμία να επαναλάβει αυτό που είχε κάνει το 1900 κι έπειτα το 1916 ή μήπως ήταν το ’17; Να φτιάξει τη βαλίτσα του και να πει στη Σοφία, Δεν ξέρω πότε θα επιστρέψω! Αλλά το μόνο που έκανε ήταν να σηκωθεί και να γυρίσει το κλειδί στην κλειδαριά, κι έπειτα να καταρρεύσει στην πολυθρόνα του: θυμήθηκε μια φορά στην Ζυρίχη που ο Βάγκαλης ήταν άρρωστος κι είχε καθίσει πλάι του στο κρεβάτι και του είχε πει: «Στηρίξου πάνω μου» ή κάτι τέτοιο, κι εκείνος είχε κουνήσει το κεφάλι του πολλές φορές καταφατικά. Όμως ο Μάρκος δεν είχε στηρίξει τον Βάγκαλη, μόλις είχε καταφέρει να στηρίξει τον εαυτό του. Δεν βρήκαμε ποτέ το γαλάζιο πουλί της ευτυχίας, σκέφτηκε, δεν το βρήκε κανείς μας. Σηκώθηκε και κλείδωσε την πόρτα του γραφείου του ακόμα μια φορά και σκέφτηκε με κάποια χαιρεκακία πως το ίδιο έκανε κι η Λουίζα – διπλοκλειδωνόταν – κι ότι η Σοφία αγανακτούσε: Είσαι ίδια ο πατέρας σου! της έλεγε, αλλά δεν ήταν αλήθεια, κι άλλωστε η Λουίζα δεν πολυάκουγε: έβαζε δίσκους στο φωνόγραφο και ζωγράφιζε το ένα χαρτί μετά το άλλο – τοπία της Αλεξάνδρειας, σκηνές απ’ το οικογενειακό τραπέζι, όχι ακριβώς σκηνές, λεπτομέρειες, τη Σοφία να τρώει με την άκρη του πιρουνιού, ή τη σιλουέτα του Βαν Μόυτεν, το περίγραμμα του μόνο, απέναντι απ’ τη Λουίζα – με μαύρο μαλακό μολύβι, ρώσικο. Κούρδιζε το φωνόγραφο κι έτρεχε στην άκρη του δωματίου για ν’ ακούει, έλεγε, καλύτερα. Και μετά, έξυνε τα μολύβια της και τα καμάρωνε. Η Λουίζα, σχολίασε η Σοφία, ακούει ξελαρυγγίσματα από χωνιά και μουντζουρώνει χαρτιά. Άλλο τίποτα δεν κάνει.
― Δεν ήξερα ότι ήθελες τέτοιο φωνόγραφο, είχε γκρινιάξει ο Μάρκος. Αφού ήθελες, γιατί δεν το ’λεγες;
Καθισμένος στην πολυθρόνα του, ο Μάρκος σκεφτόταν τα δώρα του Βαν Μόυτεν στη Λουίζα και τ’ ότι εκείνος δεν είχε χαρίσει ποτέ τίποτα σε κανέναν, ούτε καν στα παιδιά του. Αν ήθελαν κάτι, κατέληξε ο Μάρκος, ας μου το ζητούσαν – κι έκλεισε τα μάτια κι έμεινε έτσι μέχρι που νύχτωσε κι η Σοφία τον φώναξε για το βραδινό.