Ποιήματα - Νίκος Κυριακίδης

Πλαισιωμένος!!! Σύγχρονη αφηρημένη τεράστια ελαιογραφία τέχνης καμβά
Παις εν καμίνω

Ο κηπουρός επέμενε : ‘’Θα πιάσει’’
Πάντως αν και κατσιασμένο ακόμη
ο μικρός το μασουλούσε με λύσσα,
φωτιά στα χείλη......ένα κοριτσάκι έκανε
τη μανα.
Ένας γιατρός μιλούσε αργά,
Κανείς δεν είχε γείτονες κοντινά σπίτια
Μόνο εγω περνώντας κοίταζα τον αφύλακτο κήπο
Εμπορικός αντιπρόσωπος με κάτι βίβλους σε μια τσάντα

ΚΡΥΩΝΕ....

Βρέθηκε να φιλιέται με πάθος
μ΄ενα τεράστιο ψάρι
Με το που εμφανίστηκε μπροστά της,
έβγαλε επιθετικά
τη γλώσσα
και την έσφιξε στην αγκαλιά του.
‘Ηταν η λίμνη;
Τα όνειρα υγρασίας που έφτιαχνε;
Ο Ψάρης πάντως δεν εμφανίστηκε
Υπήρχε.
Όσο την έσφιγγε
κοκκίνιζαν τα μάτια του.
Τα λέπια του σκληρά τη ματώναν,
τα πράγματα στο δωμάτιο πέταγαν,
ο χώρος άδειαζε,
αυτη θυμάται πια μόνον κάποιες λέξεις
κυρίως ονόματα,
τώρα δα γδαρμένη αλλα χωρίς πόνο
κολυμπά,
απολαμβάνει την ανάσα
με τα βράγχια
‘’εραστή.... δεν έχω πια βάρος
πότε πέθανε η μάνα μου;
Το φανταζόμουν γκρι
μα είναι γαλανό
ως και το αίμα μου,
απλά κάνει
πολύ κρύο....
η υγρασία είναι;’’

ΠΑΤΡΟΤΗΤΑ

Στα ξερονήσια κάποιοι σκύλοι
Με τους τυχαίους τους έρωτες
αβέβαιους για το είδος,
τα ούλα τους τα ματωμένα,
τα πολλά τους τσιμπούρια,
τις άγριες περιπολείες τους.
Την οργή της αγρύπνιας τους
Επώδυνης ιδίως για σκύλους
τις άναρθρες κραβγές τους
Όταν κατέβηκαν οι επισκέπτες....
ανατρίχιασαν , περισσότερο κι απ΄όσο όταν
εκπορνεύονται.
Γιατί δεν ήταν πονεμένοι,άγριοι
Ήταν θαμένοι ζωντανοί οι σκύλοι.
Το πλήρωμα με τα κυάλια,
ναυτικοί που όλα τα περιμένουν
αναστατώθηκαν κι αυτοί ......
όπως ακριβώς με είχε προειδοποιήσει ο παππούς μου:
‘’Όταν εκεί κάτω
για κάποια αναπόφευκτα δευτερόλεπτα
είσαι ευτυχισμένος,
να κοιτάζεις τα νύχια των ποδιών σου
να κοιτάζεις τις οικογενειακές φωτογραφίες αυτής που αγαπάς
να θυμάσαι τον πατέρα σου
σαν μίλαγε κουβέντες του στρατού του’’

ΕΝΑ ΓΡΑΜΜΑ ΣΕ ΑΓΝΩΣΤΟ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ

Ο Γιώργος είπε στο δίκαιο
πως πρόκειται για παρεξήγηση
‘’Τα μικρα παιδιά είναι σαν τούρτες
δεν τα πειράζεις, μόλις τ αγγίξεις χαλάνε’’,
του τόπε καθαρά,
‘’μούτρα-κούτελα’’
Ο χασάπης μου ξέρει
πως το κρέας σαν κιμάς φτουράει πιο πολύ.....
και μάλλον δεν χρειάστηκε ποτέ να το πει.
Εσυ είσαι θυμωμένη με το μισό :
Τη μισή μέρα, τη μισή λέξη
τη μισή αρρώστεια
τους μικρόσωμους σκύλους.
Κοιτάς αγριεμένα
Τον Γιώργο που ζει επαναληπτικά
-ο ‘’καραμπίνας’’ στις καβάτζες του-
τους χασάπηδες που έχουν χρήμα,
επιχειρηματικότητα.
Αυτούς που σου δίνουν την ηρεμία που ζητάς,
οι ανόητοι......χωρίς να καταλάβουν το ψεμματάκι σου.

ΕΚΤΟΣ

Αν είχα
ένα γιο,
μετά το πρώτα χρόνια της ψυχραιμίας μου
νομίζω θα πήγαινα
στη μάνα μου
να με πετάξει.
Κάνοντας
έκτρωση.

ΠΑΣΤΙΤΣΙΟ-401 Σ.Ν

Εμείς του ψυχιατρικού
Συνήθως μικρή η παραμονή,
μετα ερώτηση :
‘’ Άδεια ή ασθένεια ;’’
Καμιά φορά στα ολόγυμνα
νοσοκομεία της σιωπής,
κάποιος θάλαμος
γέμιζε.
‘’Κύπρος’’.....
Τότε, περίεργο πράγμα
το ίδιο φεγγάρι,
είχεν αρχίσει βόλτες ένας εφεδρικός θάνατος,
παρέα με τον έρωτα, λέγαν.
Ποιόν έρωτα ;
Με τα υγρά του έρωτα να πείς.
Το αίμα σα βρίσκει αίμα ;
Άγνωστο……
Η συνουσία σκότωνε
Η αμαρτία πληρωνόταν
Σε τούτη δω,
την παρουσία
την πρώτη.
Λεμφαδένες, βουβώνες-μνήμη πανούκλας-
πυρετός, αδυνάτισμα, διάρροια.
‘’Κυρίως να κοιτάμε ομοφυλόφιλους’’
Και δεν είναι λίγοι,
στις κακές μονάδες
των ‘’ανεπιθύμητων’’ τουλάχιστον,
κάθε θάλαμος και η παρτούζα του,
ειδικά αμα και σκάσει μύτη,
‘’καλύτερος και από γκόμινα’’.
Αυτούς τους φέρναν,
δεν αιτούνταν........
Αμα και ‘’ήταν’’
Θα ζούσαν λίγο
Ανώνυμοι.
Εδω και οι επώνυμοι ξεσάλωτοι,
λίγο ζούσαν.
Φόβος παιδικός
Σαλτάρισμα παιδικό
Γεύμα Σαββάτου,
μας βάλαν δίπλα-δίπλα.
Το ταψί,
το ένα πηρούνι,
το ξερό ψωμί,
το παστίτσιο.
ΕΛΔΥΚ-πολυ παλιοί,
αδελφές στα σίγουρα,
έχει κρίσεις πανικού,
τρυπημένος και πόρνος
Τα παιδιά του Άδη ,
της μουτσούνας του Πάνα,
γευματίζουν.
Κανένα κενό χρόνου
Κανένα χαμένο λεπτό
κανένας να κιοτέψει............
Όλοι
τσιγαριλίκι θαρρείς
το πηρούνι απο χέρι,
σε χέρι.
Κανείς
δεν έκανε καν νεύμα.
Αυτόματα
Σαν την άφιξη του πανικού
Όπως το ξεκίνημα της παρτούζας.
Στο όνομα-όχι της πείνας-
της κλωτσιάς,
σ΄όλα τα ανοιγμένα τσίγγινα κουτάκια,
που χάσκουν,
που απειλούν,
που θα διορθώσουν, λεει.
Ήμουν εκεί
Στο ‘’θαύμα’’ μου
ελάχιστος
άνθρωπος χλωμός,
μαζί μ΄ελάχιστους
άλλους.
Μεγάλη η χάρη μας!