― Είμαι ένας δειλός, είπε. Μη με διακόπτεις, έχω ανάγκη από την ειλικρίνεια εκείνη που δεν ξέρει από αισθηματολογίες, τύπους. Τη γοργή και ψυχρή ειλικρίνεια. Παράτησα τη Νίνα (εδώ, στ’ όνομα που είχε να το προφέρει τόσα χρόνια, η φωνή του βράχνιασε) από καθαρή δειλία, μιαν επαίσχυντη λιποταξία απέναντι στη ζωή. Θαρρώ πως την παράτησα γιατί την αγαπούσα. Το καταλαβαίνεις αυτό; Όχι, φυσικά. Είναι από κείνα που δοκιμάζει κανείς μα που δεν τα καταλαβαίνει. Ήθελα να την κάνω ευτυχισμένη, αυτό είναι, ένιωθα την πυρωμένη ανάγκη να της δώσω το μεγαλύτερο ποσοστό ευτυχίας, πλούτο, χαρά, ηδονή, τρέλλα, ό,τι μπορεί να γνωρίσει στον ανώτατο βαθμό ένα ανθρώπινο πλάσμα στη γη. Είταν παράλογο, μαθηματικά αδύνατο. Δεν είν’ έτσι; Έφυγα γιατί καταλάβαινα πως με τα μέσα μου δε θα μπορούσα ποτέ να κατορθώσω τίποτα, το παραμικρό.
Σφούγγισε με το μαντήλι του το ιδρωμένο μέτωπό του και συνέχισε:
― Έφυγα γιατί καταλάβαινα πως αν μείνω ακόμα λίγο, θα είναι πολύ αργά. Ο έρωτας, άκουσέ με, είναι ένα πάθος εγωιστικό, έχουν άδικο να τον καλλωπίζουν. Θέλεις την ευτυχία του αγαπημένου προσώπου υπό τον όρο πως θα του τη δώσεις εσύ κι’ όχι άλλος. Αν ένας άλλος μπει στη μέση, που έχει ωστόσο περισσότερες πιθανότητες να το κατορθώσει, εσύ δεν αποσύρεσαι, επιμένεις. Γιατί; Γιατί στην ευτυχία του αγαπημένου σου προσώπου δε βλέπεις παρά την πραγμάτωση της δικής σου ευτυχίας, να γιατί. Η φιλοσοφία μου, καθώς βλέπεις, είναι απάνθρωπη, ας με αναθεματίσουν. Ξέρω, ξέρω, η Τέχνη έχει πλάσει εκείνους που αυτοθυσιάζονται ωραία-ωραία για να ευτυχίσει το αγαπημένο τους πρόσωπο. Φιλολογία αναίσχυντη! Ο έρωτας είναι πάθος, και το πάθος, σαν κάθε φυσική δύναμη, δεν υποχωρεί. Όταν υποχωρήσει, είναι κακό σημάδι, σημαίνει πως το συναίσθημα σταμάτησε μεσοδρομίς, στο βαθμό μιας χλιαρής θερμοκρασίας, και ζητάει ν’ αναισθητήσει με το ναρκωτικό της αυταρέσκειας. Η αυτοθυσία στον έρωτα είναι νοσηρός ναρκισσισμός.
Γέλασε με τρόπο παράδοξο, κοντό και ξερό. Ύστερα το μέτωπό του σκοτείνιασε.
― Έφυγα γιατί αναρωτήθηκα μήπως είμαι προδότης. Δεν ξέρεις τίποτα για τη νύχτα που ακολούθησε την τελευταία, τότε, κουβέντα μας. Μου είχες υποδείξει το χρέος μου να πάρω μιαν απόφαση, να παντρευτώ. Γυρίζοντας σπίτι μου, βρήκα ασυμπλήρωτο ένα άλλο χρέος. Ο Γιατρός – τον θυμάσαι; – ήρθε να μου ζητήσει άσυλο τη νύχτα εκείνη, γιατί τον κυνηγούσαν. Του τόδωσα. Κουβεντιάσαμε μαζί ως τις μικρές εκείνες ώρες, εκείνος κι’ εγώ. Δε μ’ έπεισε, όχι, γιατί τα επιχειρήματά του τα ήξερα. Όμως τρεις ημέρες αργότερα, τον έπιασαν, κι’ αυτό είταν το επιχείρημα που αναζητούσε μάταια εκείνος ολάκερη τη νύχτα που σου λέω, και δεν τόβρισκε. Ήξερα το μέλλον του: Η φυλακή, μια ολάκερη ζωή που τσακίζεται, παραχώνεται, σβήνεται από τον κόσμο. Φυσικά, το είχε προκαταβολικά αποδεχτεί αυτό το μέλλον όταν έμπαινε στον αγώνα, ήξερε πολύ καλά πως μια μέρα, αργά η γρήγορα, αυτό θα γίνει. Κι’ όσο αργότερα τόσο χειρότερα, γιατί το μητρώο του θα είταν πια ασήκωτα βαρύ. Έτσι κι’ έγινε. Τρία μερόνυχτα, αυτά που μεσολάβησαν από την κουβέντα μου μαζί του ίσαμε τη σύλληψή του, δεν είχε βγει από το σπίτι μου. Πάσχιζα να βάλω μια τάξη στο νου μου, να ξεκαθαρίσω τα ελατήριά μου, να ιδώ γιατί είμαι επαναστάτης κι’ όμως όχι αγωνιστής, γιατί έχω πειστεί και δεν προχωρώ στη δράση. Δειλία; Όχι, θαρρώ πως γι’ αυτό δε μπορούσα ποτέ ν’ αμφιβάλλω, ήμουν ο μόνος αρμόδιος να ξέρει πως δεν είμαι δειλός. Ούτε κι’ εκείνοι το πίστευαν, με θεωρούσαν απλώς μιαν ειδική περίπτωση κι’ ας μ’ έλεγαν κατά τα συνηθισμένα «πανικόβλητο μικροαστό», «οππορτουνιστή» και τα παρόμοια. Τότε; Θεωρητικά, ήξερα πολύ καλά γιατί δε μπαίνω στον αγώνα, είχα από καιρό καθορίσει, γι’ ατομική μου πληροφόρηση, τα σημεία της διαφωνίας μου. Είταν αρκετά ώστε να με κρατούν μακριά, ο μαρξισμός είναι ένα σύνολο από συλλογισμούς αλληλένδετους, ατόφιο, αρράγιστο, μονοκόμματο, όπου δε χωρεί συμβιβασμός ή διχογνωμία. Αν ήθελα να εξηγήσω τη στάση μου, τα επιχειρήματα δε θα μου έλειπαν, κάθε άλλο. Όμως τι βγαίνει; Άλλο να πείθεσαι εσύ ο ίδιος κι’ άλλο να πείθεις τους άλλους. Κάθε φορά που ένας τους έπεφτε στα χέρια της εξουσίας, που γονάτιζε καταμεσίς στην πορεία του, εγώ δοκίμαζα έναν εσωτερικό βρόντο. Ναι, έτσι που σου το λέω. Ήξερα πως δεν είμαι προδότης κι’ όμως ένιωθα σαν προδότης. Μπορείς να το καταλάβεις αυτό; Λογικά, ούτε κι’ εγώ. Όμως έτσι είναι.
Ο Βαγκλής σώπαινε. Ο Παραδείσης σφούγγισε πάλι το μέτωπό του, όπου είχε δοντιάσει ιδρώτας, από τον εσωτερικό βρασμό. Χαμηλόφωνος, πνιχτός, του ξέφυγε ένας βόγκος.
― Είταν τόσο ασύμμετρο αυτό, μουρμούρισε, τόσο παράτονα αντιφατικό, η απόσταση από τη δική του θέση στη δική μου. Ήμουνα στις παραμονές μιας απόφασης που θα μου εξασφάλιζε την ευτυχία, ρίχνοντας στην αγκαλιά μου, οριστικά, τη μοναδική γυναίκα που αγάπησα. Εκείνος κρυβόταν, έφευγε κυνηγημένος, ζούσε στη σκιά, κρυφά από τ’ άγιο φως της μέρας, και σε λίγο, σάμπως να μην έφταναν αυτά, θα ’παιρνε το δρόμο της δοκιμασίας. Τι είναι εκείνος και τι εγώ; να τι αναρωτήθηκα. Και πώς μπορεί κ’ οι δυο μας να είμαστε κομμάτια από τον ίδιο πηλό, κάτοικοι του ίδιου πλανήτη, να ταξιδεύουμε μαζί πάνω στο ίδιο τούτο μόριο σκόνης που κυκλοφορεί χαμένο μέσα στο διάστημα; Δεν ξέρω αν μου δόθηκε ποτέ άλλοτε να νιώσω τόσο δυνατά το ακατανόητο, το παράλογο της ανθρώπινης μοίρας. Ή και οι δυο μας δουλεύουμε σε μιαν ανώτερη Πρόνοια, που τα εξηγεί όλα, όμως για τον εαυτό της, εγωιστικά, απάνθρωπα, και μας κρύβει χαιρέκακα το συμπέρασμά της, ή – μιας κι’ αυτό δεν το πιστεύω, ή τουλάχιστον δεν το πίστευα τότε – η θέση μας είναι τόσο εκτεθειμένη, τόσο τραγική, πάνω στ’ ακρωτήρι τούτο των κόσμων, το αφιλόξενο κι’ ανώνυμο, ώστε μονάχα η πιο στενή, η πιο παράφορη, η πιο απελπισμένη αλληλεγγύη να είναι ο κάπως νοητός νόμος μας. Και τότε, πες μου, τι αξία έχουν οι θεωρητικές διχογνωμίες, οι αμφιβολίες, η προσωπική μας κρίση;
Βρισκόταν σε κατάσταση φοβερή, ανάβραζε ολάκερος. Ο Βαγκλής όμως χαμογέλασε, κούνησε το κεφάλι του.
― Δε νομίζεις, είπε, πως αυτός είναι ακριβώς ο δρόμος που οδηγεί στον ολοκληρωτισμό;
― Ο ένας δρόμος οδηγεί στο Θεό, αναστέναξε βαρειά ο Παραδείσης, ο άλλος στον ολοκληρωτισμό. Φοβάμαι, τρέμω, μήπως δεν υπάρχει τρίτος, ενδιάμεσος. Εμείς βλέπεις, καλέ μου, είμαστε σήμερα ένας κόσμος που έχασε το Θεό του. Η ιδέα της θεότητας απουσιάζει από τη ζωή, το βλέπεις, κι’ απόμεινε στη θέση της ένα είδωλο. Τι θα γίνουμε δίχως Θεό; πες μου. Μπορούμε να ζήσουμε κι’ έτσι, δίχως την κεκτημένη ταχύτητα που μας οδηγούσε ίσαμε τώρα; Ίσως ναι, δε λέω. Άλλοτε, το πίστεψα φανατικά. Ως τότε όμως, στη μεταβατική τούτη εποχή, δε βρίσκεις πως μπορούν να σημειωθούν πράγματα τερατώδη, πράξεις έσχατης απελπισίας, να βγουν στο φως όντα με όψη ανθρώπινη που δε θα έχουν ωστόσο καμμιά σχέση μαζί μας; Εγώ, εγώ που με βλέπεις, ποτέ μου, από κούνια, δεν πίστεψα στο Θεό. Κι’ όμως αργότερα, δίχως να το καταλάβω πώς, οδηγήθηκα να πιστεύω στην ανώτερη χρησιμότητά του, στην αγριωπή ομορφιά θα ’λεγα. Ικανοποιεί μέσα μας ένα αίσθημα υψηλής, όχι θετής απλά, δικαιοσύνης… Αχ, όλ’ αυτά μου φάγανε το μυαλό, είπε κι’ έβγαλε πάλι τα γυαλιά του, έτριψε μέσα στα δάχτυλά του το μέτωπό του σαν άνθρωπος ξαφνικά άρρωστος.
Σώπασαν. Το βράδι τους είχε προφτάσει, άναβαν γύρω τα φώτα.