Η απόσταση και η ειρωνεία, στην ποίηση του Άρη Αλεξάνδρου

Η ποίηση, μια υπόθεση κοινωνική


Η ποίηση του Άρη Αλεξάνδρου, παραμένει σε μεγάλο βαθμό μέχρι και σήμερα στην σκιά του ‘’Κιβωτίου’. Οι τρεις ποιητικές συλλογές, στρατευμένες στο πλευρό των ιδεολογικών επιλογών του συγγραφέα, επεξηγούν την πολιτική του στάση και ταυτόχρονα εντοπίζουν συμπυκνωμένα και σπερματικά την θεματολογία, το κλίμα και την προβληματική του ‘’Κιβωτίου’’. Παρ’ όλα αυτά η ποίηση του Αλεξάνδρου, καταφέρνει να σταθεί αυτοτελώς, ως ένα ιδιαίτερο κομμάτι της μεταπολεμικής στρατευμένης ποίησης, ένα κομμάτι κριτικό προς τις υπόλοιπες προτάσεις της ποιητικής στράτευσης, ένα κομμάτι πάντα ιδιαίτερο ως προς τις επιλογές και τους στόχους του. Άλλωστε, στο έργο του Αλεξάνδρου -ίσως περισσότερο απ ότι σε οποιονδήποτε άλλο συγγραφέα-, το πολιτικό πρόβλημα ταυτίζεται σε βαθμό σχεδόν απόλυτο με το υπαρξιακό, το παράλογο του δόγματος με το παράλογο του κόσμου ενώ τα αδιέξοδα αποτελούν ένα τέρμα συνολικό. 
Κεντρικό σημείο στην ποίηση του Άρη Αλεξάνδρου είναι η έλλειψη επικοινωνίας, τόσο συχνά εκφρασμένη ως απόσταση. Η απόσταση αυτή μεταφράζεται θεματικά σε διαφόρους τρόπους : Ως μοναξιά, ως απόκλιση από την κομματική γραμμή, ως απόσταση από τους λοιπούς εξόριστους που ο ίδιος επέμενε συντρόφους και κυρίως ως απόσταση από την επίτευξη του ιδανικού. Σε επίπεδο βιογραφίας η συγκεκριμένη κατάσταση εντοπίζεται και ως απόσταση από την πατρίδα, μια πατρίδα που για τον ίδιο ποτέ δεν χαρτογραφήθηκε, αλλά παρέμεινε μια λειψή τοποθεσία. Η Ρωσία του Σταλινισμού, η Ελλάδα της εξορίας, και το Παρίσι της ανέχειας, παρέμειναν απλά τόποι διαμονής.
Η απόσταση αυτή στα ποιήματα, εκφράζεται και μέσα από τις δομικές επιλογές του ποιητή. Τα ανεπίδοτα γράμματα, τους μονόδρομους μονολόγους (όμοιους με τις επιστολές χωρίς απάντηση στο Κιβώτιο), τις συνομιλίες με τον νεκρό Μαγιακόφσκι, αλλά και με την αποστασιοποίηση που προκύπτει από την χρήση του Καβαφικού προσωπείου στα τελευταία ποιήματα της Συλλογής ‘’Ευθύτης οδών’’. Στην ίδια συλλογή, η επιλογή μοτίβων από την παλαιή διαθήκη, την αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα λειτουργούν ακριβώς προς αυτή την κατεύθυνση. 
Η απόσταση αυτή αποτελεί αφετηρία και όχι τέρμα της συγγραφής. Αν και παρούσα, επιζητά να δαμαστεί. Αν και εμφανίζεται με ένταση στους στίχους, ταυτόχρονα εκμηδενίζεται από την ίδια τη διαδικασία συγγραφής του ποιήματος. Στο ποίημα προς τον Βλαδίμηρο Μαγιακόφσκι, η διαδικασία αυτή γίνεται ορατή από τον τίτλο. Ο ποιητής περιγράφει με καρτεσιανό τρόπο: ‘’Συνομιλώ άρα υπάρχω’’ . Στο ποίημα (όπως και στο αντίστοιχο Αλεξανδροστρόι, αλλά και στο δοκίμιο ‘’Ποιος αυτοκτόνησε τον Μαγιακόφσκι;’’), ο Αλεξάνδρου συνομιλεί σε μια διαδικασία που προϋποθέτει την ταύτιση με τον αυτόχειρα Ρώσο ποιητή. Οι καταγγελίες προς το περιβάλλον του και η αθώωση του καλλιτέχνη περιγράφουν και τα δύο πρόσωπα ταυτόχρονα. Η συνομιλία επιτυγχάνεται και η ύπαρξη επιβεβαιώνεται. Η απόσταση παύει, ακριβώς επειδή ο ποιητής συνομιλεί. 
Παρ’ όλο το βάρος της απόστασης, την απώλεια και την πίκρα, παρ όλο το χρυσάφι που του παίρνουν μέσα από τα χέρια, ο Αλεξάνδρου μένει σταθερά πέρα από τον κυνισμό. Σε αυτό συμβάλει καθοριστικά η εκτεταμένη χρήση της ειρωνείας, μιας σχεδόν παίζουσας επιθετικότητας. Η ειρωνεία μέσα στα ποιήματά του (στοιχείο που παρατηρείται και στο Κιβώτιο, με τρόπο πιο διακριτικό. Ας θυμηθούμε για παράδειγμα την φράση που ανοίγει το μυθιστόρημα, το περίφημο ‘’Σύντροφε ανακριτά…’’ )γίνεται εκφραστικό όπλο, μια συνθήκη που μετατρέπει την απόγνωση σε αγώνα. Η συνάντηση της στράτευσής του με την καβαφική έκφραση δεν αποτελεί κακοφωνία, αλλά μια χρήση του τρόπου με νέους όρους (και ας σημειώσουμε πως ο Καβάφης παρέμενε μια περίπτωση- ταμπού για την ελληνική αριστερά του 1959, γεγονός που φορτίζει ακόμα περισσότερο την επιλογή του). Η σημασία της ειρωνείας στα ποιήματα είναι τέτοια, που συχνά παραγκωνίζει την αισθητική αρτιότητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το ηθελημένα κακότεχνο ποίημα ‘’Εισήγηση’’ (a la maniere de Jdanov). Μέσα από μια διαδικασία ειρωνικής αντιστροφής, η ίδια η κακοτεχνία του ποιήματος, το τελεσίδικο και άκαμπτο της έκφρασης και των νοημάτων του, αποδεικνύουν ακριβώς το αντίθετο από το περιεχόμενό του. Το ποίημα μέσα από την απότομη παύση του (έχουν καθήκον να…) εκβάλει στην σιωπή. Μια σιωπή που στον κόσμο του Αλεξάνδρου ταυτίζεται με μια συνθηκολόγηση που τόσο επίμονα απέφυγε σε όλη του τη ζωή.
Η ειρωνεία λειτουργεί ως όργανο κατεδάφισης της ακαμψίας του δόγματος. Μέσα από την συστηματική άρνηση των δογμάτων, της επιβολής και της εκτέλεσής τους, ο Αλεξάνδρου ξεκινά μια διαδρομή προς τον πυρήνα του κοινωνικού. Μια διαδρομή που θα τον φέρει μπροστά στις βασικές και πρωταρχικές αρχές, μπροστά σε μια πολιτική του βάθους. Όπως παρατηρεί και ο David Ricks1, η αναζήτηση των ποιημάτων έχει ως κέντρο της, την προσωπική, αταξική ηθική.
Ο Άρης Αλεξάνδρου έμεινε σε όλη του τη ζωή ένας ποιητής και ένας άνθρωπος, ακέραιος και ταυτόχρονα διχοτομημένος, , άγρυπνος στη συνείδησή, ζώντας τις πληγές της ιστορίας τόσο στην βιογραφία όσο και στο σώμα της ποίησής του. Ο ποιητής του ‘’Κιβωτίου’’ παραμένει μέχρι και σήμερα, ένας εμφύλιος άνθρωπος, σε ένα παρόν εμφύλιας ειρήνης.

1 ‘’Aris Alexandrou’’, περ. Grand Street, χειμώνας 1989, vol. 8, No 2, New York, (σ. 120-128)


(Στο περιοδικό Τα Ποιητικά)