Τι θέλει η κυρία Φρίμαν - Πέτρος Αμπατζόγλου (απόσπασμα)

Καθίσανε λοιπόν σε μια γωνιά μισοσκότεινη, μ’ ένα μαρμάρινο τραπεζάκι με ξύλινη κορνίζα. Η κυρία Φρίμαν χαμογελούσε κάπως δειλά, μάλλον τρυφερά, θα έλεγα. Δεν είχε διάθεση να κάνει την έξυπνη. Κάθε άλλο μάλιστα. Φυσικά δεν παρίστανε τη μαθητριούλα, απλά έδινε την ευκαιρία στο διάσημο καθηγητήνα πάρει την πρωτοβουλία. Έτσι τον κοίταζε γλυκά, αλλά με σημασία. Και να με συγχωρείς που θα σου εξηγήσω κάτι που το ξέρεις, αλλά λίγο πολύ όλα τα ξέρουμε, κι όμως δεν μπορούμε να μείνουμε βουβοί. Σου λέω, λοιπόν, πως με τα μάτια γίνεται θαυμάσια κάθε επικοινωνία και με τα μάτια μπορεί κανείς να εκφράσει όχι μόνο κάτι συγκεκριμένο, αλλά ακόμα και αφηρημένες σκέψεις. Το μάτι, που λες, μιλάει ακατάπαυστα. Και γελάω όταν βλέπω τα ζευγαράκια. Το αρσενικό λέει και λέει και τελειωμό δεν έχει, προσπαθεί να πείσει και δώστου λέει και λέει και πάλι απ’ την αρχή και εξηγεί και επεξηγεί και πάλι απ’ την αρχή, κι εκείνη τον κοιτάζει σαν να χώνεται στα βάθη της ψυχής του, σαν να νιώθει κάθε βλακεία που εκστομίζει, είτε γιατρός είναι είτε μηχανικός, αστυφύλακας, δικηγόρος, πάντα αυτός έχει δίκιο και πάντα μιλάει θαρραλέα και αυστηρά στους ανωτέρους του, που όλοι τον συγχαίρουν στο τέλος έκθαμβοι από την ανωτερότητά του. Κι εκείνη πέρα βρέχει, και πολύ σωστά η κοπέλα. Κι όπως μου είπε μια φίλη μου κάποτε, όταν οι άντρες δεν είναι ερωτευμένοι μαζί σου, δε μιλούν, παίζουν τον τοίχο· αλλά όταν είναι σοβαρά τα πράγματα, παθαίνουν λογοδιάρροια και δεν μπορείς να τους σταματήσεις με τίποτα. Αισθάνονται πως πρέπει να σε πείσουν, όταν εσύ έχεις κιόλας πειστεί, δηλαδή δεν έχεις καμιά αντίρρηση να κάνεις έρωτα μαζί τους ή και δεσμό.
Ο Φρίμαν όμως, αντίθετα, είχε ήδη εξαντληθεί στη διάλεξη κι έμεινε ανυπεράσπιστος στα μάτια που τον βομβάρδιζαν με τις γνωστές αχτίνες λέιζερ. Επέμενε λοιπόν, με το τι θέλεις να πιεις, μήπως ένα τζιν με τόνικ, μήπως πορτοκαλάδα, χόρσες νέικ, μια μπίρα, κι όλο εκείνη επαναλάμβανε ό,τι θέλεις εσύ, ό,τι πάρεις εσύ, ώσπου στο τέλος ο Φρίμαν άρχισε να τραυλίζει και παράγγειλε ουίσκι και για τους δυο, αυτή τη φορά χωρίς να τη ρωτήσει. Ο Φρίμαν πήρε ένα διπλό που το ήπιε σχεδόν μονορούφι κι αμέσως ένα δεύτερο διπλό και τέλος ένα τρίτο. Θα νόμιζε κανείς πως ετοιμαζόταν για εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς χωρίς αναισθητικό. Ήταν βέβαια ασυνήθιστος στο οινόπνευμα, έπινε μόνο τσάι με γάλα. Όσο έκανε τις μελέτες του στο σπίτι, περίπου κάθε μισή ώρα διέκοπτε τη δουλειά του και, με τη χαρά μικρού παιδιού που πρόκειται να κλέψει ένα σοκολατάκι, ετοίμαζε σχεδόν τελετουργικά το τσάι του, το έφερνε στο γραφείο, αναστενάζοντας προκαταβολικά για την ηδονή που τον περίμενε- αυτοσυγκεντρωνόταν κι έπινε την πρώτη γουλιά. Τώρα όμως, με το φοβερό οινόπνευμα έχασε τον έλεγχό του, ήταν σαν κάποιος άλλος να είχε χωθεί μέσα του. Απόκτησε μια εξωφρενική αυτοπεποίθηση, μιλούσε σχεδόν ασυνάρτητα, αλλά νόμιζε πως έλεγε σπουδαία πράγματα.Παραδέχτηκε με άνεση πως ήταν αστείος στη διάλεξη, αλλά πρόσθεσε πως μέσα στην αστειότητα αυτή κρυβόταν κάτι που τον έκανε συγκινητικό. Ξαφνικά, που λες, ξέσπασε σε καινούρια διάλεξη για τιςλέξεις. Έμοιαζε τώρα σαν να είχε αντιδικία μαζί τους, σαν να ήταν θανάσιμοι εχθροί του, σαν να τον είχαν προδώσει, σαν να τον κορόιδευαν αλλάζοντας συνεχώς το νόημά τους για να τον εκθέσουν. Με λίγα λόγια, υποστήριζε πως οι λέξεις είναι ανεξάρτητες, σχεδόν σαν να υπήρχαν και χωρίς τους ανθρώπους, σανναήτανφαντάσματαμεμαγικέςιδιότητες, πωςεμείς τις ανακαλύψαμε,αλλά υπήρχαν πριν από μας.
Η κυρία Φρίμαν τα είχε λίγο χαμένα, γιατί ναι μεν καταλάβαινε πολύ καλά την απελευθερωτική δύναμη του έρωτα, αλλά δεν είχε ιδέα για την τρομερή δύναμη του οινοπνεύματος. Έβλεπε το Φρίμαν σαν ένα μαχητικό, επιθετικό άντρα γεμάτο θέληση. Τώρα τον άκουγε κατάπληκτη να λέει πως οι λέξεις δεν έχουν παρά το νόημα που τους δίνουμε, διαγράφοντας δηλαδή όσα είχε πει προηγουμένως κι έφερνε για παράδειγμα τη λέξη «έθνος», που στους αρχαίους Έλληνες σήμαινε κάτι σαν είδος. Έθνος μελισσών, έθνος γαλών, κτλ. Μετά, πάλι, η λέξη εθνικός ήταν υβριστική, γιατί πήγαινε να πει ειδωλολάτρης. Στη συνέχεια, η λέξη «έθνος» απόκτησε αξιοπρέπεια, γιατί ταυτίστηκε με τη γαλλική νασιονάλ και με τον πατριωτισμό. Τελευταία, βέβαια, ξανάγινε και πάλι, τουλάχιστο για πολλούς, υβριστική, γιατί ταυτίστηκε με το στενό σοβινισμό. Κι όσο μιλούσε, της είχε αρπάξει το δεξί χέρι σαν να ήθελε να το αποσπάσει από τον καρπό και να το πάρει μαζί του σαν αναμνηστικό. Ο ίδιος όμως αισθάνθηκε ν’ αδειάζει κι έριξε μια ματιά έξω.
Τα κίτρινα φώτα για την ομίχλη είχαν ανάψει. Ναι, είχε μια ομίχλη διάχυτη, ελαφριά και διάχυτη. Κι αυτή τη στιγμή μου φαίνεται αστείο να λέω πως είχε ομίχλη, μέσα σ’ αυτή την εκτυφλωτική λιακάδα και τη ζέστη, στα καθαρά νερά και στην ωραία σπηλιά μου κι αισθάνομαι πως θα μείνω εδώ για πάντα και θα μιλώ ατέλειωτα.
Τότε, λοιπόν, ο Φρίμαν σταμάτησε ευτυχισμένος κι ελαφρά κουρασμένος, αλλά βέβαιος πως έκανε το καθήκον του. Η κυρία Φρίμαν τού άγγιξε τρυφερά το χέρι. «Πηγαίνουμε», του είπε, «τι λες». Ο Φρίμαν με υψωμένη τη λευκή σημαία την ακολούθησε μέχρι το σπίτι της. Εκείνη τον φίλησε σαν με φτερό στα χείλη κι εξαφανίστηκε κλείνοντας αργά την πόρτα.
Ο Φρίμαν περπάτησε μέχρι το κρεβάτι του σαν υπνοβάτης. Γδύθηκε ξένος απ’ τον εαυτό του, πέταξε τα ρούχα του στο πάτωμα, αυτός ο τυπικός, ο άνθρωπος που κάθε αταξία κυριολεκτικά τον πλήγωνε, τώρα όμως ήταν αδιάφορος. Βιαζόταν να κάνει κάτι, αλλά δεν ήξερε τι και ξαφνικά αισθάνθηκε — αυτή είναι στην κυριολεξία η λέξη — αισθάνθηκε, λέω, πως δε σκεπτόταν, πως δεν μπορούσε να συγκροτήσει φράσεις που να έχουν κάποιο νόημα. Μέσα του έρεαν αισθήματα (διαθέσεις;), ρεύματα επιθυμιών ανέκφραστων, κάτι σαν τρόμος ήταν μέσα του, μια επανάσταση ίσως του πειθαρχημένου στρατού των λέξεων, οι στρατηγοί του τον έβριζαν με χειρονομίες, τα ρήματα, τα επίθετα παράτησαν τ’ άλογα κι έπεσαν στον ύπνο, και το πεζικό, εκείνα τα ασήμαντα συνδετικά, δραπέτεψαν και χάθηκαν σε βουνά, σε θάλασσες με ζεστά καλοκαίρια, σε κάτι νεανικά φιλιά, γίναν όλα εικόνες χωρίς συνέχεια και χωρίς τύψεις, διασκέδαζαν ελεύθερα κι ευτυχισμένα. Κάτι προσπάθησε να τακτοποιήσει ο Φρίμαν, ν’ ανακαλέσει στην τάξη, κάτι να εξηγήσει, «είμαι λίγο πιωμένος», πήγε να δικαιολογηθεί για να συγκεντρώσει τη διαλυμένη στρατιά, που τόσα χρόνια με αυταπάρνηση συγκροτούσε, αλλά η επανάσταση είχε επικρατήσει, γιατί άκουσε με φρίκη μέσα του την απαράδεκτη φράση για επιστημονικό δάσκαλο και μάλιστα γλωσσολόγο: «Άντε γαμήσου, βρε μαλάκα, και πολύ το σπουδαίο μας κάνεις».
«Ορίστε μας», σκέφτηκε, «άντε τώρα ν’ αποδείξεις πως υπάρχει θεός, δικαιοσύνη, αλήθεια, συνέπεια και συνέχεια,αιτία και αιτιατό.Άντε ν’ αποδείξεις πως είσαι ένας λογικός άνθρωπος που ξέρει γιατί ζει - και γιατί όχι - γιατί πεθαίνει.» Έπεσε με τα μούτρα στο κρεβάτι και το μόνο που πρόφτασε να σκεφτεί ήταν: «Να της πάρω αύριο ένα τριαντάφυλλο... θα καταλάβει...»