Ο Νίτσε για όλους και για κανέναν

Προσεγγίζοντας τη ζωή και το έργο του ιδιοφυούς γερμανού φιλοσόφου
«Ολη η κριτική κυριαρχείται από τούτη την απαρχαιωμένη αρχή: ο άνθρωπος είναι αιτία του έργου του... Είναι πολύ περισσότερο αποτέλεσμα.»

Βαλερύ

Μια κατάρα βαραίνει τους βιογράφους του Νίτσε: είτε είναι αναγκασμένοι να επαναλαμβάνουν όσα ο ίδιος έχει πει στο αυτοβιογραφικό του έργο Ιδε ο Ανθρωπος (1899) - αλλά και στα άλλα έργα του, που αποτελούν μια ανομολόγητη μορφή αυτοβιογραφίας· είτε παλινδρομούν σε μορφές της ερμηνευτικής ή ψυχολογικής βιογραφίας τις οποίες ο Νίτσε ακύρωσε με τις υπερβολικές, πλην όμως σαφείς, διατυπώσεις του, όταν ανέλαβε να πει ιδιοχείρως «πώς γίνεται κανείς αυτό που είναι», δηλαδή: τυχαιότητα, μοναδική περίπτωση, μοίρα, δυναμίτης.

Ψυχοτεχνική

Ενας τελευταίος ελιγμός της ερμηνευτικής μεθόδου υπήρξε η «θεμελιακή οντολογία» του Χάιντεγκερ, μέσω της οποίας ο γερμανός φιλόσοφος επιχείρησε να απωθήσει τόσο την έννοια του «έργου» όσο και τον «Κύριο Νίτσε», για να διερωτηθεί για το «Είναι και τον κόσμο που θεμελιώνουν ένα έργο» και τη μοίρα του προσώπου που συνδέεται μ' αυτό. Αν και η χαϊντεγκεριανή χειρονομία υπήρξε άκρως προβληματική, αφού δεν κατάφερε να δείξει την αναγκαιότητα μιας νέας πολιτικής της αυτοβιογραφίας που θα τίναζε στον αέρα την ενότητα του «κυρίου ονόματος και της υπογραφής» (Ντεριντά), επισήμανε εντούτοις κάτι που απαντά πιθανώς στο φλέγον ερώτημα για την πληθωριστική συγγραφή βιογραφιών κατά την εποχή της κοσμοεικόνας. Σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, ο Νίτσε κατάφερε με την «αυτοσκηνοθεσία» του να γίνει «άθελά του» υποστηρικτής της μοντέρνας ψυχοτεχνικής του «φωτομοντάζ και του ρεπορτάζ», η οποία δημοσιοποιεί μέσω «εικόνας και ήχου» οτιδήποτε έχει να κάνει με τον βίο και την πολιτεία του μοντέρνου υποκειμένου.
Αυτή τη φορά η αυτοβιογραφία του Νίτσε δεν απορρίπτεται επειδή αρθρώνεται σαν παραλήρημα ενός σχιζοφρενούς, αλλά επειδή εγγράφεται σε ένα καινοφανές σύστημα ελέγχου, το οποίο ρυθμίζει τη συγκρότηση των υπηκόων του μέσω της συνεχούς (αυτο)έκθεσής τους στο φως της δημοσιότητας. Βιογραφίες, αυτοβιογραφίες ως και τα σημερινά τηλεοπτικά πορτρέτα ή ριάλιτι είναι παράγωγα ενός και του αυτού βιοπολιτικού συμπλέγματος. Γίνεται αντιληπτό - όχι όμως και από τον Χάιντεγκερ - ότι ο Νίτσε εκμεταλλεύεται στην αυτοβιογραφία του το ήδη υπάρχον σύστημα κανόνων για να το ωθήσει στα άκρα και έτσι να το ανατρέψει εκ των έσω, διαλύοντας την ταυτότητά του στην πολλαπλότητα των ονομάτων με τα οποία υπέγραφε τις τελευταίες επιστολές του.
H κανονιστική τεχνική συγγραφής βιογραφιών στη νεοτερικότητα διακρίνει τον άνθρωπο από το έργο του (το βίωμα από την ποίηση), για να αποδώσει το δεύτερο στον πρώτο, θέτοντας έτσι τη λειτουργία του συγγραφέα σε νομική ισχύ. Ως εκ τούτου, η κλασική ερμηνευτική - από τον Σλαϊερμάχερ ως τον Ντιλτάι - τρέφεται από την αυταπάτη ότι θα κατανοήσει το έργο και τη ζωή του δημιουργού καλύτερα από τον ίδιο, φέρνοντας στην επιφάνεια ό,τι είναι για αυτόν λανθάνον και, άρα, ασυνείδητο. Οποιος όμως διατυπώνει με σαφήνεια και χωρίς υπαινιγμούς ό,τι οι άλλοι με κόπο αποκαλύπτουν καταργεί ένα κατεστημένο είδος λόγου (τη βιογραφία ως την κατ' εξοχήν λογοτεχνική μορφή), χωρίς και να γίνεται απαραίτητα ιδρυτής ενός νέου. Απλώς παίρνει κατά λέξη τους κανόνες συγκρότησης της βιογραφίας και τους μεγεθύνει σε βαθμό παρανοϊκό. Ετσι, το Ιδε ο Ανθρωπος οργανώνεται ανάμεσα στους πόλους «ο άνθρωπος και το έργο», οι οποίοι αποτελούν από την εποχή του Σεν-Μπεβ τους ακρογωνιαίους λίθους της θεωρίας της λογοτεχνίας: «Αλλο είμαι εγώ, άλλο τα συγγράμματά μου» (Νίτσε). Εν τούτοις το παρανοϊκό ύφος («είμαι οι γονείς μου», «είμαι δυναμίτης», «σπάω την ιστορία σε δύο κομμάτια»), σύμφωνα με το οποίο έχει συνταχθεί η εν λόγω αυτοβιογραφία, συνιστά τον βαθμό μηδέν κάθε ερμηνευτικής. Καλούμενο να αντιμετωπίσει μιαν εντασιακή γλώσσα που δεν εκφράζεται μεταφορικά, το γλωσσικό παιχνίδι της «κατανόησης» δεν έχει να αποκαλύψει κανένα κρυμμένο νόημα ή απωθημένο στοιχείο. Επειτα η γλώσσα ενός «κοσμοκράτορα» δεν επιτρέπει σε όσους θα επιθυμούσαν να πάρουν τη θέση του συγγραφέα να ταυτιστούν μαζί του. Ακόμη και ένας μεγάλος αναγνώστης όπως ο Βάγκνερ, στον οποίο μάλιστα είναι αφιερωμένη η Γέννηση της τραγωδίας, «δεν αναγνώρισε τον εαυτό του στο δοκίμιο αυτό», ισχυρίζεται ο Νίτσε στην αυτοβιογραφία του. Πόσο μάλλον ο επονομαζόμενος «μέσος» αναγνώστης.
Ατομική καθολικότητα
Βέβαια επαγγελματίες βιογράφοι όπως ο αγγλοσάξονας Χέιμαν δεν πτοούνται και ίσως δεν γνωρίζουν τίποτε από τις αντι-ερμηνευτικές αποδομήσεις του βιογραφικού είδους. Ο Χέιμαν συνεχίζει ακάθεκτος την παράδοση που εγκαινιάστηκε από τους Σλαϊερμάχερ και Ντιλτάι, συνηγορώντας χωρίς αναστολές υπέρ μιας «βιογραφικής προσέγγισης της φιλοσοφίας», πιστεύοντας ότι έτσι συμβάλλει τα μέγιστα στην κατανόηση της «τραγικής ζωής» και του έργου «μιας μεγαλοφυΐας». Και τα καταφέρνει σε μεγάλο βαθμό, εφόσον η βιογραφία του ακολουθεί πιστά μερικές από τις ερμηνευτικές μεθόδους που έχουν στόχο να αναδείξουν την ατομική καθολικότητα ονόματι «άνθρωπος», στην οποία πολλοί αναγνωρίζουν ίσως την παραμορφωμένη δική τους εικόνα και οι πάντες τα βασικά στοιχεία της ανθρώπινης φύσης.
Ετσι όμως παραγνωρίζεται το γεγονός ότι τα κείμενα του Νίτσε δεν καλούν, μάλλον δεν επιτρέπουν στους αναγνώστες τους να «καταλάβουν» τη θέση του συγγραφέα, όπως άλλωστε δηλώνεται στον υπότιτλο του Ζαρατούστρα. Αν και ο Νίτσε μιλάει επίσης για «κατανόηση» των έργων του, οι συνέπειες είναι διαφορετικές: η γραφή του δεν αφορά ούτε τους πάντες ως προς την ανθρώπινή τους φύση ούτε τον καθένα ως ατομικότητα, αλλά «κανέναν», εφόσον αυτός είναι «άνθρωπος», «άτομο», «σύγχρονος», και «όλους», εφόσον έχουν ξυπνήσει από τον ανθρωπολογικό τους ύπνο. Ετσι μίλησε ο Ζαρατούστρα.
Αυτό φαίνεται να το υποψιάζεται ο βιογράφος του Νίτσε, Χέιμαν, αφού στρέφει συχνά το ενδιαφέρον του στο τυφλό σημείο κάθε ερμηνευτικής προσέγγισης: την τρέλα, που υποδηλώνει τόσο την απουσία έργου όσο και τη διάλυση κάθε ταυτότητας. Οταν όμως ο Χέιμαν διαβάζει στο Ιδε ο Ανθρωπος: «Εχω τον τρομερό φόβο μήπως μια μέρα με ανακηρύξουν άγιο: θα μαντέψετε γιατί δημοσιεύω αυτό το βιβλίο πριν· πρέπει να εμποδίσει τον κόσμο να κάνει βρωμοδουλειά με μένα», δεν κατανοεί ότι η «εξωφρενική αυτοεξύμνηση» και η ιατρική διάγνωση που αποδίδει σε έναν άνθρωπο τον χαρακτηρισμό του «μεγαλομανούς» δεν είναι παρά αποτελέσματα της - διογκωμένης πλέον - λειτουργίας «συγγραφέας». Από την άλλη ο Χέιμαν, εγκλεισμένος στον ερμηνευτικό ορίζοντα, αδυνατεί να σκεφτεί ότι η υπόθεση περί συφιλιδικής μόλυνσης, η οποία οδηγεί βαθμιαία σε παράλυση και καταρρακώνει το σώμα του αποτρελαμένου φιλοσόφου, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να μεταφράζει με όρους της μοντέρνας ιατρικής «βιοτεχνολογίας» (Φουκό) τον άλλοτε μυθικό λόγο περί μαινάδων που ξεσκίζουν το μαρτυρικό σώμα του Διονύσου.
Αυτές οι παρατηρήσεις έχουν απλώς στόχο την επισήμανση των ιστορικών προϋποθέσεων και των ερμηνευτικών ορίων της παρούσας βιογραφίας, η οποία καλύπτει, ως είθισται να λέγεται, ένα βιβλιογραφικό κενό. Επιπλέον προσφέρεται σε μια πολύ καλή μετάφραση και με εξαιρετική επιμέλεια των αναρίθμητων νιτσεϊκών χωρίων, που μεταφράστηκαν από τα γερμανικά. Αν μάλιστα τη διαβάσει κανείς παράλληλα με τις Τελευταίες επιστολές 1887-1889 του Νίτσε (Αγρα, 2003) και τη μελέτη του Χάιντεγκερ Ο λόγος του Νίτσε «Ο Θεός είναι νεκρός», που μεταφράστηκε πρόσφατα από τον Γ. Τζαβάρα (Ινδικτος, 2005), μπορεί να σχηματίσει τη δική του εικόνα για τη σχέση γραφής και τρέλας στην περίπτωση του Νίτσε.
 
Ο κ. Δ. Καββαθάς είναι επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας και Αισθητικής των Μέσων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.