Αϋπνία - Αρσένι Ταρκόφσκι


Τις νύχτες τρίζουν τα έπιπλα.
Κάπου στάζει απ’ τη σωλήνα.
Από το καθημερινό βάρος στους ώμους
Εκείνη τη στιγμή ελευθερώνονται,
Εκείνη τη στιγμή παραδίδονται στα πράγματα
Οι άφατες ανθρώπινες ψυχές,
Και τυφλές,
           βουβές,
                       κουφές,
σκορπίζονται στους ορόφους.
Εκείνη τη στιγμή το ρολόι της πόλης
Στέλνει τα δευτερόλεπτα
                                   εδώ
                                         κι εκεί,
και ανεβαίνουν με τον ανελκυστήρα ζωντανοί,
τρυφεροί
            και μισοζώντανοι,
Περιμένουν στα σκοτάδια, εκεί που στάζει το νερό,
Βγάζουν από τις τσάντες τα ποτήρια
Και χορεύουν σα τσιγγάνοι,
Στέκονται πίσω από τις πόρτες, σα συμφορά,
Τρυπώντας αργά μπαίνουν στις υδρορροές
Κι αμέσως κόβουν τα καλώδια.
Σύντομα όμως – θα γίνουν πιστωτές,
Κι ήρθαν για πάντα, για πάντα,
Κι έφεραν τους λογαριασμούς.
Αδύνατον
Να κάνεις μια τρύπα στο νερό, χωρίς να έχει κοιμηθεί, να κοπανίζεις αέρα,
Είναι αδύνατο να αποκοιμηθείς, - πόσο ταραγμένη
Είναι τούτη η νύχτα που δεν μας αφήνει σε ησυχία.

1958

Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης

БЕССОННИЦА

Мебель трескается по ночам.
Где-то каплет из водопровода.
От вседневного груза плечам
В эту пору дается свобода,
В эту пору даются вещам
Бессловесные душы людские,
И слепые,
немые,
глухие
Разбредаются по этажам.
В эту пору часы городские
Шлют секунды
туда
и сюда,
И плетутся хромые,
кривые,
Подымаются в лифте живые,
Неживые
и полуживые,
Ждут в потемках, где каплет вода,
Вынимают из сумок стаканы
И приплясывают, как цыганы,
За дверями стоят, как беда,
Сверла медленно вводят в затворы
И сейчас оборвут провода.
Но скорее они — кредиторы,
И пришли навсегда, навсегда,
И счета принесли.
Невозможно
Воду в ступе, не спавши, толочь,
Невозможно заснуть,— так тревожна
Для покоя нам данная ночь.

1958