Τζ. Ντ. Σάλιντζερ : Το αίνιγμα που δεν θα πεθάνει ποτέ

Το «μυστήριο Σάλιντζερ» δεν φαίνεται να λύθηκε ούτε με τον θάνατο του μεγάλου συγγραφέα. Αυτό που θα ξέρουμε πάντα είναι ότι δημιούργησε τον Χόλντεν Κόλφιλντ και ότι ποτέ του δεν μπόρεσε -ή δεν θέλησε-ο ίδιος να τον ξεπεράσει.

Μέχρι λίγες μέρες πριν από τον θάνατό του, υπήρχαν ακόμα άνθρωποι που έφταναν από όλον τον κόσμο στο Νιου Χαμσάιρ προκειμένου να ανηφορίσουν τον στενό χωμάτινο δρόμο στους λόφους του Κόρνις και να δουν από μακριά την πέτρινη αγροικία του ερημίτη συγγραφέα.
Αλλοι, πιο θαρραλέοι, έφταναν μέχρι το κατώφλι του, έξω από τον ψηλό μεταλλικό φράχτη, που κατασκευάστηκε το 1976 όταν τέσσερις ρεπόρτερ μέσα σε ένα καλοκαίρι είχαν καταφέρει να παραβιάσουν το εσωτερικό του σπιτιού. Ολα αυτά, μαζί και η μυθολογία γύρω από τον βίο ενός παράξενου ανθρώπου που είχε εγκαταλείψει τα γήινα από το 1953, έσβησαν με την είδηση ότι ο Τζ. Ντ. Σάλιντζερ, ο μυθικός συγγραφέας του «Φύλακα στη Σίκαλη», πέθανε από φυσικά αίτια στα 91 του χρόνια.
«Ο Σάλιντζερ είχε επισημάνει ότι ήταν σε αυτόν τον κόσμο, αλλά όχι αυτού του κόσμου», σχολίασε γραπτώς η οικογένειά του κι αυτό μας συνοψίζει μια χαρακτηριστική εικόνα για την εμβληματική αυτή μορφή της αμερικανικής λογοτεχνίας: Ενός ανθρώπου που έγινε παγκοσμίως διάσημος χάρη σε ένα μόνο βιβλίο και που έπαψε να δημοσιεύει οτιδήποτε από το μέσον της δεκαετίας του ’60.
Ο Σάλιντζερ έδειξε από την πρώτη στιγμή σημάδια αποστροφής απέναντι στην επιτυχία. «Μου ’ρχεται να ξεράσω βλέποντας τη φωτογραφία μου στο οπισθόφυλλο», είχε δηλώσει. Τελικά, η θυελλώδης δημοσιότητα αντί να τον ιντριγκάρει, τον καταρράκωσε οριστικά, με αποτέλεσμα να αναζητήσει την άμυνά του στην απομόνωση: Το 1953, σε ηλικία μόλις 34 ετών, εγκατέλειψε το Μανχάταν και αποσύρθηκε σε ένα κτήμα 90 εκταρίων στο Νιου Χαμσάιρ.
Τα επόμενα χρόνια έγραψε εκεί τρία βιβλία: Τα «Ιδανική μέρα για μπανανόψαρα», «Φράνι και Ζούι» και «Ψηλά σηκώστε τη σκεπή ? Σέιμουρ». Ωσπου στις 19 Ιουνίου του 1965, το περιοδικό «New Yorker» δημοσίευσε το κείμενο που θα αποδεικνυόταν το τελευταίο του, την επιστολική νουβέλα «Hapwotrh 16, 1924». Από τότε δεν ξανάγραψε σε δημόσια θέα. «Αγαπώ το γράψιμο και συνεχίζω να γράφω τακτικά, αλλά μόνο για τον εαυτό μου», είχε δηλώσει στην τελευταία συνέντευξή του, το 1980. «Το να εκδίδω τη δουλειά μου αποτελεί παραβίαση του προσωπικού μου κόσμου».
Κι έτσι, ο αινιγματικός Σάλιντζερ άρχισε να γράφει ιστορία με το να είναι διαρκώς απών, με το να μηνύει βιογράφους που ερευνούσαν τη ζωή του, με το να αρνείται πεισματικά προτάσεις για έναν κινηματογραφικό «Φύλακα στη Σίκαλη» (είπε όχι σε Καζάν, Σπίλμπεργκ και Τέρενς Μάλικ) και με το να μοιάζει ανήμπορος να ξεπεράσει τη φιγούρα του διαχρονικού ήρωα του, του αξεπέραστου αμφισβητία Χόλντεν Κόλφιλντ. Η σιωπή και το σκοτάδι γιγάντωσαν τη φιγούρα του, όπως έθρεψαν και τα σκάνδαλα γύρω από τη σκιά του.
Η κόρη του Πέγκι, στο βιβλίο της «Dream Catcher», τον περιέγραψε σαν λοξό και αηδιαστικό. Ο συγγραφέας Πολ Αλεξάντερ, στο βιβλίο του «Salinger. A Biography», μίλησε ξεκάθαρα για το «κόλλημά» του με την εφηβική ηλικία, ιδιαιτερότητα η οποία έμελλε να σημαδέψει τόσο τον συναισθηματικό του κόσμο όσο και την ερωτική (και ίσως τη σεξουαλική) του ζωή.
Και τέλος, ένα σωρό διαταραγμένοι μετέτρεψαν τον «Φύλακα» σε βίβλο της διαταραχής τους, με τον Μαρκ Τσάπμαν να δεσπόζει στη λίστα, καθώς τη στιγμή που θα σημάδευε τον Τζον Λένον με το ρεβόλβερ του τον Δεκέμβριο του 1980, στο άλλο χέρι θα κρατούσε το μυθιστόρημα του Σάλιντζερ. «Εδώ μέσα θα τα βρείτε όλα», θα δήλωνε λίγο αργότερα στους αστυνομικούς.
Το ερώτημα με το οποίο ασχολούνται όλοι τώρα είναι αν το αδημοσίευτο υλικό που όντως υφίσταται θα βρει τον δρόμο προς το κοινό. Ο Στίβεν Κινγκ είπε: «Ο Σάλιντζερ έφυγε από τη ζωή, αλλά αν είμαστε τυχεροί, έστω και με αυτόν τον τρόπο, μπορεί να έχει περισσότερα να πει». Ηδη γνωρίζουμε από το βιβλίο της κόρης του ότι έγραφε συνεχώς και πως της είχε δείξει ολοκληρωμένα χειρόγραφα.
Και ήδη μάθαμε από τους New York Times ότι τουλάχιστον δύο έργα του βρίσκονται σε θυρίδα τραπέζης του Κόρνις. Αλλά όπως θα ’λεγε κι ο κατεργάρης Χόλντεν: «Δεν υπάρχει τίποτα πιο κάλπικο από έναν συγγραφέα που ξεπουλιέται». Τουλάχιστον, ο δημιουργός του δεν ξεπουλήθηκε όσο ήταν εν ζωή.

Από τον ΣΤΕΦΑΝΟ ΔΑΝΔΟΛΟ

ΠΗΓΗ