Άρχισε με μια σύντομη ανάλυση της διεθνούς καταστάσεως (που επέτρεπε τις πλέον αισιόδοξες προοπτικές), μίλησε για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις (που πήγαιναν, γενικώς, πολύ καλά και θα πηγαίνανε πολύ καλύτερα μετά τη σίγουρη επιτυχία της αποστολής μας) και τελικά, πέρασε στην ενδοκομματική κατάσταση, που ήτανε όντως άριστη, γιατί είχε ξεσκεπαστεί ο ρεβιζιονιστικός, ή μάλλον, για να μην παίζουμε με τις λέξεις, ο προδοτικός ρόλος που έπαιζε μέχρι χτες τη νύχτα η πρώην ηγεσία και τώρα πια το Κόμμα μας, με ξεκαθαρισμένες τις γραμμές του, θα προχωρούσε απερίσπαστο στον επαναστατικό του δρόμο. Ο Ταγματάρχης τόνισε ιδιαίτερα (αν και το ξέραμε βεβαίως όλοι μας, αλλά δεν πειράζει, ποτέ δεν βλάπτει μια μικρή υπόμνηση) ότι οι εκκαθαρίσεις όχι μόνο δεν εξασθενούν ποτέ το Κόμμα μας, μα απεναντίας το δυναμώνουν και όσον αφορά ειδικώς την ομάδα μας, ήταν ευτύχημα που ο παραμερισμός της ρεβιζιονιστικής ηγεσίας έγινε χτες τη νύχτα, πριν προλάβουμε να ξεκινήσουμε, γιατί κατ’ αυτόν τον τρόπο διαπιστώθηκε ότι υπήρχανε φαρμακερά φίδια ανάμεσα μας, ο Αρίσταρχος, ο Βλάσης, ο Κώστας, ο άλλος Κώστας και ο Νικήτας (πρόσεξα πως απαρίθμησε τα ονόματά τους κατ’ αλφαβητική σειρά και όχι κατά σειρά βαθμού και σκέφτηκα ότι θα τους είχαν καθαιρέσει, αλλά όχι, δεν ήτανε αυτό, απλούστατα ο Ταγματάρχης μάς το ’χε κιόλας ξαναπεί να ξεχάσουμε τους παλιούς βαθμούς μας) και λοιπόν, αυτά τα πέντε φαρμακερά φίδια είχαν περάσει από έκτακτο στρατοδικείο και καταδικάστηκαν σε θάνατο.
― Εκτελέστηκαν; ρώτησε ο Έκτορας.
― Όχι ακόμα, απάντησε ο Ταγματάρχης.
― Τότε να τους εκτελέσουμε εμείς, είπε ο Έκτορας. Μια και ανήκανε στην ομάδα μας και είμαστε ανεξάρτητη ομάδα, πρέπει νομίζω να τους εκτελέσουμε εμείς.
― Βάζω την πρόταση του σύντροφου Έκτορα σε ψηφοφορία, είπε ο Ταγματάρχης.
Σας βεβαιώ, σύντροφε ανακριτά, τη στιγμή εκείνη ένιωσα πολύ άσχημα. Και πρώτα απ’ όλα, η ηγεσία που ο Ταγματάρχης ονόμασε ρεβιζιονιστική, δηλαδή προδοτική, ήτανε βέβαια λενινιστική. Δεύτερον, είχα κάνει παρέα με τον λοχαγό Νικήτα (άπαξ παρασημοφορηθέντα και γι’ αυτό μου φερνότανε με κάποιο σεβασμό μπορώ να πω, μια και ήμουνα δις) είχα κουβεντιάσει μαζί του και τον συμπάθησα. Μα τι μπορούσα να κάνω εκείνη την ώρα, κάτω από εκείνες τις συνθήκες; Αν καταψήφιζα την πρόταση του Έκτορα (δηλαδή, ουσιαστικά, του εισηγητή) θα έπρεπε να μην εγκρίνω την απόφαση του έκτακτου στρατοδικείου της Ν και συνεπώς να μην εγκρίνω τη διαταγή συστάσεως του και συνεπώς καταλαβαίνετε βέβαια πού θα ’πρεπε να φτάσω, αρνούμενος έναν έναν τους κρίκους της αλυσίδας. Σήκωσα λοιπόν κι εγώ το χέρι μου σαν όλους τους άλλους, βιάστηκα μόνο να προτείνω να κληρωθεί το εκτελεστικό απόσπασμα και ο Ταγματάρχης βρήκε σωστή την πρότασή μου, πρόσθεσε μάλιστα ότι θα έμπαινε κι αυτός στην κλήρωση – απολύτως ίσος κι όμοιός μας σε τούτη την περίπτωση. Φυσικά κανείς δεν είχε αντίρρηση.
Την κλήρωση την σκέφτηκα γιατί είχα το σχέδιό μου, είχα σκεφτεί ένα τρόπο να μη μου πέσει ο κλήρος, ή μάλλον να μειωθούν οι πιθανότητες να κληρωθώ, ώστε να αποφύγω τουλάχιστον να τους εκτελέσω με τα χέρια μου.
Το σχέδιό μου, δεν ήταν δυστυχώς εκατό τοις εκατό σίγουρο, μείωνε ωστόσο τις πιθανότητες να κληρωθώ. Και ιδού πώς: Είχα προσέξει, ότι έτσι που καθόμασταν ημικυκλικά απέναντι από τον Ταγματάρχη, ήμουν ο πέμπτος στη σειρά, από δεξιά. Αν αριθμούσαμε λοιπόν αρχίζοντας από τον Ταγματάρχη, θα είχα τον αριθμό έξι. Πρότεινα να μη γράψουμε στους κλήρους τα ονόματά μας (ή μάλλον τα επαναστατικά μας ψευδώνυμα) γιατί υπήρχαν ανάμεσα μας τέσσερις σύντροφοι, που είχανε ανά δύο το ίδιο όνομα (είχαμε δύο Ανδροκλήδες όπως ανέφερα παραπάνω και είχαμε επιπλέον δύο Σπάρτακους – τους δύο Κωστήδες δεν τους λογαριάζω, μια και δεν θα παίρνανε βέβαια μέρος στην κλήρωση) και συνεπώς, τα ονόματα θα δημιουργούσαν σύγχυση. Καλύτερα να έχουμε καθένας μας ένα νούμερο κι αυτό να γράψουμε στον κλήρο μας και για να έχουμε ένα νούμερο, να αριθμήσουμε από τα δεξιά, αρχίζοντας από τον Ταγματάρχη. Ο Ταγματάρχης βρήκε σωστή κι αυτή την πρότασή μου, νομίζω μάλιστα πως του άρεσε πολύ αυτή η λύση, γιατί έτσι θα είχε το νούμερο ένα.
Για να μην τα πολυλογώ, έγινα πράγματι το νούμερο έξι, που ως γνωστόν, μπορεί να διαβαστεί και εννέα. Βέβαια, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, βάζει κανείς μια παύλα από κάτω. Μα εγώ δε θα ’βαζα. Αν λοιπόν αυτός που τραβούσε τους κλήρους (και πρότεινα να είναι ένας ουδέτερος, ούτως ειπείν, ένας απ’ τους φρουρούς που φυλάγανε έξω απ’ το γκαράζ) αν τραβούσε λοιπόν ο φρουρός τον δικό μου κλήρο, μπορούσε να τον ξεδιπλώσει και να τον κρατήσει «σωστά», μπορούσε όμως να τον κρατήσει και «ανάποδα», υπήρχαν με άλλα λόγια πενήντα πιθανότητες στις εκατό, να τον διαβάσει εννέα. Μόνο αν έβγαινε μετά απ’ τον δικό μου κλήρο (δηλαδή μετά το τάχα εννέα) το πραγματικό εννέα, μόνο τότε θα γινόταν φανερό ότι ο δικός μας κλήρος (δηλαδή το προηγούμενο «εννέα») ήταν στην πραγματικότητα το έξι. Φυσικά, αυτός που είχε το εννέα, μπορεί να μη σημείωνε την παύλα από κάτω, είτε γιατί θα σκεφτόταν αυτό που σκέφτηκα εγώ, είτε επειδή θα το ξέχναγε. Και συνεπώς, αν έβγαινε πρώτος ο δικός του κλήρος, ο φρουρός θα μπορούσε να τον διαβάσει έξι και συνεπώς, στην περίπτωση αυτή, οι κλήροι που μπορούσανε να διαβαστούνε έξι, διπλασίαζαν αντί να μειώνουν κατά πενήντα τοις εκατό τις πιθανότητες να κληρωθώ. Το σχέδιο μου, βασιζότανε στην προϋπόθεση ότι ο εννέα θα έγραφε σωστά το νούμερό του.
Θεωρητικά, οι πιθανότητες να βάλει ή να μη βάλει την παύλα από κάτω, ήτανε πενήντα υπέρ, πενήντα κατά. Όμως, κάτω απ’ τις δοσμένες συνθήκες, μπορούσα να είμαι σχεδόν σίγουρος ότι ο εννέα θα έγραφε σωστά το νούμερό του, δεδομένου ότι η παράλειψη της παύλας ισοδυναμούσε με απάτη. Έπρεπε λοιπόν ο εννέα να αποφασίσει την απάτη και έπρεπε κυρίως να την σκεφτεί, κάνοντας όλους τους παραπάνω συλλογισμούς. Έπρεπε να μη θέλει να κληρωθεί, αλλά κατά σύμπτωση, εννέα ήτανε ο επιλοχίας Έκτορας, που είχε προτείνει να εκτελέσουμε εμείς τους πέντε και συνεπώς, ήτανε μάλλον απίθανο να μη θέλει να κληρωθεί και έμενε μονάχα η περίπτωση να ξεχάσει να βάλει την παύλα. Άρα, μπορούσα να είμαι σχεδόν σίγουρος ότι το πραγματικό εννέα δε θα διαβαζότανε έξι. Συνεπώς, αν έβγαινε πρώτο το έξι μου θα διαβαζότανε έξι, θα ’τανε σα να είχα τον οιοδήποτε άλλο αριθμό. Αν όμως (με πιθανότητες πενήντα στις εκατό) διαβαζότανε εννέα, θα έπρεπε να βγει κατόπιν και το πραγματικό εννέα, για να αποκαλυφθεί η απάτη μου. (Δηλαδή, δε θα γινόταν τίποτα βεβαίως, κανείς δε θα σκεφτότανε να με κατηγορήσει, όπως και πράγματι δεν το σκεφτήκανε.) Προσέθεσα λοιπόν υπέρ εμού, τις πιθανότητες που είχε το πραγματικό εννέα να μη βγει. Αν πάλι έβγαινε το πραγματικό εννέα πριν απ’ το δικό μου έξι, τότε ξανάπεφτα στην περίπτωση του όποιου άλλου αριθμού. Έτσι μπερδεμένα είχα προφτάσει και τα σκέφτηκα τότε, έτσι μπερδεμένα τα έγραψα και τώρα και μα την αλήθεια, δεν ξέρω ποια είναι η ορθή λύση του προβλήματος, σύμφωνα με τον νόμο των πιθανοτήτων, πάντως εγώ το είχα πιστέψει τότε και το πιστεύω και σήμερα ακόμα, ότι κατόρθωσα να αυξήσω τις υπέρ εμού πιθανότητες. Μπορεί να έπεσα έξω, αλλά εν πάση περιπτώσει, τι άλλο μπορούσα να κάνω εκείνη τη στιγμή;
Ο Ταγματάρχης, μην έχοντας άλλο χαρτί απάνω του, έσκισε σε μικρά κομματάκια την κόλλα όπου ήτανε γραμμένος ο όρκος, μας έδωσε το μολύβι του, γράψαμε όλοι με τη σειρά το νούμερό μας, τυλίξαμε ρουλό τα μικρά χαρτάκια, τα ρίξαμε σε ένα ψάθινο καπέλο, ο Ταγματάρχης φώναξε έναν φρουρό και του είπε να τραβήξει δώδεκα κλήρους. Τραβώντας τον όγδοο κλήρο, ο φρουρός φώναξε:
― Εννέα.
Είχα αρχίσει να ελπίζω ότι τη γλίτωσα, η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, ένατος, δέκατος, εντέκατος κλήρος.
― Ένα, φώναξε ο φρουρός.
Έβγαλε από το καπέλο τον δωδέκατο κλήρο, τον ξετύλιξε, τα ’χασε για μια στιγμή, τον γύρισε ανάποδα και είπε:
― Αυτό είναι το εννέα, έχει μια παύλα από κάτω.
― Ώστε το προηγούμενο εννέα ήτανε το έξι, είπε ο Ταγματάρχης και με κοίταξε χαμογελώντας, συγχαίροντάς με θα ’λεγες που με ευνόησε κι εμένα η τύχη αμέσως ύστερα απ’ αυτόν.
Του χαμογέλασα κι εγώ, τι θα κάνατε δηλαδή εσείς στη θέση μου;