Ένας μεταμοντέρνος Βιζυηνός;

Τα όρια της βιογραφίας και του μυθιστορήματος δεν υπήρξαν ποτέ απολύτως διακριτά. Τα τελευταία χρόνια τα μυθιστορήματα-βιογραφίες, δηλαδή τα μυθιστορήματα που έχουν πραγματικό πρόσωπο ως πρωταγωνιστή ή βιογραφική δόμηση στο λόγο τους (discourse) έχουν πληθύνει. Στα μυθιστορήματα αυτά διαμφισβητούνται οι βασικές αρχές της βιογραφίας: το ενιαίο (συνήθως διάσημο) πρόσωπο –παρουσιάζεται με την επιλογή ντοκουμέντων ή ανεκδότων ενοποιημένο βάσει κάποιας αρχής ή κριτηρίου που διέπει τη βιογραφική πρακτική μιας ορισμένης εποχής–, η χρονολογική δομή (από την γέννηση έως τον θάνατο), καθώς και η συνακόλουθη αιτιολογική δομή που δίνουν την ψευδαίσθηση της εξέλιξης και της ωρίμανσης, με έμφαση σε ορισμένες περιόδους (όπως π.χ. η εφηβεία).
            Τα μυθιστορήματα-βιογραφίες των τελευταίων χρόνων που χρησιμοποιούν ιστορικά πρόσωπα ως ήρωες (και ειδικότερα καλλιτέχνες ως ήρωες –κατηγορία που θα με απασχολήσει), διαπλέκουν στην κατασκευή τους την ιστορικότητα (την πραγματικότητα) του προσώπου με τη θεωρία του μεταδομισμού που πιστεύει ότι η γλώσσα είναι σύστημα διαφορών, χωρίς θετικούς όρους· ότι το νόημα δεν εξαρτάται από την αναφορά στον εξωτερικό κόσμο· ότι ο συγγραφέας δεν είναι η μοναδική πηγή του νοήματος, με την έννοια ότι δεν είναι παρά μόνον το εγώ της συγγραφικής πράξης, ενώ το κείμενό του είναι ένα «πλέγμα αναφορών, προερχομένων από τις χίλιες τόσες εστίες πολιτισμού»·[1] ότι ο αναγνώστης δεν είναι παρά ο χώρος στον οποίο εγγράφονται αυτές οι παραπομπές που συγκροτούν τη γραφή. Άρα ότι δεν μπορούμε με βεβαιότητα να γνωρίσουμε το παρελθόν ή ότι δεν μπορούμε να διακρίνουμε ξεκάθαρα μεταξύ γνωρίζοντος υποκειμένου και του αντικειμένου της γνώσης του.
            Εξάλλου και η έννοια της ίδιας της ιστορίας –και κατά πολλούς η βιογραφία είναι κλάδος της ιστορίας– τίθεται εν αμφιβόλω. Η ιστορία δεν είναι παρά μια ακόμη αφήγηση υποκείμενη σε μύθους, μεταφορές και στερεότυπα. Οι πηγές της είναι επίσης πολλαπλώς ερμηνεύσιμα κείμενα και οι αιτιολογικές της εξηγήσεις μπορεί να αποδειχτεί ότι εκπορεύονται και άρα επαναλαμβάνουν συγκεκριμένα είδη μυθοπλαστικής πλοκής. Άρα δεν υπάρχει άμεση πρόσβαση στο παρελθόν, παρά ποικίλες ακόμη και αντιφατικές ιστορίες, που αποκτούν συνοχή από τη αφηγηματική φωνή του ιστορικού, που με τη σειρά της προσδιορίζεται από τις ιδεολογικές ή φιλοσοφικές προϋποθέσεις της. Το ίδιο αμφισβητούνται και οι ισχυρισμοί περί της αντικειμενικότητας της επιστήμης που βασίζεται στη γνώση των αιτιακών νόμων, ή περί της καθολικής ισχύος των διαδικασιών που εφαρμόζει (πείραμα, απόδειξη, επαλήθευση) και της ανεξαρτησίας της από ηθικές και πολιτικές σκοπιμότητες. [2] 
            Η διαμφισβήτηση αυτή είχε άμεση επίδραση στη σύνθεση των μεταμοντέρνων μυθιστορημάτων-βιογραφιών: α) Δεν υπάρχει πλέον μια κυρίαρχη εικόνα του βιογραφούμενου, αλλά πολλές αντιφατικές εκδοχές του ίδιου προσώπου, οπότε γίνεται αποτίμηση των ήδη υπαρχουσών βιογραφιών ή της βιογραφίας εν γένει που αντιμετωπίζεται με αναθεωρητική διάθεση. β) Το κέντρο βάρους μεταφέρεται από την (ούτως ή άλλως αδύνατη) αναπαράσταση μιας ζωής (ελασσόνων συνήθως ή ελάχιστα γνωστών προσώπων) στο επίπεδο του αναστοχασμού για την αναζήτηση και την αναδόμηση μέσω της βιογραφίας. Αυτό μπορεί να γίνεται μέσω του ίδιου του βιογραφούμενου, που παρουσιάζεται με κάποιο είδος μυθοπλαστικής του αυτοβιογραφίας, είτε γ) μέσω του βιογράφου, οπότε άλλοτε δραματοποιείται η βιογραφική quest και οι παράλληλοι βίοι διαφορετικών εποχών, και άλλοτε μέσω της αυτοαναφορικότητας σχολιάζεται η δυσκολία της γνώσης. δ) Η «βιογραφία» συγκροτείται από ένα ετερογενές σύνολο αυτοβιογραφικών, ιστορικών μυθοπλαστικών και κριτικών στοιχείων που συνυπάρχουν στον ίδιο χώρο: το κείμενο.[3]
            Μεταξύ των άλλων ευρωπαϊκών παραδειγμάτων, τέτοιου είδους μυθιστορήματα -βιογραφίες έχουμε και στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία, όπως π.χ. τα Βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά (1989), Θα υπογράφω Λουί (1993), Ελένη ή ο Κανένας (1998) της Ρέας Γαλανάκη που αναφέρονται αντίστοιχα στις περιθωριακές και μεταιχμιακές προσωπικότητες των Ισμαήλ Φερίκ, Ανδρέα Ρηγόπουλου και Ελένης Αλταμούρα·Το ελάχιστον της ζωής του του Διαμαντή Αξιώτη (1999 για τον Μεχμέτ Αλή)· Σμιλεύοντας το φως του Γιώργου Ξενάριου (2001 για τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο)· Βρέχει φως του Κωστή Γκιμοσούλη (2002, για τη Μαρία Πολυδούρη)· Οι τελευταίες ημέρες του Κωνσταντίνου Καβάφη (2003) του Φίλιππου Φιλίππου· Ο Γλαύκος Θρασάκης (1996) του Βασίλη Βασιλικού, Οι ωραίες ημέρες του Βενιαμίν Σανιδόπουλου του Άρη Μαραγκόπουλου (1998, και τα δύο μυθοπλαστικές αυτοβιογραφίες ως βιογραφίες).[4]
            Ο Μισέλ Φάις μπαίνει στον στίβο της βιογραφίας-μυθιστορήματος με το βιβλίο του Το μέλι και η στάχτη του Θεού, Αθήνα, Πατάκης, 2002, μια βιογραφία του περιθωριακού και μεταιχμιακού Ιταλοεβραίου ζωγράφου, λαογράφου και αισθητικού Τζούλιο Καϊμη, ενώ το 2003 επιμελείται με εκτεταμένο βιοεργογραφικό σημείωμα τον Κατάλογο της έκθεσης Giulio Caïmi στο Εβραϊκό Μουσείο της Ελλάδος.
            Το μυθιστόρημα συγκροτείται από παραθέματα σε διάφορα τυπογραφικά στοιχεία, μερικά από τα οποία αποτελούν προφορικές ενίοτε επαναλαμβανόμενες ή αντιφάσκουσες μαρτυρίες φίλων και περιοίκων, άλλα αποσπάσματα από το έργο του Καΐμη που συνυπάρχουν με άρθρα κριτικές για τη ζωγραφική του, αποκόμματα εφημερίδων σαν κι αυτά που μάζευε ο βιογραφούμενος, καθώς και αποσπάσματα από ένα φανταστικό ημερολόγιο. Η ζωή του Καΐμη είναι ένα εντυπωσιακό κολλάζ μαρτυριών, ντοκουμέντων και μιμήσεων ή πλαστογραφήσεων. Με αυτόν τον τρόπο το κείμενο ανακαλεί και υπονομεύει τις δισκελείς αντιθέσεις προφορικό/γραπτό, αναφορικό/διακειμενικό, λογοτεχνικό/μη λογοτεχνικό, μυθοπλαστικό/μη μυθοπλαστικό. Το κολλάζ των κειμένων από διαφορετικά είδη επισύρει την προσοχή μας στα θέματα των επιλογών από τις πηγές, των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι βιογράφοι, όταν έχουν ισχνές μαρτυρίες, της μεροληψίας, της αντιφατικότητας, καθώς και στη στενή σχέση μεταξύ Ιστορίας (history) και ιστοριών (story). Η αδυναμία ή η αδιαφορία για τη σύνθεση έχει ως σκοπό να υπονομεύσει την πίστη ότι η ζωή μπορεί να κατανοηθεί ως ενοποιημένο όλο: το πολύ μπορεί να αποδοθεί μιμητικά ως αποσπασματικότητα που αποκτά ενότητα –εντελώς ειρωνικά– μόνον επειδή παρουσιάζεται σε ενιαίο κειμενικό χώρο.
            Το 2004 ο Φάις επανέρχεται με την Ελληνική aϋπνίa[5] και τον υπότιτλο «μυθιστόρημα», ένα βιβλίο με θέμα τον Βιζυηνό.[6] Ο Βιζυηνός δεν είναι άμοιρος βιογραφιών. Έχει βιογραφηθεί συντομότερα ή πιο εκτεταμένα τόσο από ανθρώπους που ήταν αυτόπτες μάρτυρες της ζωής του (Ν. Βασιλειάδης,[7] Γ. Χασιώτης), όσο και από μελετητές σύγχρονούς του (Παλαμάς) –πβ. ιδιαίτερα Εγκώμια Γεωργίου Βιζυηνού–[8] και μεταγενέστερους (π.χ. Κ. Μαμώνη, Γ. Βαλέτας, Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Απ. Σαχίνης, Βαγγ. Αθανασόπουλος, Ελ. Κουτριάνου),[9] μεταξύ των οποίων καίρια θέση κατέχει ο Παν. Μουλλάς.[10] Το ενδιαφέρον είναι ότι η ζωή του Βιζυηνού είχε πολλά στοιχεία που την καθιστούν μυθιστορηματική. Η καταγωγή του, το δίλημμά του μεταξύ εκκλησιαστικής και κοσμικής σταδιοδρομίας, οι βραβεύσεις του ως ποιητή, οι σπουδές του στη Γερμανία, αποτέλεσμα του μαικινισμού της εποχής, η παραμονή του στην Αγγλία και τη Γαλλία και η σχέση του με τους καλλιεργημένους μεγαλοαστούς, η ιδέα της εκμετάλλευσης του μεταλλείου στο Σαμάκοβο, η αρρώστια του, ο φθόνος του αθηναϊκού λογοτεχνικού κατεστημένου που μετατρέπεται σε απροκάλυπτη εχθρότητα ιδίως μετά το 1884, ο έρωτάς του προς την κατά πολύ νεώτερή του κοπέλα, και τέλος η τρέλλα του και ο εγκλεισμός του στο Δρομοκαΐτειο συγκροτούν μια ερεθιστική βιογραφία με αρχή, ένταση, κορύφωση και τραγικό τέλος σύμφωνη με τις συμβάσεις της ρεαλιστικής, της τραγικής, της μελοδραματικής κτλ. πλοκής. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά σε ορισμένους τίτλους μυθιστορηματικών βιογραφιών.[11] Σε αυτές τα περιστατικά τοποθετούνται με τέτοια χρονολογική σειρά ώστε να αναδείξουν την αιτιακή δόμηση των γεγονότων ή τη μετωνυμική σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον και την εποχή του, ενώ στην πραγματικότητα συχνά οργανώνονται έτσι ώστε να ανταποκρίνονται στις συμβάσεις της πλοκής της βιογραφικής αφήγησης που επιλέγεται.[12]
Σε αυτό συνέτεινε και το έργο του Βιζυηνού που συσχετίστηκε αμφίδρομα με τη ζωή του. Είτε δηλαδή διαβάστηκε ως είδος «οικογενειακών απομνημονευμάτων» με απλή εξίσωση της ζωής με το έργο στη χειρότερη περίπτωση, και πιο υποψιασμένους τρόπους στην καλύτερη: «το πρόσωπό του: αυτό υπάρχει μέσα στο έργο του, αλλά που θολό και κατακερματισμένο σε σκόρπιες εικόνες, ξεφεύγει συχνά στο πρώτο κοίταγμα και δε φανερώνει με μιας τα χαρακτηριστικά του».[13] Είτε διαβάστηκε ως λογοτεχνία στην οποία ο συγγραφέας ενέγραψε τον εαυτό του στους διάφορους χαρακτήρες του κειμένου σε σημείο που η ζωή του είναι τα κείμενά του και ο ίδιος ένας λογοτεχνικός χαρακτήρας,[14] σύμφωνα με τη γνωστή άποψη του Barthes που αναφέρεται σε βίους και έργα, όπως του Genet ή του Proust.[15]
            Το μυθιστόρημα που γράφει ο Φάις (στην ηλικία των 47 ετών όσα και τα χρόνια της ζωής του Βιζυηνού)[16] αποτελείται από τρεις κατηγορίες κειμένων που εναλλάσσονται μεταξύ τους: 34 επιστολές του αναγνώστη-βιογράφου προς τον νεκρό Βιζυηνό σε ολοένα αυξανόμενο βαθμό οικειότητας, όπως φαίνεται από τις προσφωνήσεις και τις υπογραφές, κάθε μια από τις οποίες γράφεται «εν μια νυκτί», 17 αποσπάσματα ενός γλωσσαρίου-«κορφολόγημα» από τα κείμενα του Βιζυηνού και 17 αποσπάσματα-περιπτώσεις από το αρχείο του Δρομοκαϊτείου τα χρόνια που νοσηλεύεται εκεί ο Βιζυηνός κατ’ αντίστροφη χρονολογική σειρά. Η δομή αυτή μας επιτρέπει να διαβάσουμε το μυθιστόρημα-βιογραφία όχι μόνον προς μια κατεύθυνση από την αρχή ως το τέλος αλλά με πολλούς τρόπους: π.χ. χωριστά τις επιστολές, χωριστά το γλωσσάρι, χωριστά τα ψυχιατρικά «ιστορικά» κ.οκ. Επομένως η γραφή και κατ’ επέκταση η ανάγνωση της βιογραφίας δεν είναι sequential βασιζόμενη στον συνταγματικό άξονα, αλλά παραδειγματική. Ανάλογα με το παράδειγμα που ακολουθεί κανείς μπορεί να διαβάσει και μια άλλη ζωή.[17]
            Οι επιστολές διαστίζονται από δύο κατηγορίες παραθεμάτων με διαφορετικά τυπογραφικά στοιχεία η καθεμιά. α) Κείμενα (λογοτεχνικά και μη) του Βιζυηνού και β) κριτικές ή μελέτες σχετικά με τον Βιζυηνό. Επίσης πολλές από τις επιστολές έχουν ένα ή περισσότερα υστερόγραφα (συνολικά 25) τα οποία επί το πλείστον περιέχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία του βιογράφου έτσι ώστε η ζωή του (Θρακιώτης εβραϊκής καταγωγής «περιπαθής αναγνώστης και μακρινός συντοπίτης», όπως αυτοσυσταίνεται σε κάποιο παλαιότερο κείμενό του)[18] να παραλληλίζεται ή να διασταυρώνεται με τη ζωή του Βιζυηνού, οπότε γεννάται το ερώτημα αν ο βιογράφος ξεκίνησε τη βιογραφία του Βιζυηνού, επειδή αισθάνθηκε ότι έχει κοινά σημεία με τη δική του ή αν ο βιογράφος φιλοτεχνεί μια βιογραφία του Βιζυηνού έτσι ώστε να μοιάζει με τη δική του.[19]
            Είναι εμφανές ότι το οργανωτικό πρότυπο του Φάις δεν είναι η χρονολογία. Η ζωή του Βιζυηνού εξαρθρώνεται χρονικά και ανασυντίθεται είτε στις ατομικές νύχτες του βιογράφου, ο επαναληπτικός προσδιορισμός των οποίων δίνει μια αίσθηση στατικότητας, είτε στην αλφαβητική καταλογογράφηση του γλωσσάριου που δείχνει ότι η γλώσσα δεν είναι αναπαράσταση του κόσμου, μολονότι με την ποικιλία των λέξεων δίνει ποικίλες εκδοχές του κόσμου, είτε στην περιπτωσιολογία του ψυχιατρικού αρχείου που δείχνει την ευχέρεια ενός θεσμισμένου επιστημονικού λόγου να κατατάσσει με βάση κάποια κυρίαρχη θεωρία (π.χ. αυτήν του εκφυλισμού), να ταυτοποιεί όλα τα συμπτώματα υποτάσσοντάς τα (ενίοτε με σχεδόν παρωδιακή υπερβολή) είτε στην κληρονομικότητα είτε στις «συνέπειες της παλαιάς ιστορίας» (αλκοόλ, σεξ, σύφιλις), να περιγράφει ακόμη και σωματικά χαρακτηριστικά ως τεκμήρια πνευματικής ή ηθικής διαστροφής και εν τέλει να περιθωριοποιεί. Τα «ιστορικά» αυτά είναι ντοκουμέντα δομημένα στον παντοδύναμο λόγο (discourse) προτέρου-υστέρου, αιτίου-αποτελέσματος και της συνακόλουθης ομοιογένειας, αλλά τα γλωσσικά και ορθρογραφικά τους λάθη υποψιάζουν ότι έχουν δεχτεί την επιλογή και σύνθεση του Φάις. Συνεπώς μπορεί να τα θεωρήσει κανείς «μυθοπλαστικά» στο μέτρο που επιλέχτηκαν με το κριτήριο της αναλογίας προς την αρρώστια του Βιζυηνού και της (υφολογικής) διαφοράς προς τις επιστολές του βιογράφου.
            Οι κατάλογοι όμως επεκτείνονται αντικαθιστώντας τη χρονοαιτιολογία και στις ίδιες τις επιστολές. Στη 13η επιστολή (69-70) γίνεται λόγος για τα ονόματα του Βιζυηνού, στη 14η επιστολή (73-78), όπου γίνεται λόγος για τη (δυσάρεστη) φωνή του, έχουμε την παράθεση έξι αποσπασμάτων από τα ισάριθμα διηγήματα του Βιζυηνού που συγκροτούν «το προσωπικό ηχητικό αρχείο» του, στη 15η (80-84) τις λογοτεχνικές «φωτογραφίες» του Βιζυηνού από διαφόρους συγκαιρινούς του και το «αυτοπορτραίτο» του στην περιγραφή του Ίψεν, στη 16η (86-94) έναν αριθμητικό αντίστροφο κατάλογο για τη σχέση του Βιζυηνού με το χρήμα, και τέλος στη 18η (100-106) έναν ακόμη αριθμητικό κατάλογο με την ενδυματολογική διαδρομή του Βιζυηνού, κυρίαρχη στα διηγήματά του (θέμα της μεταμφίεσης/μετένδυσης) αλλά και στις περιγραφές των άλλων γι’ αυτόν.
            Η βιογράφηση ως σειρά επιστολών προς τον νεκρό Βιζυηνό μοιάζει με το ρητορικό σχήμα της αποστροφής, ένα σχήμα που σε απλούστερη μορφή είχε χρησιμοποιήσει και η Μάρω Δούκα στη δική της εισαγωγή στην Ανθολόγηση του Βιζυηνού.[20] Οι προσφωνήσεις των επιστολών μοιάζουν με αποστροφές στον συγγραφέα, δηλαδή μετατρέπουν τη φυσική απουσία του νεκρού Βιζυηνού σε παρουσία του στον χρόνο του αφηγείσθαι/απευθύνεσθαι (του βιογράφου). Η παρουσία/απουσία δεν έγκειται στον χρόνο των γεγονότων αλλά στον χρόνο της γραφής. Με αυτήν την έννοια το κείμενο του Φάις δεν είναι αναπαράσταση της ζωής του Βιζυηνού, αλλά η συγκρότηση της ζωής του Βιζυηνού ως μυθοπλαστικού γεγονότος, «στο παρόν αυτού που γράφει» (151).
            Το ενδιαφέρον είναι ότι με απεύθυνση προς τον νεκρό χαρακτήρα του διηγήματος ξεκινά και ο «Μοσκώβ Σελήμ», το τελευταίο διήγημα του Βιζυηνού, που δημοσιεύεται λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του, όταν ο Βιζυηνός βρίσκεται ήδη στο Δρομοκαΐτειο.[21] Στο διήγημα αυτό ο Βιζυηνός εντυπωσιάζεται από τον Μοσκώβ Σελήμ που θεωρείται από τους συντοπίτες του τρελλός –επειδή συμπεριφέρεται με αντισυμβατικούς τρόπους– και μετά από μια νύχτα αϋπνίας (πβ. το motto του βιβλίου του Φάις «το βαθύ και μελαγχολικόν εκείνο βλέμμα ταράττει τον ύπνον μου») τον συναντά την επόμενη μέρα και τον αφήνει να διηγηθεί ο ίδιος την ιστορία του που συνδέει το εθνικό με το αντι-εθνικό, το υγιές με το παράφρον και το αρσενικό με το θηλυκό. Την ιστορία αυτή την ερμηνεύει μετά ο αφηγητής με ψυχολογικό τρόπο. Συνεπώς έχουμε μια πρώτη δυαδική σχέση μεταξύ του αφηγητή και του Μοσκώβ και μια δεύτερη μεταξύ του Μοσκώβ και του αναγνώστη.
            Η δομή του «Μοσκώβ Σελήμ» μάλιστα κατά τον Χρυσανθόπουλο μοιάζει με τη μετάθεση (transference) και την αντιμετάθεση στην ψυχανάλυση:[22] «ο αναλυόμενος δεν φέρνει τις σωματικές και συναισθηματικές του εμπειρίες καθεαυτές αλλά κατασκευάζει μια αφήγηση που πιστεύει ότι είναι ανάλογη προς τις εμπειρίες αυτές [...] ο αναλυτής [...] κατασκευάζει μια αφήγηση που πιστεύει ότι αναλογεί στην εντύπωση που του προκάλεσε η αφήγηση του αναλυόμενου. Αυτό που δεν εμφανίζεται στη συνδιαλλαγή είναι η σχέση του ψυχαναλυτή με τον δικό του ψυχαναλυτή, δηλαδή το πώς διαρθρώνεται ο δικός του λόγος ως προς ένα σημείο αναφοράς».[23] Υποθέτω πως αυτή ακριβώς η σχέση υπόκειται και στην Ελληνική αϋπνία. Ο αναγνώστης-βιογράφος διαβάζει τη ζωή του Βιζυηνού, όπως έχει περισωθεί στις μαρτυρίες των συγχρόνων του αλλά και όπως έχει εγγραφεί στο έργο του, με τη διπλή υπόμνηση ότι ως αναγνώστης του Βιζυηνού είναι ομοούσιος με τον συγγραφέα (176) ή ένας «συνσυγγραφέας» (109). Ο αναγνώστης του βιβλίου διαβάζει το «χειρόγραφο της ζωής» του Βιζυηνού, όπως το συγκροτεί ο Φάις. Η ζωή δεν είναι μια πραγματικότητα που την αναπαριστά η βιο-γραφία, αλλά ένα σύνολο γραφών, επανεγγραφών και αναγνώσεων που δεν έχει τέλος (μια «ατέλειωτη επιστολή» 144). Πρόκειται για ένα «χειρόγραφο» που γράφεται και ξαναγράφεται, διαβάζεται και ξαναδιαβάζεται με ποικίλους τρόπους (κοινωνιολογικό, ψυχαναλυτικό, μεταδομιστικό κ.οκ.). Επομένως η σχέση μεταξύ του Βιζυηνού και του αναγνώστη-βιογράφου και η σχέση του αναγνώστη-βιογράφου και του αναγνώστη του Φάις είναι μια σχέση mise en abyme.[24] Η μια καθρεφτίζει την άλλη. Ο Βιζυηνός επανεγγράφει τον εαυτό του στα διηγήματά του, ο αναγνώστης-βιογράφος επανεγγράφει τον λόγο του Βιζυηνού και τον λόγο περί Βιζυηνού σε μια κριτική αφήγηση που προσπαθεί να ερμηνεύσει την ποιητική και την ιδεολογία του Βιζυηνού και τις αντιδράσεις για τον Βιζυηνό, ο αναγνώστης του Φάις που έχει διαβάσει τον Βιζυηνό στον καθρέφτη της σύγχρονης κριτικής και της θεωρίας προσπαθεί να ανακαλύψει τον πυρήνα αναφοράς επί τη βάσει του οποίου συγκροτήθηκε ο Βιζυηνός της Ελληνικής αϋπνίας. Ποια είναι αυτή η άγνωστη ή η αμετάδοτη «γλώσσα» (13) –εν αντιθέσει προς τους γνωστούς λόγους της αγιογραφίας ή της ταύτισης (12)– στην οποία γράφει τη «βιογραφία του»;
            Ποιο είναι το απόν διακείμενο επί βάσει του οποίου ο αναγνώστης-βιογράφος προσπαθεί να διαβάσει τον Βιζυηνό; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό θα πρέπει πρώτα να επισημάνουμε ότι ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου καταλαμβάνεται από τον προσδιορισμό του Βιζυηνού με βάση την ομοιότητα και τη διαφορά του από άλλους Έλληνες και ξένους λογοτέχνες. Υπάρχουν, μάλιστα, δύο συσχετισμοί με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ο πρώτος είναι ο συσχετισμός με τον Κάφκα, τον κατά Φάις «πρόγονο» του Βιζυηνού, αναφορικά με την απελευθέρωση από την πατρική εξουσία (29), τη νόσο ως βιογραφική αντανάκλαση (67), «την ενοχή του νομοταγούς» (108), και την εμπειρία της γραφής ως νοσήματος (158).[25]
            Ο δεύτερος, συσχετισμός που εκτείνεται σε αρκετές επιστολές και σελίδες, είναι μεταξύ Βιζυηνού, Ροΐδη και Παπαδιαμάντη. Ο Παπαδιαμάντης (που κράτησε μια πείσμονα σιγή για τον Βιζυηνό) θεωρείται ότι έχει κάποιες εντυπωσιακές ομοιότητες με αυτόν: Η πορεία του από το ιστορικό μυθιστόρημα στο διήγημα, η σχέση με τον πατέρα, ο αλκοολισμός, το αυτοβιογραφικό σημείωμα αντιστοιχίζονται με την πορεία του Βιζυηνού από τη φαναριωτική ποίηση στο διήγημα, με την ανάγκη του για πατρική προστασία, με τη σύφιλη και με το αυτοβιογραφικό του σημείωμα. Ο Ροΐδης (που στις λίγες κριτικές του χρησιμοποίησε «ραφιναρισμένη χολή» για τον Βιζυηνό, 54) λειτουργεί ως «αντίζηλος» πατέρας. Όταν η σύγκριση επεκτείνεται μεταξύ των τριών ο Βιζυηνός (αϋπνία, «γραφή ως υποχρέωση στη φούρια», παραφροσύνη, νόσημα του μυελού) στέκεται απέναντι στους δύο που καταλαμβάνουν τους δύο πόλους: ο Ροΐδης (ύπνος, «γραφή/ύφος ως δικαίωμα στη χρονοτριβή», ειρωνεία, εξευρωπαϊσμός) είναι το αντίθετο του Παπαδιαμάντη (αγρυπνία, «δικαίωμα στη φούρια», πίστη, Ορθοδοξία). Απέναντι στον «άνωθεν εξευρωπαϊσμό» του Ροΐδη και στην «κάτωθεν ορθοδοξία» του Παπαδιαμάντη στέκεται η «γενική παράλυσις των φρενών μετά κινητικής αταξίας» που «είναι το ισχυρότερο επιχείρημα μιας μειονοτικής λογοτεχνίας που φιλοδοξεί να παραμείνει μειονοτική» (60).
            Ο όρος «μειονοτική λογοτεχνία» είναι προφανώς μετάφραση όρου που εισήγαγαν οι G. Deleuze και F. Guattari, στο βιβλίο τους Kafka: Pour une littérature mineur, Paris, 1975[26] για να χαρακτηρίσει το έργο του Κάφκα που όντας μέλος της Εβραϊκής κοινότητας της Τσεχοσλοβακίας χρησιμοποιεί στα γραπτά του τη γερμανική, την επίσημη γλώσσα της εποχής, με τέτοιο τρόπο ώστε να την ανοίγει σε καλλιτεχνικές παραμορφώσεις. Έτσι η «μειονοτική λογοτεχνία» με τις ποικίλες αναγνώσεις του όρου αποδεικνύεται το απόν διακείμενο πάνω στο οποίο βασίζει ο Φάις την ανάγνωσή του για τον Βιζυηνό ως μειονοτικό συγγραφέα σε παραλληλισμό με τον Κάφκα και σε αντίθεση με τους Παπαδιαμάντη και Ροΐδη.
            Μειονοτική λογοτεχνία είναι η λογοτεχνία που απεδαφικοποιεί (deterritorialization) τη μείζονα γλώσσα, δηλαδή με τη νέα χρήση των προϋπαρχόντων μοντέλων παρεμβαίνει στην κοινωνική συνοχή του κυρίαρχου λόγου, αποσκοπεί στην πολιτική αμεσότητα και εκφράζει τον λόγο της κοινότητας. Χαρακτηρίζοντας τον Κάφκα ως μειονοτικό συγγραφέα οι Deleuze και Guattari θεωρούν το έργο του και ως έργο ενός μέλους μιας εθνικής μειονότητας σε μια μεγάλη αυτοκρατορία, οι μορφολογικές και θεματικές καινοτομίες του οποίου είναι πολιτικά και κοινωνικά χρωματισμένες, καθώς και ως έργο με πρωτοποριακό χαρακτήρα που χρωματίζει και αποσταθεροποιεί (ως ελάσσων μουσική κλίμακα) την κλίμακα της μείζονος γλώσσας.
            Το διηγηματογραφικό έργο του Βιζυηνού γράφεται βέβαια στα ελληνικά αλλά διαβάζεται από τον Φάις ως μειονοτική λογοτεχνία στο μέτρο που χρησιμοποιεί τη μείζονα γλώσσα από μια περιθωριακή προοπτική. Ο Βιζυηνός, όπως και ο Κάφκα, «γίνεται ξένος στην ίδια του τη γλώσσα» (174). Η γραφή του αντιμετωπίζει με δυσπιστία τις συμβιβαστικές ή ενοποιητικές αφηγήσεις («το αφήγημα της προόδου» του Ροΐδη ή το «αφήγημα της θρησκείας» του Παπαδιαμάντη 61), δεν έχει αναπαραστατικό ή τελεολογικό (γράφω για να...), άρα ούτε θεσμικό ή κρατικά εγκεκριμένο χαρακτήρα (π.χ. το διήγημα του διαγωνισμού της Εστίας, 137), απεδαφικοποιεί με την έννοια «ξηλώνει» το εγκωδικευμένο νόημα που στηρίζεται κυρίως στις δισκελείς αντιθέσεις (άντρας/γυναίκα, Έλληνας/Τούρκος, λογική/παραφροσύνη, υγεία/αρρώστια). Συνοπτικά: τοποθετείται αντιπολιτευτικά απέναντι στον λογοτεχνικό κανόνα. Δεν είναι τυχαίο ότι σε αυτά τα συμφραζόμενα η φρενοβλάβεια του Βιζυηνού, όπως και η αυτοκτονία του Καρυωτάκη, αποδίδονται τελικά όχι στη σύφιλη αλλά είτε στο άγχος για υπέρβαση, είτε στην αδιαφορία απέναντι στον λόγο της εκάστοτε μείζονος λογοτεχνίας (66, 172).
            Απέναντι στη διογκωμένη διακειμενικότητα η αυτοψία περιορίζεται μόνον σε μια επίσκεψη στο Δρομοκαΐτειο και σε μια επίσκεψη (που περιγράφεται στο καταληκτικό ΥΓ του βιβλίου) στο Α’ Νεκροταφείο, κατά την οποία ο αναγνώστης-βιογράφος φωτογραφίζει την ταφική φωτογραφία του Βιζυηνού. Η φωτογραφία αυτή τοποθετείται στο «αυτί» του οπισθόφυλλου σε αντίστοιχη θέση με τη φωτογραφία του Φάις στο «αυτί» του εξώφυλλου. Φωτογραφία (του αναγνώστη/συγγραφέα-βιογράφου) απέναντι στη φωτογραφία (του βιογραφούμενου συγγραφέα) και φωτογραφία της φωτογραφίας: η τεχνική mise en abyme συνεχίζεται ενισχυμένη. Είναι γνωστό ότι η ταφική φωτογραφία εμπεριέχει και την κυριολεξία (την ύπαρξη του νεκρού: μνημείο) και τη μεταφορά (μας βοηθά να συνειδητοποιήσουμε την απώλεια: μνημείο). Ο Φάις όμως αλλάζει τα συμφραζόμενα: φωτογραφίζει την ταφική φωτογραφία μια «εκτυφλωτική μέρα, που είχε λιακάδα και χιόνι» (177) κι όταν εμφανίζει τη φωτογραφία, «άκουσα την χιόνα τρίζουσαν υπό τα βήματά σας, είδα από του μύστακός σας κρεμάμενα κρύσταλλα και, χωρίς υπερβολή, σας είχα ζωντανό μπροστά μου ως μυλωθρό αλευρωμένο» (178). Με άλλα λόγια ο Φάις επαναλαμβάνει με τη φωτογραφία ό,τι έκανε με το κείμενο: «ξανα-γράφει» την ταφική φωτογραφία του νεκρού συγγραφέα (αφαιρώντας διακριτικά την παρουσία της απουσίας) και ύστερα την «ξαναδιαβάζει» μέσα από τα «μνημεία λόγου»[27] του ίδιου του Βιζυηνού στο παρόν της γραφής της Ελληνικής αϋπνίας.


Prof. G. Farinou-Malamatari
Aristotle University of Thessaloniki
Dep. of Medieval and Modern Greek Studies
54124 Thessaloniki Greece
tel. +302310 997135
fax  +302310 997094


Δημοσιεύτηκε στο συλλογικό έργο  Ο λόγος της παρουσίας.Τιμητικός τόμος για τον Παν. Μουλλά (Σοκόλης, 2005).


[1] Roland Barthes, «Ο θάνατος του συγγραφέα» στο Εικόνα-Μουσική-Κείμενο, μτφρ. Γ. Σπανός, Αθήνα, Πλέθρο, 1988, 141.
[2]Βλ. σχετικά τις ευσύνοπτες και διαφωτιστικές εισαγωγές των  Christopher Butler, Postmodernism, και Catherine Belsey, Poststructuralism, και τα δύο Οxford, OUP, 2002.
[3] Από την πλούσια βιβλιογραφία βλ. π.χ. Ansgar Nünning, «Von der fiktionalen Biographie zur biographischen  Metafiktion- Prolegomena zu einer Theorie, Typologie und Functionsgeschichte einer hybriden Genres», στο Christian von Zimmermann (επιμ.), Fakten und Fiktionen: Strategien fiktionalbiographischer Dicherdarstellungen in Roman, Drama und Film seit 1970, Τübingen, Gunter Narr, 2000, 15-36, Heidi Hansson, «Biography Matters: Carol Shields, Mary Swann, A.S. Byatt, Possession, Deborah Crombie, Dreaming of the Bones», Orbis Litterarum, 58 (2003) 353-370.
[4] Βλ. Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, «B. Bασιλικού, Γλαύκος Θρασάκης: O εαυτός ως άλλος στη βιογραφία», Πόρφυρας, τχ. 104 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2002) 211-218.
[5] Ελληνική αϋπνία, Αθήνα, Πατάκης, 22004. Στο εξής οι εντός παρενθέσεως αριθμοί αναφέρονται σε σελίδες αυτής της έκδοσης.
[6] Αντιγράφω από το οπισθόφυλλο: «Ένα μυθιστόρημα που, ενώ γράφεται, αναρωτιέται και ταυτοχρόνως ονειρεύεται πώς γράφεται ένα μυθιστόρημα· γι’ αυτό ένα μυθιστόρημα που αλληθωρίζει προς το επιστολικό δοκίμιο, την αντι-βιογραφία, τη θρυμματισμένη πρόζα, την πλάγια αυτοβιογραφία, πάνω απ’ όλα όμως σαγηνεύεται από την έκσταση της ποίησης».
[7] Ο Νικόλαος Βασιλειάδης γράφει διάφορα κείμενα, συγκεντρωμένα στο βιβλίο του Εικόνες Κωνσταντινουπόλεως και Αθηνών, Εν Αθήναις, 1910, 301-339 στα οποία βιογραφεί τον Βιζυηνό (μετά τον εγκεισμό του) ως αυτόπτης μάρτυς της ζωής του. Όταν στο Δρομοκαΐτειο αποκαλείται βιογράφος του, ο Βιζυηνός αντιδρά ως εξής: «Βιογράφος μου; [...] Έγραψε περί εμού ωραίας ανοησίας με την διαφοράν ότι είνε αύται καλογραμμέναι. Κατά βάθος όμως ανοησίαι» (335). Η φράση θα μπορούσε να διαβαστεί ως κριτική του Βιζυηνού στη μυθοποίηση της βιογραφίας ή ως κριτική για τα κείμενα του Βασιλειάδη και τα συναφή. Διευκρινίζω ότι το πρώτο από τα κείμενα αυτά είναι αναδημοσίευση μελέτης του 1894 με παραλλαγμένο τίτλο. Ο πρώτος τίτλος «Γεώργιος Μ. Βιζυηνός (Ο Έλλην Γκυ δε Μωπασσάν)» στοιχειοθετεί και τον πρώτο παραλληλισμό του Βιζυηνού με τον Γάλλο ομόλογό του με κριτήριο τη φρενοβλάβειά τους από σύφιλη.
[8] «Εγκώμια Γεωργίου Βιζυηνού», Υπό Κ. Παλαμά, Ν. Βασιλειάδου, Θ. Βελλιανίτη, Θρακικά, Έκτακτον τεύχος, Παράρτημα του Γ’ Τόμου, 1931, 201-214. Το εγκώμιο θεωρείται ένα από τα είδη της βιογραφίας.
[9] Περιορίζομαι στα βιβλία των Βαγγέλη Αθανασόπουλου, Οι μύθοι της ζωής και του έργου του Βιζυηνού, Αθήνα, Καρδαμίτσα, 31996 και Ελένας Κουτριάνου (επιμ.), Γ. Μ. Βιζυηνού, Τα Ποιήματα, τόμ. Α’, Αθήνα, Νεοελληνική Βιβλιοθήκη. Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα, 2003, 13-199, ιδ. 13-166, διότι περιέχουν όλη την προηγούμενη βιβλιογραφία. Βλ. επιπρόσθετα και Γεωργίου Βιζυηνού, Επιστολές, εισαγωγή-σημειώσεις-σχόλια Γ. Παπακώστας, Αθήνα, Πατάκης, 2004.
[10] Παν. Μουλλάς (επιμ.), Γ.Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά Διηγήματα, Αθήνα, Ερμής, 1980.
[11] Μουλλάς,ό.π., ρλ’, σημ. 1, και τη «μυθιστορηματική ζωή» του Βιζυηνού, το 1939, από τον Στ. Δάφνη, βλ. τώρα στο Στέφανος Δάφνης, (εισ. Γ. Ζεβελάκης), «Γεώργιος Βιζυηνός, ο “ραψωδός της Θράκης”», περ. Η λέξη, τχ. 135 (Σεπτ.-Οκτ. 1996) 606-613.
[12] Πβ. τις παρατοποθετήσεις των γεγονότων που παραποιούν την ιστορική αλήθεια: Μουλλάς, ό.π., νζ΄, και Michael Chryssanthopoulos, «Memory and Imagination in the Short Stories of Georgios M. Vizyenos», Αδημ. διδ. διατριβή, University of Birmingham, 1986, 31-32.
[13] Μουλλάς, ό.π., νβ’. Πβ. και «Η κοινότητα της μοίρας και η κοινότητα της ουσίας ανάμεσα στο συγγραφέα και τους μυθιστορηματικούς χαρακτήρες του [...] αποκαλύπτουν και συνιστούν αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε τραγωδία της προσωπικής ζωής του Βιζυηνού- και έτσι, από το έργο περνάμε στη ζωή του, για να μπορέσουμε με μεγαλύτερη κριτική οικειότητα και ερμηνευτική ασφάλεια να επιστρέψουμε και να μείνουμε στο έργο του», Βαγγέλης Αθανασόπουλος, «Ο Βιζυηνός ανάμεσα στους χαρακτήρες του», στο Κατερίνα Κωστίου (επιμ.), Γ.Μ.Βιζυηνός: Ημερολόγιο 2003, Χαλκίδα, Διάμετρος, 2002, 123.
[14] Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Γεώργιος Βιζυηνός: Μεταξύ φαντασίας και μνήμης, Αθήνα, Εστία, 1994, 134.
[15] R. Barthes, «Από το έργο στο κείμενο », ό.π. (σημ. 1), 157.
[16] Βλ. τις κυριότερες κριτικές για το βιβλίο, Παντελής Μπουκάλας, εφ. Καθημερινή, 18 Μαΐου 2004, Δημοσθένης Κούρτοβικ, εφ. Τα Νέα, 22 Μαίου 2004, Μάρω Δούκα, εφ. Αυγή, 4 Ιουλίου 2004, Λίλυ Εξαρχοπούλου, περ. Διαβάζω, τχ. 453 (Ιούλιος-Αύγουστος 2004) 74-76, Μαίρη Μικέ, περ. Εντευκτήριο, τχ. 66 (Σεπτ. 2004) 121-123, Γιάννης Παπαθεοδώρου, περ. Ο πολίτης, τχ. 125 (Σεπτ. 2004) 59-61.
[17] Η τεχνική της όχι αποκλειστικά γραμμικής ανάγνωσης απαντάται σε μεταμοντέρνα μυθιστορήματα, όπως του Κορτάζαρ και του Πάβιτς. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει εδώ για το μυθιστόρημα του Julian Barnes, Flauberts Parrot, London, Picador, 1985 και στα ελληνικά Τζούλιαν Μπάρνες, Ο παπαγάλος του Φλωμπέρ, μτφρ. Λ. Σταματιάδη, Αθήνα, Aquarius, 1988 και Α. Κονταξάκη, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2003, επειδή διερευνά τα ζητήματα της χρονολογίας, των ντοκουμέντων, των καταλόγων και της δυνατότητας να γνωρίσει κανείς το παρελθόν.
[18] «Ο Γιωργής ήμην εγώ» (1996), τώρα στην Κωστίου, ό.π. (σημ. 13), 146-149. Στο ίδιο κείμενο –αυτούσιες φράσεις του οποίου περιλαμβάνονται στην Ελληνική αϋπνία– ο Φάις ομολογεί ότι διάβασε πολύ αργά τον Βιζυηνό, ενώ «ενηλικιώθηκε αναγνωστικά» [...] «περνώντας από τα μίκυ-μάους στον Κάφκα» (147).
[19] Ο Φάις δεν πρωτοτυπεί: πβ. τη διαπίστωση του Φρόυντ για το πώς οι βιογράφοι επιλέγουν τα αντικείμενά τους, πώς επιδίδονται στη συνέχεια σε εξιδανίκευση του βιογραφούμενου ώστε να λειτουργεί ως υποκατάστατο του πατέρα. Το παράθεμα στην αρχή του κεφαλαίου «Writers as Biographers» στο Ira Bruce Nadel, Biography: Fiction, Fact and Form, London, Macmillan, 1984, 119-150.
[20] Μεταξύ λόγου και πάθους. Η Μάρω Δούκα ανθολογεί Γεώργιο Βιζυηνό, Αθήνα, Μπάστας-Πλέσσας, 1995, 11-41. Για το σχήμα της αποστροφής γενικότερα βλ. Jonathan Culler, «Apostrophe», στο The Pursuit of Signs: Semiotics, Literature, Deconstruction, London, Routledge &Kegan Paul, 1981, 135-154.
[21] Τον κυριαρχικό ρόλο του «Μοσκώβ Σελήμ» στον Φάις μπορεί να τον διαπιστώσει κανείς και από το γεγονός ότι αποσπάσματα από άλλα διηγήματα του Βιζυηνού (17, 69, 171, 176) αποδίδονται εκ παραδρομής στον «Μοσκώβ Σελήμ».
[22] Για τη μετάθεση στη βιογραφία βλ. ενδεικτικά Samuel H. Baron and Carl Pletsch (επιμ.), Intospection in Biography: The Biographers Quest for Self-Awareness, Hillsdale NJ, The Analytic Press, 1985 και Eva Schepeler, «The Biographers Transferences: A Chapter in Psychobiographical Epistemology», Biography, 13ii (1990) 111-127.
[23] Χρυσανθόπουλος, ό.π., (σημ. 14) 154-155
[24] L. Dällenbach, The Mirror in the Text, μτφρ. J. Whiteley and E. Hughes, Cambridge, Polity Press, 1989. Υπενθυμίζω εδώ ότι τον τίτλο Η γραφή και ο καθρέφτης:Λογοτεχνία και Κριτική, Αθήνα, Πόλις, 2002 έχει μια συναγωγή μελετών που επιμελήθηκε ο Φάις και αναφέρεται στη σχέση της λογοτεχνίας με την κριτική, και μάλιστα όταν υπηρετούνται από το ίδιο πρόσωπο.
[25] Σχετικά με το τελευταίο οι μελετητές (π.χ. Λ. Ρισάρ, «Κάφκα- Η τιμωρία από τον βάκιλλο του Κοχ») συμφωνούν ότι η αρρώστια του Κάφκα από τη μια τον οδηγούσε στην απομόνωση από την κοινότητα και από την άλλη δικαιολογούσε την αφιέρωσή του στο γράψιμο. «Η αρρώστια της γραφής που είχε κυριεύσει την ψυχή του κατέληξε να κυριεύσει και το σώμα του» [...] «Κατά βάθος το να γράφει κανείς δεν είναι μια ασθένεια και μάλιστα θανατηφόρα;» (Διαβάζω, τχ. 281 (Φεβρ. 1992) 42-44). Πάνω σε αυτό το μοτίβο ο Φάις διαβάζει «με τον τρόπο του Κάφκα» την επιστολή του Βιζυηνού προς τον αδελφό του (156-158, και 24).
[26] Kafka: Towards a Minor Literature, μτφρ.D. Polan, Minneapolis, University of Minnesota Press, 1986 (ιδίως το τρίτο κεφάλαιο, 16-27). Ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί σε ποικίλα συμφραζόμενα. Περιορίζομαι εδώ σε μερικές εργασίες που είτε με βοήθησαν στην κατανόησή του, είτε/και μεταφέρουν τη συζήτηση στη θέση της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας εν γένει ή στην ανάγνωση ορισμένων Ελλήνων συγγραφέων. David Lloyd, «Genet’s Genealogy: European Minorities and the Ends of the Canon», Cultural Critique, 6 (Spring 1987) 161-185, το τεύχος 8 (1990) του περ. Journal of Modern Greek Studies και ιδίως τα άρθρα των Gregory Jusdanis, «The Importance of being Minor», JMGS, 8 (1990) 5-33 και Eugene N. Holland, «Commentary», 125-133, Katerina Andriotis-Baitinger, «Whitman and Elytis: Workings of Minor Literature», JMGS, 17.2 (1999) 375-401, James D. Faubion, «Cavafy: Toward the Principles of a Transcultural Sociology of Minor Literature», Modern Greek Studies Austalia & New Zealand, 11-12 (2003/2004) 40-65. Για τη χρήση του όρου από ψυχαναλυτική σκοπιά βλ. Elizabeth Wright, Psychoanalytic Criticism: Theory in Practice, London, Methuen, 1984, 162-171
[27] Η φράση είναι του Παν. Μουλλά, «Επιτύμβια Γ. Βιζυηνού», στο Μισέλ Φάις (επιμ.), Ύστερο βλέμμα, Αθήνα, Πατάκης, 1996, 81-83. «[...] η γραφή του Βιζυηνού [...] είναι μια χάραξη σε ταφόπετρες. Ένα προσκλητήριο νεκρών. Οικοδομεί ένα κοινοτάφιο-κενοτάφιο [...], όπου βρίσκουν τόπο ν’ αναπαυθούν συγγενείς [...], οι γνωστοί και φίλοι [...] Ένα ‘μνημείο λόγου’ υψώνεται ανάμεσα στη μεταφορά και την κυριολεξία».