«Σήμερα πηγαίνουμε σε ένα …ανώτερο επίπεδο μετριότητας!»
Όταν στα μέσα της δεκαετίας του ’50 η κίνηση των Beat άρχισε να γίνεται γνωστή στην Ευρώπη και τα σκάνδαλα των εκπροσώπων της προκαλούσαν συζητήσεις και δημοσιεύματα στον τύπο, o ποιητής και συγγραφέας Νάνος Βαλαωρίτης βρισκόταν στο Παρίσι. Εκεί, ο τιμημένος με τρία κρατικά βραβεία λογοτέχνης καθώς και με το βραβείο National Poetry Association των ΗΠΑ, είχε την ευκαιρία να γνωρίσει κάποια από τα σημαντικότερα μέλη της γενιάς των Beat και να συνδεθεί μαζί τους. Με σφαιρική γνώση για τα ποιητικά ρεύματα του εικοστού αιώνα και επί 25 χρόνια καθηγητής συγκριτικής λογοτεχνίας και δημιουργικής γραφής στο Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο, ο Νάνος Βαλαωρίτης, είχε μιλήσει για τους Beat και τη συμβολή τους στη λογοτεχνία και σχολιάσει τη συγγραφική δημιουργία της εποχής μας.
Συνέντευξη στην Ελπίδα Πασαμιχάλη
Πώς ήλθατε σε επαφή με την Beat λογοτεχνία;
Η Beat λογοτεχνία εμφανίστηκε τη δεκαετία του ’50 όταν εγώ βρισκόμουν στο Παρίσι. To ’54 –’55 oι Beat άρχισαν να εμφανίζονται στο Time Magazine με σκάνδαλα και άρθρα γι αυτούς. Την εποχή εκείνη μου έγραψε ο Νικόλας Κάλας, κριτικός Τέχνης και ποιητής, ότι θα ερχόταν να με γνωρίσει ο Ginsberg. Πράγματι συναντηθήκαμε και πήγαμε σε ένα ρεστοράν όπου αρχίσαμε να συζητάμε για ανθρώπους που γνωρίζαμε και οι δύο, όπως ήταν ο Ντυσάν και ο Μπρετόν, τον οποίο μου ζήτησε να γνωρίσει, επειδή γνώριζε ότι ήμουν συνδεδεμένος. Μου είπε ότι ο Ντυσάν έλεγε πως όταν διάβασε το “Howl”, γελούσε από την αρχή μέχρι το τέλος, διότι το έβρισκε απίστευτα κωμικό.
«Ο Ginsberg ήταν ένας αργοπορημένος Νταντά, αμερικανικής έμπνευσης»
Ποιες ήταν οι αντιδράσεις του Ginsberg γι αυτό το σχόλιο;
Ο Ginsberg ήταν πολύ πληγωμένος, διότι πίστευε ότι το «Ουρλιαχτό» ήταν πολύ τραγικό ποίημα. Του εξήγησα ότι με αυτό τον τρόπο σκέπτονται οι Νταντά, για τους οποίους ακόμη και το τραγικό γίνεται κωμικό, όταν θεωρούν ότι υπάρχει μία υπερβολή στο ύφος. Παρόλα αυτά έδειχνε να εκτιμά τον Ντυσάν και ήθελε να τον γνωρίσει, πράγμα το οποίο έγινε. Συναντήθηκαν σε ένα πάρτι και όπως έμαθα κατόπιν ο Ginsberg γονάτισε στα πόδια του Ντυσάν και του φίλησε τα παπούτσια! Εγώ κάτι τέτοιο φοβόμουν ότι θα έκανε και με τον Μπρετόν και απέφυγα να τον συστήσω!… Ήταν γνωστό ότι ο Ginsberg ήταν εξιμπισιονίστας. Γδυνόταν στα κοκτέιλ πάρτι και προκαλούσε διάφορα σκάνδαλα. Ήταν ένας λιγάκι αργοπορημένος Νταντά, αμερικανικής έμπνευσης. Στη συνέχεια γίναμε φίλοι και η φιλία διάρκεσε πολλά χρόνια.
Είχατε γνωριστεί και με τον William Burroughs;
Τον γνώρισα στο Παρίσι γιατί γράψαμε και οι δύο μαζί έναν πρόλογο σε έναν φίλο μας Ολλανδό ζωγράφο. Γνωριστήκαμε σε ένα μπαρ και είδα τον Burroughs ντυμένο πολύ αστικά, με καπέλο και παλτό και έμοιαζε κάπως με γκάγκστερ σε αμερικάνικη ταινία. Δεν έλεγε πολλές κουβέντες, ήταν κάπως βαρύς. Άρχισα να του λέω ότι νοιώθω ενθουσιασμένος με την κίνηση των Beat, με έκοψε και μου είπε: «Για ποιο πράγμα ακριβώς νοιώθετε ενθουσιασμό;» Ο Burroughs ήταν ο μέντοράς τους και ο πιο ακραίος γιατί δεν έγραφε μόνο αυθόρμητα, αλλά έγραφε και με κολλάζ. Έπαιρνε κομμάτια από τις εφημερίδες και τα συναρμολογούσε.
Το “On the road” του Jack Kerouac θεωρείται μέχρι σήμερα σταθμός για την αμερικανική λογοτεχνία. Πώς σας φάνηκε τότε, όταν το διαβάσατε;
Μου άρεσε! Με τον Jack Kerouac δεν είχαμε γνωριστεί προσωπικά, όμως ήταν φανερό ότι είχε ταλέντο. Η γραφή του έρρεε. Άλλωστε ήταν Βρετόνος. Αμερικανός μεν, αλλά είχε και κάποια σχέση με τον Καναδά. Έμοιαζε περισσότερο Γαλλοκαναδός, παρά Αμερικανός και είχε κληρονομήσει αυτή την Κελτική ευκολία στην έκφραση και στην γραφή.
«Οι Beat ανοίξανε ένα δρόμο. Και έχει ενδιαφέρον ότι τον δρόμο τον άνοιξαν οι Αμερικάνοι και όχι οι ΕυρωπαίοTί πρόσφερε στη λογοτεχνία η γενιά των Beat;
Οι Beat ανοίξανε ένα δρόμο. Και έχει ενδιαφέρον ότι τον δρόμο τον άνοιξαν οι Αμερικάνοι και όχι οι Ευρωπαίοι. Διότι οι Αμερικάνοι έχουν μία αμεσότητα στον τρόπο που αντιμετωπίζουν τα πράγματα, η οποία μπορεί να φαίνεται απλοϊκή και καμιά φορά μας σοκάρει, αλλά κόβουν το Γόρδιο δεσμό της προηγούμενης γενιάς. Ο μοντερνισμός του Ελιοτ, του Οντεν και των Άγγλων γενικότερα, είχε φτάσει σε ένα αδιέξοδο και είχε γίνει πολύ εσωστρεφής. Οι Beat έκαναν μία μεγάλη τομή, ιδίως ο Ginsberg, ο Corso, και ο Kerouac, διότι χρησιμοποίησαν την προφορική γλώσσα του δρόμου και γράψαν ποιήματα που ήταν πολύ πιο άμεσα. Αυτό με γοήτευσε και με ανακούφισε. Διότι ήμασταν κι εμείς δεμένοι με τους δικούς μας ποιητές του ’30, οι οποίοι ήταν επίσης πολύ αυτοτελείς και κλειστοί. Πώς θα μπορούσε κανείς να συνεχίσει έναν Σεφέρη ή τον Ελύτη; Αισθάνθηκα ότι οι Beat μας δίνουν τη φωνή τους για τις εμπειρίες μας τις οδυνηρές, την ταλαιπωρία που περάσαμε, τη στειρότητα, την υποταγή σε φοβερούς νόμους μοντερνισμού και σε βαριές προσωπικότητες.
Το γεγονός ότι η Beat λογοτεχνία συνδέθηκε με τη ψυχεδέλεια και τα ναρκωτικά μειώνει την αξία της;
Καθόλου. Από τον προπερασμένο κιόλας αιώνα, ο Μποντλέρ έγραφε πως όσα ναρκωτικά και να πάρεις, πράγμα που ο ίδιος έκανε, δεν πρόκειται να γίνεις ποιητής, αν δεν έχεις ποιητική φλέβα!…
«Σήμερα διδάσκεται μια ποίηση του μέσου όρου.Πιστεύετε ότι η Beat λογοτεχνία θα μπορούσε να αγγίξει τη νέα γενιά σήμερα;»
Το Beat έχει καταπολεμηθεί πάρα πολύ από τους νέο-ακαδημαϊκούς. Σήμερα διδάσκεται μία ποίηση που εστιάζεται στην τεχνική, μια ποίηση του μέσου όρου, όμως δεν υπάρχει η φλόγα και το πάθος που ήταν το στοιχείο των Beat και αυτό πρέπει να τους το αναγνωρίσουμε.
Ζούμε σε μία εποχή μεγάλων κοινωνικών αλλαγών παγκοσμίως με κυρίαρχο θέμα βέβαια την οικονομική κρίση. Πιστεύετε ότι πηγαίνουμε σε έναν ανώτερο επίπεδο πολιτισμού ή σε ένα ανώτερο επίπεδο… βαρβαρότητας;
Φοβάμαι ότι δεν θα είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο, αλλά θα είναι ένα ανώτερο επίπεδο… μετριότητας! Γι αυτό ακόμη και αν μπορεί να βγει κάποιο σημαντικό έργο, έστω και μία σπίθα, είναι πολύ σημαντικό.
Ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της λογοτεχνίας σήμερα κατά τη γνώμη σας;
Το μεγαλύτερο πρόβλημα, η μεγαλύτερη πληγή της λογοτεχνίας σήμερα, είναι η έλλειψη ύφους και προσωπικότητας γραφής, Γράφουμε σε μία γλώσσα αδιάφορη, τα λεγόμενα ευπώλητα, τόσο στο εξωτερικό όσο και στην Ελλάδα. Νομίζω ότι δεν λείπει το ταλέντο, αλλά η κρίση.
ΠΗΓΗ
ΠΗΓΗ