Η απονομή του Νόμπελ στον Οδυσσέα Ελύτη

Του Μανόλη Καρέλλη*

Όταν έφτασε η είδηση, από τη Στοκχόλμη, για την απονομή του βραβείου Νόμπελ για τη Λογοτεχνία για το 1979 στον Οδυσσέα Ελύτη, δεν μας βρήκε απροετοίμαστους. Την περιμέναμε, με κάποιο τρόπο· για την ακρίβεια, την ευχόμαστε.

Θέλησα να παρευρεθώ στις τελετές που θα γινόντουσαν στη σουηδική πρωτεύουσα, τελετές πο περιγράφονται σαν οι πιο “αποκλειστικές” και οι πιο “κοσμικές” της Ευρώπης, που τις παρακολουθούν πρωθυπουργοί και πρεσβευτές και ανώτατοι αξιωματούχοι και επιστήμονες της πρώτης σειράς απʼ όλο τον κόσμο.

Ένας Σουηδός καλός φίλος, από την εποχή του αντιδικτατορικού αγώνα, μεσολάβησε για μία πρόσκληση από τους οργανωτές της εκδήλωσης για την απονομή του βραβείου που θα είχε ως αποδέκτη τον δήμαρχο της πόλης που γεννήθηκε ένας από τους βραβευόμενους.

Έτσι έφτασε η πρόσκληση στο Ηράκλειο και ετοιμάστηκα για το ταξίδι.

Στην πρόσκληση αναφερόταν η ενδυμασία για τους αρσενικούς προσκαλεσμένους: ήταν το φράκο, η πιο επίσημη από τις επίσημες.

Φράκο, βέβαια, δεν ήταν σε θέση κανένας από τους ράφτες του Ηρακλείου - τότε ήσαν αρκετοί που έκαναν το επάγγελμα - να το ράψει. Έτσι το έραψα στην Αθήνα, ενώ ο ράφτης μου είπε το “συμπλήρωμά” του: παπιγιόν μαύρο.

Με το φράκο στη βαλίτσα μου και με το συμπλήρωμά του, το παπιγιόν, βρέθηκα στην Στοκχόλμη, όπου πληροφορήθηκα ότι υπήρχαν άφθονα φράκα διαθέσιμα επʼ ενοικίω, για την τελετή της απονομής και για όσες ακολουθούσαν.

Η τελετή ήταν όπως μας την είχαν περιγράψει: απόλυτα τυπική, με τα βήματα των βραβευομένων δασκαλεμένα και προβαρισμένα, με τον Σουηδό βασιλιά να κάνει τις απονομές, τον ίδιο που κυκλοφορεί με το ποδήλατό του στους δρόμους της Στοκχόλμης.

Βέβαια, η οδηγία που μου έδωσε ο ράφτης μου της Αθήνας, για το μαύρο παπιγιόν, δεν ίσχυε στη Στοκχόλμη: το παπιγιόν ήταν εδώ λευκό, ενώ το μαύρο παπιγιόν το φορούσαν τα επίσης φρακοφορεμένα γκαρσόνια που υπηρετούσαν την εκδήλωση.

Μόνο δυο από τος προσκαλεσμένους, ένας Πακιστανός και η αφεντιά μου, φορούσαν μαύρο παπιγιόν με αποτέλεσμα να μας μπερδέψουν με τα γκαρσόνια οι άλλοι προσκαλεσμένοι να να ακούσω έτσι παραγγελία για “ένα ουίσκι” ή για “ένα αναψυκτικό” όχι μια και δυό φορές.

Ο Οδυσσέας Ελύτης ήταν εκείνος που εκυριάρχησε στην τελετή της απονομής - που περιλάμβανε, εκτός το βραβείο της Λογοτεχνίας και άλλα τέσσερα ή πέντε, αν θυμάμαι καλά.

Ήταν τα εκπληκτικά γαλλικά του, πρώτα-πρώτα, που θύμιζαν καθηγητή της ορθοφωνίας της Σορβόνης. Και βέβαια το περιεχόμενο της ομιλίας του, ήταν μια υπεράσπιση της ποίησης και μια διακήρυξη για την υπεροχή του πνεύματος.

Η ομιλία του Οδυσσέα Ελύτη αξίζει να μνημονευθεί - και να απομνημονευθεί.

Επειδή, βέβαια, ισχύει πάντα η οικονομία του χώρου, πολύτιμου, όπως χαρακτηρίζεται, των εφημερίδων, θα αρκεσθώ σε τρία-τέσσερα καίρια αποσπάσματα.

Η έναρξη της ομιλίας, το πρώτο απόσπασμα:

Tων φονιάδων το αίμα με φως ξεπληρώνω

“Ας μου επιτραπεί, παρακαλώ, να μιλήσω στο όνομα της φωτεινότητας και της διαφάνειας. Επειδή οι ιδιότητες αυτές είναι που καθορίσανε τον χώρο μέσα στον οποίο μου ετάχθη να μεγαλώσω και να ζήσω. Και αυτές είναι που ένιωσα, σιγά-σιγά, να ταυτίζονται μέσα μου με την ανάγκη να εκφρασθώ. Είναι σωστό να προσκομίζει κανείς στην τέχνη αυτά που του υπαγορεύουν η προσωπική του εμπειρία και οι αρετές της γλώσσας του. Πολύ περισσότερο όταν οι καιροί είναι σκοτεινοί και αυτό που του υπαγορεύουν είναι μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ορατότητα.

Δεν μιλώ για την φυσική ικανότητα να συλλαμβάνει κανείς τʼ αντικείμενα σʼ όλες τους τις λεπτομέρειες, αλλά για τη μεταφορική, να κρατά την ουσία τους και να τα οδηγεί σε μια καθαρότητα τέτοια που να υποδηλώνει συνάμα τη μεταφυσική τους σημασιολογία.

Ο τρόπος με τον οποίο μεταχειρίστηκαν την ύλη οι γλύπτες της Κυκλαδικής περιόδου, που έφτασαν ίσια-ίσια να ξεπεράσουν την ύλη, το δείχνει καθαρά. Όπως επίσης, ο τρόπος που οι εικονογράφοι του Βυζαντίου επέτυχαν από το καθαρό χρώμα να υποβάλλουν το “θείο”.

Μια τέτοια, διεισδυτική και συνάμα μεταμορφωτική, επέμβαση μέσα στην πραγματικότητα επεχείρησε, πιστεύω, ανέκαθεν και κάθε υψηλή ποίηση. Όχι νʼ αρκεστεί στο “νυν έχον”, αλλά να επεκταθεί στο “δυνατόν γενέσθαι”.

Το δεύτερο απόσπασμα αναφερόταν στην αναζήτηση της ποιητικής και της φιλοσοφικής - αλήθειας:

“Πού λοιπόν βρίσκεται σε έσχατη ανάλυση η αλήθεια; Στην φθορά και στον θάνατο που διαπιστώνουμε κάθε μέρα γύρω μας ή στη ροπή που μας ωθεί να πιστεύουμε ότι αυτός ο κόσμος είναι ακατάλυτος και αιώνιος; Είναι φρόνιμο νʼ αποφεύγουμε τις μεγαλεπήβολες εκφράσεις, το ξέρω. Οι κατά καιρούς κοσμολογικές θεωρίες τις χρησιμοποιούσαν, ήρθαν σε σύγκρουση, ακμάσανε, πέρασαν. Η ουσία όμως έμεινε, μένει. Και η ποίηση που εγείρεται στο σημείον όπου ο ορθολογισμός καταθέτει τα όπλα του για να τʼ αναλάβει εκείνη και να προχωρήσει μέσα στην απαγορευμένη ζώνη, ελέγχεται να είναι ίσια-ίσια εκείνη που προσβάλλεται λιγότερο από την φθορά.

Με τη διαφορά ότι ο ήλιος κατά τη ρήση του αρχαίου σοφού, εάν υπερβεί τα μέτρα καταντά “ύβρις”. Χρειάζεται να βρισκόμαστε στη σωστή απόσταση από τον ηθικόν ήλιο, όπως ο πλανήτης μας από τον φυσικόν ήλιο, για να γίνεται η ζωή επιτρεπτή. Μας έφταιγε άλλοτε η αμάθεια. Σήμερα μας φταίει η μεγάλη γνώση. Δεν έρχομαι μʼ αυτά που λέω να προστεθώ στη μακρά σειρά των επικριτών του τεχνικού μας πολιτισμού. Μια σοφία παλαιή όσο και η χώρα που μʼ εξέθρεψε, μʼ εδίδαξε να δέχομαι την εξέλιξη, να χωνεύω την πρόοδο μαζί με όλα της τα παρεπόμενα, όσο δυσάρεστα και αν μπορεί να είναι αυτά.

Τότε όμως η ποίηση; Τι αντιπροσωπεύει μέσα σε μία τέτοια κοινωνία; Απαντώ: τον μόνο χώρο όπου η δύναμη του αριθμού δεν έχει πέραση. Και ακριβώς, η εφετινή απόφασή σας να τιμήσετε στο πρόσωπό μου την ποίηση μιας μικρής χώρας δείχνει σε πόσο αρμονική ανταπόκριση βρίσκεστε με την χαριστική αντίληψη της τέχνης, την αντίληψη ότι η τέχνη είναι η μόνη εναπομένουσα πολέμιος της ισχύος που κατήντησε να έχει στους καιρούς μας η ποσοτική αποτίμηση των αξιών”.

Στο επόμενο απόσπασμα της ομιλίας του ο Οδυσσέας Ελύτης σκιαγραφεί με μοναδική σαφήνεια τη νεότερη ελληνική ποίηση:

“Η σφαίρα που σχηματίζει η νέα ελληνική ποίηση έχει, θα μπορούσε να πει κανείς, όπως κάθε σφαίρα δύο πόλους: τον βόρειο και τον νότιο. Στον ένα τοποθετείται ο Διονύσιος Σολωμός που από την άποψη της εκφραστικής επέτυχε - προτού υπάρξει ο Mallarme στα ευρωπαϊκά γράμματα - να χαράξει με άκρα συνέπεια και αυστηρότητα την αντίληψη της καθαρής ποίησης με όλα της τα παρεπόμενα να υποτάξει το αίσθημα στη διάνοια, να εξευγενίσει την έκφραση και να δραστηριοποιήσει όλες τις δυνατότητες του γλωσσικού οργάνου προς την κατεύθυνση του θαύματος. Στον άλλο πόλο, τοποθετείται ο Κ.Π. Καβάφης, αυτός που παράλληλα με τον T.S. Eliot έφτασε στην άκρα λιτότητα, στη μεγαλύτερη δυνατή εκφραστική ακρίβεια, εξουδετερώνοντας τον πληθωρισμό στη διατύπωση των προσωπικών του βιωμάτων.

Ανάμεσα στους δύο αυτούς πόλους κινήθηκαν οι μεγάλοι μας άλλοι ποιητές, ο Ανδρέας Κάλβος, ο Κωστής Παλαμάς, ο Άγγελος Σικελιανός, ο Νίκος Καζαντζάκης.

O Γιώργος Σεφέρης, άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο προς το εν τή το άλλο από τα δύο άκρα. Αυτή είναι μια πρόχειρη και όσο γίνεται πιο σχηματική χαρτογράφηση του νεοελληνικού ποιητικού λόγου. Το πρόβλημα για μας που ακολουθήσαμε ήταν να επωμιστούμε τα υψηλά διδάγματα που μας κληροδότησαν και, ο καθένας με τον τρόπο του, να τʼ αρμόσουμε πάνω στη σύγχρονη ευαισθησία. Πέραν από τα όρια της τεχνικής, οφείλαμε να φτάσουμε σε μια σύνθεση που από το ένα μέρος νʼ αναχωνεύει τα στοιχεία της ελληνικής παράδοσης και από το άλλο να εκφράζει τα κοινωνικά και ψυχολογικά αιτήματα της εποχής μας. Με άλλα λόγια, να φτάσουμε να προβάλλουμε τον τόπο του “Ευρωπαίου-Έλληνα”. Δεν μιλώ για επιτυχίες, μιλώ για προσπάθειες. Οι κατευθύνσεις είναι που έχουν σημασία για τον μελετητή της λογοτεχνίας”.

Και η περίτεχνη “κορώνα” της έξοχης ομιλίας του Οδυσσέα Ελύτη - που μας έκανε περήφανους όλους τους Έλληνες που έτυχε να παρευρεθούμε στην τελετή της απονομής των βραβείων Νόμπελ.

“Δεν αρκεί να ονειροπολούμε με τους στίχους. Είναι λίγοι. Δεν αρκεί να πολιτικολογούμε. Είναι πολύ. Κατά βάθος ο υλικός κόσμος είναι απλώς ένας σωρός από υλικά. Θα εξαρτηθεί από το αν είμαστε καλοί ή κακοί αρχιτέκτονες το τελικό αποτέλεσμα. Ο παράδεισος ή η κόλαση που θα χτίσουμε. Εάν η ποίηση παρέχει μια διαβεβαίωση στους καιρούς τους duzttigez - σκληρούς - είναι ακριβώς αυτή: ότι, η μοίρα μας παρʼ όλα αυτά, βρίσκεται στα χέρια μας”.

Ακολούθησε, την ίδια μέρα της απονομής, το επίσημο τραπέζι για τους προσκαλεσμένους που δόθηκε στο Δημαρχείο της Στοκχόλμης.

Θυμάμαι απʼ αυτό τους πανέμορφους νέους και τις πανέμορφες νέες που σέρβιραν - σε εθελοντική βάση, όπως πληροφορηθήκαμε - τα φαγητά και τη μεγάλη χορωδία και τη συμφωνική ορχήστρα που εκτέλεσαν το “Άξιον Εστίʼ, σε στίχους Ελύτη και σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη.

Την επομένη ή τη μεθεπόμενη της απονομής οι Έλληνες της Στοκχόλμης, δεξιώθηκαν τον Οδυσσέα Ελύτη.

Αρκετοί απʼ αυτούς είχαν τις ενστάσεις τους για την απονομή: προτιμούσαν τον Ρίτσο αντί του Ελύτη. Άλλοι εσημείωναν την απουσία του ονόματος του Οδυσσέα Ελύτη από τα διάφορα κείμενα που κυκλοφορούσαν για την πολιτική κατάσταση και για άλλα συναφή θέματα.

Η απάντηση του Οδυσσέα Ελύτη, όπως τη θυμάμαι σα να ʽναι τώρα:

αιώνες τώρα

φωνάζω Ελληνικά κι ούτε που μου αποκρίνεται κανένας.

Αργότερα ο Οδυσσέας Ελύτης, βρέθηκε ξανά στο Ηράκλειο, προσκαλεσμένος και πάλι του Δήμου Ηρακλείου και του τότε δημάρχου Μανόλη Καρέλλη.

Στο μεγάλο κηποθέατρο “Νίκος Καζαντζάκης” τη φορά αυτή, σε μια μεγαλειώδη συγκέντρωση, ο Οδυσσέας Ελύτης μας απογείωσε.

Μας μίλησε για την ελληνική γλώσσα, για τη συνέχειά της στο πέρασμα των αιώνων, για τις υποχρεώσεις μας που προκύπτουν από την ιδιότητά μας ως Ελλήνων.

Τη γεύση της ομιλίας του Οδυσσέα Ελύτη, εκείνο το απόγευμα, στο κηποθέατρο, δεν θα την ξεχάσω όσο ζω.

• Ο Μανόλης Καρέλλης είναι τέως δήμαρχος Ηρακλείου


ΠΗΓΗ