Ο Καββαδίας αποκαλύπτεται στον Μ. Καραγάτση

«Συζητείται ότι πάσχω από μανία καταδιώξεως»

Οι επιστολές που αντάλλαξαν ο ποιητής τού Μαραμπού με τον μυθιστοριογράφο τού Γιούγκερμαν αναδεικνύουν τις προσωπικές ανησυχίες δύο από τους δημοφιλέστερους έλληνες συγγραφείς.

«Κι ο έρωτας; Αυτός ο γαμημένος θεός δε θα χτυπήσει ποτέ την καμπίνα μου. Τούτη η Πολωνέζα που μού ράβει τώρα το σώβρακο βρίσκεται από μέρες κοντά μου, γιατί ζαλίζεται στη δευτέρα θέση κι η καμπίνα μου δεν κουνάει. Δεν ήθελα να μαγαρίσω την καμπίνα μου και μάλιστα πρώτο ταξίδι. Είμαι φορτηγίσιος και δεν το ΄χω σε γούρι. Οταν όμως είδα το πράγμα να γενικεύεται απ΄ τις πρώτες μέρες, τ΄ αποφάσισα κι εγώ. Στο κάτω-κάτω φοβήθηκα μήπως με περάσουνε για μπινέ. Αλήθεια! Ξέχασα κάτι: τότε στην “Αntzouletta” (σ.σ.: παλιό φορτηγό πλοίο) είχα να θυμάμαι και κάποιο κορίτσι. Μα τώρα πάνε χρόνια που τίποτα δε θυμάμαι». Είναι η εξομολόγηση του Νίκου Καββαδία, του χιλιοτραγουδισμένου ποιητή-ναυτικού, που ανοίγει την καρδιά του στον αγαπημένο φίλο του Μ. Καραγάτση (Δημήτρη Ροδόπουλο), τον «αδελφό» του, τον πιο διονυσιακό και πιο πολυδιαβασμένο από τους μυθιστοριογράφους στις δεκαετίες ΄30. ΄40, ΄50- πρόσωπα κι οι δυο τους που συγκινούν βαθιά και το σημερινό μεγάλο κοινό.

Βρισκόμαστε στα 1949 (14/9/49), μετά τις τελευταίες μάχες του Εμφυλίου στον Γράμμο, και ο Κόλιας- που τον φωνάζουν πλέον Μαραμπού, από τον τίτλο της πρώτης του ποιητικής συλλογής (1933)- πρώην τραυματιοφορέας στο Αλβανικό και συνοδοιπόρος του ΚΚΕ στην Αντίσταση, είναι 39 χρονών και αποκαλύπτει στο γράμμα του τον ευάλωτο εαυτό του. Εχει ήδη εκδώσει και τη συλλογή Πούσι (1947) αλλά όχι ακόμα το περίφημο πεζογράφημά του Βάρδια (1954), ούτε έχει γράψει το Τραβέρσο (1975) κ.ά., και ταξιδεύει ως ασυρματιστής προς τη Μελβούρνη της Αυστραλίας με κατεύθυνση το Κολόμπο της Κεϋλάνης, το Αντεν της Υεμένης, και τελικό προορισμό την Τζένοβα. Πάνε είκοσι χρόνια που πρωτομπαρκάρισε και τώρα πια έχει κάποιες ανέσεις και βγάζει περισσότερα χρήματα, αλλά το κέφι του είναι κακό. Φοβάται τη σύφιλη, φοβάται την τρέλα, φοβάται τον θάνατο και ξορκίζει τους φόβους του με γυναίκες στα λιμάνια, με αγορασμένη, καθώς λέει, φαντασίωση, με όπιο ή άλλα παραισθησιογόνα.

Ο Μίτια απ΄ την άλλη, δυο χρόνια μεγαλύτερος, ιδιόρρυθμος αστός που αρθρογραφεί στον Τύπο και έχει παρακολουθήσει ως ανταποκριτής τις μάχες στον Γράμμο, βρίσκεται στο ζενίθ της λογοτεχνικής του καριέρας (με τον Λιάπκιν (1933), τον Γιούγκερμαν (1938), τον Κοτζάμπαση του καστρόπυργου (1944), τον Μεγάλο ύπνο (1946) και δεκάδες διηγήματα και παλεύει με το πιο στρατευμένο ιδεολογικά γραπτό του: την Ιστορία των Ελλήνων (... και της άρρηκτης συνέχειας της ελληνικής φυλής). «Είναι αφάνταστο πώς κατέχουμε την τέχνη να κυλιόμαστε στο βούρκο και να περιπλανιόμαστε στ΄ αστέρια», του απαντά στις 27/9/1949 σχολιάζοντας το «αβέβαιο όραμα ενός μελλοντικού κόσμου» στο οποίο πίστεψε ο «αδελφός» του. «Σαράντα αιώνες αυτό το βιολί, περισσότεροι ναι, λιγότεροι όχι. Πώς να τους ξεγράψεις τους αφιλότιμους;». Ο Κόλιας και ο Μίτια (σ.σ.: τα ονόματά τους στα ρώσικα) αλληλογραφούν (με μεγάλα διαλείμματα) από το 1939 ώς το 1955, - 25 του Καββαδία και 10 του Καραγάτση- διαβάζονται μονορούφι από τον σημερινό αναγνώστη. Κυρίως επειδή λειτουργούν σαν λοξό πορτρέτο του καθενός τους, καθρέφτης και της ιδιοσυγκρασίας τους, αλλά και επειδή φωτίζουν και σχολιάζουν το έργο τους. Πολλά επεισόδια λ.χ. και σκέψεις τους τα βρίσκουμε μεταστοιχειωμένα στα λογοτεχνικά τους έργα.

Ο Καραγάτσης δεν είναι τόσο τακτικός επιστολογράφος, όμως είναι πολύ τρυφερός με τον φίλο του. Τον στηρίζει μιλώντας του καμιά φορά σαν σε ήρωα μυθιστορήματος, σε τόνο επικό ( «Φίλε Κόλια, απόβρασμα της θάλασσας, οικτρό ναυάγιο του αρμυρού νερού, ένδοξε ακρίτη των κορυφογραμμών, ορεσίβιε!» ), υποστηρίζοντας τις ερωτικές του περιπέτειες χάριν της «σαρκικής δικαιοσύνης» (... «τρύγα την ηδονή όπου κι όπως τη βρεις, κάτω από οποιαδήποτε μορφή της. Το κορμί μας έχει την υποχρέωση, σε αντιστάθμισμα της οδύνης, να μας χαρίζει την ηδονή...» ), σκαρώνοντας μίνι διηγήματα. Αλλά εισάγει και μια ιδεολογική διάσταση στις σκέψεις του. Οπως στο γράμμα της 2/11/1949 που κλείνει το μάτι στα μετεμφυλιακά διλήμματα, καθώς αναφέρεται στις αθηναϊκές εκστρατείες του 470-460 π.Χ. για την απελευθέρωση της Ιωνίας από τους Πέρσες και την εδραίωση της δημοκρατίας, παρουσιάζοντας τον φίλο του ως Γοργόνα που ερωτοτροπεί με έναν Τρίτωνα!

Ο Καββαδίας, αντίθετα, επιμένει στα προσωπικά ζητήματα, είναι μελαγχολικός και αυτοψυχαναλύεται στα γράμματά του. Αυτός ο «ιδανικός και ανάξιος εραστής/των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων», βρίσκεται το 1939 στην Ξάνθη όπου τον καλούν για δίμηνη στρατιωτική εκπαίδευση, και το 1941 στο Αλβανικό μέτωπο ως μουλαράς τραυματιοφορέας, που όμως θα χρησιμοποιηθεί και ως ασυρματιστής στον σταθμό υποκλοπών της ΙΙΙης Μεραρχίας. Μεταξύ 1941-1945 μένει ξέμπαρκος στη στεριά που τη νιώθει αφιλόξενη, κυκλοφορώντας σε διάφορες αθηναϊκές λογοτεχνικές-καλλιτεχνικές παρέες (με τους Κατσίμπαλη, Εμπειρίκο, Ελύτη, Βενέζη, Καστανάκη, Πανσέληνο, Θεοτοκά, Τερζάκη, Εγγονόπουλο, Βασιλείου, Νικολάου κ.ά.), κι έπειτα μπαρκάρει, για να μείνει στη θάλασσα τριάντα χρόνια, μέχρι τον Νοέμβριο του 1974, παραμονές του θανάτου του.