Την Κυριακή το μεσημέρι ερχότανε ο παππούς, τον έπαιρνε στα γόνατά του και τραγουδούσανε μαζί κάτι αστεία τραγούδια:
Ταχτιρλί, πού πας, μωρή;
Στον μπακάλη για τυρί,
και τυρί δεν ηύραμε,
τον μπακάλη δείραμε…
Ο παππούς τον γαργάλευε κι ο Λεωνής ξεφώνιζε. Ύστερα ο παππούς άρχιζε διάφορες σοβαρές συζητήσεις με τα πρόσωπα που είταν εκεί. Ο Λεωνής δεν καταλάβαινε τίποτα, μα χαιρότανε ν’ ακούει. Μαζευότανε σε μια γωνιά και άκουε.
Ο παππούς είτανε ψηλός και ίσιος, είχε ωραία μέση, του άρεζε να χορεύει ελληνικούς χορούς. Είχε γένια άσπρα κομμένα τετράγωνα. Την Κυριακή φορούσε μαύρη ρεντιγκότα και ημίψηλο καπέλο και κρατούσε ένα μεγάλο, βαρύ μπαστούνι με ασημένιο χέρι σαν εκείνα που συνήθιζαν οι δεσποτάδες. Το όνομά του είταν ο γέρο Μπιλαρίκης, έτσι τον έλεγαν όταν δεν είτανε παρών. Τα παιδιά του είτανε τα παιδιά του γέρο Μπιλαρίκη, μ’ αυτό τον τίτλο τα ήξερε ο κόσμος. Ο Λεωνής είτανε το εγγονάκι του γέρο Μπιλαρίκη. Όλους τους σκίαζε ο παππούς και τους πρόσταζε.
Είχε τις καλές του και τις κακές του ώρες. Όταν χωράτευε και γελούσε, όλος ο κόσμος είτανε χαρούμενος και διασκέδαζε. Όταν είτανε κατσουφιασμένος, κανείς δεν ύψωνε τη φωνή τριγύρω του. Αν τύχαινε να πας σπίτι του σε τέτοιες περιστάσεις, η γιαγιά σε υποδεχότανε στο προαύλιο με διάφορα γνεψίματα που σήμαιναν: «Μη μιλάς δυνατά, μη γελάς, μην κάνεις θόρυβο». Καταλάβαινες και συμμορφωνόσουν. Ανέβαινες τις σκάλες στη μύτη των ποδιών και πρόσεχες μη βροντήσεις καμιά πόρτα.
Είτανε γνωστό πως ο παππούς έδερνε πότε-πότε, έξω από το σπίτι. Δε γινότανε λόγος μπροστά του γι’ αυτό το ζήτημα, αλλά όλο το συγγενολόι το σχολίαζε συχνά. Δεν είχε δείρει κάποιον μια φορά, με το μπαστούνι, στη Γέφυρα του Γαλατά, μέρα μεσημέρι; Μαζεύτηκε κόσμος, τον είδανε διάφοροι γνωστοί, πλησίασαν κι οι Τούρκοι αστυφύλακες, μα δεν του είπανε τίποτα, μονάχα πρόσταξαν τον κόσμο να διαλυθεί. Είχε πάντα άριστες σχέσεις με την αστυνομία, κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει ακριβώς το γιατί. Φαίνεται είχε κάποιο ύφος, κάποιο παράστημα, που η αστυνομία το εκτιμούσε. Όταν περνούσε εμπρός από τα αστυνομικά τμήματα, τον χαιρετούσαν στρατιωτικά και, όταν έδερνε, όχι μόνο δε θύμωναν, αλλά και χαμογελούσαν λιγάκι. Θαρρείς και παραδεχόντανε πως ένας τέτοιος καλοστεκούμενος και αξιοσέβαστος γέροντας είχε κάποιο δικαίωμα να φρονηματίζει τη μορταρία. Μιαν άλλη φορά είχε δείρει, μέσα στο γραφείο του, ένα σοβαρό πρόσωπο, ένα γνωστό έμπορο του Γαλατά, με αρκετά περίεργο τρόπο. Καθώς διαφωνούσανε για αριθμούς, άρπαξε με τα δυο χέρια ένα μεγάλο λογιστικό βιβλίο με σκληρό ξώφυλλο κι άρχισε και του το χτυπούσε στο κεφάλι. «Ξέπεσε το εμπόριο, έλεγε ύστερα. Ξέπεσε η εμπορική πίστη. Δηλαδή έπεσε ο κόσμος!».
Ο Λεωνής αγαπούσε τον παππού.